Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δεν είχε εύκολη χρονιά. Κληρονόμησε ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος της κατάρρευσης. Κληρονόμησε μία οικονομία σε ύφεση και ένα ποσοστό ανεργίας, που ακολουθούσε την ανιούσα. Και αντιμετώπισε ένα Κογκρέσο, που είχε την τάση να συγχέει τους πραγματικούς αυτούς «δαίμονες» με φανταστικούς.
Μπέρκλεϊ
Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δεν είχε εύκολη χρονιά. Κληρονόμησε ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος της κατάρρευσης. Κληρονόμησε μία οικονομία σε ύφεση και ένα ποσοστό ανεργίας, που ακολουθούσε την ανιούσα. Και αντιμετώπισε ένα Κογκρέσο, που είχε την τάση να συγχέει τους πραγματικούς αυτούς «δαίμονες» με φανταστικούς.
Δεν επέτρεψε στο καλύτερο να γίνει εχθρός του καλού. Το πακέτο έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων ύψους 787 δισ. δολαρίων ήταν καλό. Να είστε βέβαιοι, όμως, ότι βασίστηκε σε μη ρεαλιστικές, αισιόδοξες υποθέσεις για το βάθος της ύφεσης, την ισχύ της ανάκαμψης και τα επίπεδα, στα οποία θα φτάσει η ανεργία.
Έκλινε σε υπερβολικό βαθμό προς φοροελαφρύνσεις, που τείνουν όμως να ενισχύουν περισσότερο την αποταμίευση, παρά την κατανάλωση. Και, καθώς δεν συνοδευόταν από μία σαφή μεσοπρόθεση δημοσιονομική στρατηγική, ενθουσίασε χωρίς λόγο όσους πριν την προώθησή του προέβλεπαν τη δημοσιονομική καταστροφή.
Παρ' όλ' αυτά, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι προσέφερε την απαραίτητη τονωτική ένεση στην οικονομία. Οι προσπάθειες του Ομπάμα να σταθεροποιήσει το τραπεζικό σύστημα, θα πρέπει να αναγνωρίσω ότι πέτυχαν.
Θα προτιμούσα μεγαλύτερες κεφαλαιακές ενέσεις. Θα ήθελα να δω την κυβέρνησή του να χρησιμοποιεί τη μόχλευσή της για να αντικαταστήσει τις διοικήσεις που φέρουν την ευθύνη για το χρηματοπιστωτικό χάος, που είχε δημιουργηθεί.
Ωστόσο τα λεγόμενα «τεστ κοπώσεως», τα στοχευμένα κεφάλαια του TARP, o δρόμος της ελάχιστης δυνατής αντίστασης, έδωσε τη δυνατότητα στις τράπεζες να βελτιώσουν αισθητά την εικόνα των ισολογισμών τους.
Αν και οι επιλογές των τραπεζών για την αξιοποίηση των κερδών τους ήταν επιεικώς «κακόγουστες», απετράπη τουλάχιστον η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Τέλος, η προσέγγιση που ακολούθησε ο Ομπάμα στο νομοσχέδιο για την υγεία, παρήγαγε καταρχήν τη μεταρρύθμιση του δημόσιου συστήματος υγείας.
Για την εξέλιξη της υπόθεσης θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε ποιο θα είναι το τελικό σχέδιο νόμου στο οποίο θα καταλήξουν η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Γερουσία.
Είναι βέβαιο πάντως ότι δεν θα επιτρέπει στις ασφαλιστικές εταιρείες να αρνούνται την κάλυψη επικαλούμενες προϋπάρχουσες αιτίες. Θα αντιμετωπίζει πολλά σημερινά κενά και θα επιδοτεί την ασφαλιστική κάλυψη των φτωχών.
Αν και όπως φαίνεται δεν θα περιλαμβάνει τη «δημόσια επιλογή», την οποία πολλοί από εμάς υποστηρίζουμε, θα πρόκειται για πραγματικό επίτευγμα.
Η ίδια συμβιβαστική προσέγγιση θα μπορούσε να ακολουθηθεί και κατά το δεύτερο έτος της θητείας του για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προβλημάτων.
Ο Ομπάμα πρέπει να χαράξει μία υπερκομματική στρατηγική για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος σε ανεκτά επίπεδα. Μεταξύ άλλων θα μπορούσε να συγκροτήσει μία ανεξάρτητη επιτροπή, η οποία θα υποβάλλει στο Κογκρέσο προτάσεις για μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και του συστήματος δαπανών «ανθεκτικές» σε τροπολογίες.
Ο Ομπάμα χρειάζεται όμως να επιδείξει ηγετική προσωπικότητα και στο μέτωπο της χρηματοπιστωτικής μεταρρύθμισης, όπου, όπως και στην περίπτωση του συστήματος υγείας, υπάρχουν πολλές και αντικρουόμενες προτάσεις.
Υπάρχουν δύο λόγοι, που μας κάνουν να αμφιβάλλουμε ότι μία μετριοπαθής προσέγγιση, όπως αυτή που ακολουθήθηκε στο μέτωπο της υγείας, είναι η κατάλληλη και για τις αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Καταρχήν σε αντίθεση με το δημόσιο σύστημα υγείας, όπου υπάρχει το περιθώριο για πιο ήπια προσέγγιση, στην περίπτωση του χρηματοπιστωτικού τομέα η ανάγκη για μεταρρύθμιση είναι επιτακτική. Εάν οι προωθούμενες αλλαγές στον τομέα της υγείας δεν έχουν αποτέλεσμα, μπορούμε πάντα να επανεξετάσουμε τη λύση της «δημόσιας επιλογής».
Εάν ωστόσο η αρχική προσέγγιση στη μεταρρύθμιση του ρυθμιστικού πλαισίου του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν έχει αποτέλεσμα, αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο μίας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης εξίσου σοβαρής με τη σημερινή.
Δεύτερον, οι αλλαγές στο δημόσιο σύστημα υγείας είχαν ισχυρούς υποστηρικτές στο Κογκρέσο και στην κοινή γνώμη. Όσον αφορά στη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θα προχωρήσει υπό την πίεση των «αυτόκλητων προστατών» των ομολόγων.
Η χρηματοπιστωτική μεταρρύθμιση όμως ενέχει τεχνικά ζητήματα, που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν παρά οι ειδικοί. Και οι ειδικοί, δηλαδή οι τραπεζίτες, προτιμούν το status quo, που τους ανταμείβει πλουσιοπάροχα.
Αυτός είναι ένας τομέας, όπου το ένστικτο της συναίνεσης δεν βοηθά τον Μπαράκ Ομπάμα. Θα πρέπει να κινητοποιήσει με αποτελεσματικότητα το γενικό ενδιαφέρον.
Τέλος, κατά το δεύτερο έτος της θητείας του, ο Ομπάμα θα πρέπει όπως και ο ίδιος το είχε θέσει πέρυσι το καλοκαίρι σε ομιλία του, να βάλει τον «πήχη ψηλότερα».
Εξελέγη όχι απλώς επειδή θεωρείται ψύχραιμος διαχειριστής κρίσεων, αλλά επειδή είχε είναι ένα όραμα για μία οικονομικά πιο δίκαιη κοινωνία. Τώρα που η περίοδος διαχείριση της κρίσης, όπως ελπίζουμε τουλάχιστον, έχει τελειώσει, θα πρέπει να δώσει έμφαση στην εφαρμογή αυτού του οράματος.
Η περίοδος για παλαιού τύπου δημόσιες δαπάνες, που έχουν ως στόχο μόνο την ενίσχυση της ζήτησης, εάν δεν έχει παρέλθει, θα παρέλθει σύντομα. Θα είναι τότε αναγκαία η αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση και προγράμματα κατάρτισης- το μοναδικό πράγμα που μακροπρόθεσμα θα καταστήσει τους Αμερικανούς εργαζομένους πιο παραγωγικούς και θα περιορίσει τις εισοδηματικές ανισότητες.
Αντιστοίχως το κράτος χρειάζεται υποδομές, που ενισχύουν την παραγωγικότητα- δρόμους, γέφυρες, λιμάνια- και όχι από πολυτέλειες όπως σιδηροδρομικά δίκτυα υψηλής ταχύτητας, που ενώνουν το Σακραμέντο με το Σαν Ντιέγκο.
Μόνο τέτοιου είδους μέτρα μπορούν να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, οι οποίες θα αμβλύνουν τις εισοδηματικές ανισότητες και θα βοηθήσουν την Αμερική να παρουσιάζει και πάλι την εικόνα μίας φυσιολογικής ανεπτυγμένης οικονομίας.
Η αύξηση των δαπανών σε αυτούς τους τομείς, όμως, απαιτεί ταυτόχρονα τη μείωση των δαπανών σε άλλους ή την αύξηση των φόρων. Και ο αφοσιωμένος στην αρχή της συναίνεσης Αμερικανός πρόεδρος θα πρέπει να το ξεκαθαρίσει αυτό και να το υπερασπιστεί με επιχειρήματα.
BARRY EICHENGREEN, καθηγητής Οικονομικών και Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Berkeley της Καλιφόρνια.
Copyright: Project Syndicate, 2010.