Το ευρώ αποτελεί ένα μοναδικό και πρωτοφανές οικοδόμημα, του οποίου η αξιοπιστία σήμερα δοκιμάζεται σκληρά. Όπως πολύ σωστά είχε επισημάνει ο Οτμάρ Ίσινγκ, ένας από τους πατέρες του ενιαίου νομίσματος, η αρχή πάνω στην οποία χτίστηκε είναι ότι η ευρωζώνη αποτελεί μια νομισματική και όχι πολιτική ένωση.
Το ευρώ αποτελεί ένα μοναδικό και πρωτοφανές οικοδόμημα, του οποίου η αξιοπιστία σήμερα δοκιμάζεται σκληρά. Όπως πολύ σωστά είχε επισημάνει ο Οτμάρ Ίσινγκ, ένας από τους πατέρες του ενιαίου νομίσματος, η αρχή πάνω στην οποία χτίστηκε είναι ότι η ευρωζώνη αποτελεί μια νομισματική και όχι πολιτική ένωση. Τα κράτη μέλη ίδρυσαν μια κοινή κεντρική τράπεζα άλλα αρνήθηκαν ρητά την εκχώρηση του δικαιώματος φορολόγησης των πολιτών τους σε ένα συλλογικό όργανο.
Η εν λόγω αρχή αποκρυσταλλώθηκε στο άρθρο 125 της Συνθήκης του Μάαστριχτ, η οποία ερμηνεύτηκε με μεγάλη αυστηρότητα από το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο. Ωστόσο, παρουσιάζει μια εμφανή αδυναμία: το ευρώ, ως νέο νόμισμα που είναι, εκτός από κεντρική τράπεζα χρειάζεται και Υπουργείο Οικονομικών. Το υπουργείο δεν χρειάζεται να έχει «καθημερινό» ρόλο, αλλά η παρουσία του είναι απαραίτητη σε καιρούς κρίσης. Μπορεί όταν το χρηματοοικονομικό σύστημα απειλείται με κατάρρευση, η κεντρική τράπεζα να παρέχει ρευστότητα, αλλά μόνο το Υπουργείο Οικονομικών μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα αφερεγγυότητας. Αυτό είναι γνωστό και θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο σε όλους όσους ασχολήθηκαν με την καθιέρωση του ευρώ. Ο κ. Ίσινγκ ομολογεί ότι ανήκε σε εκείνους που πίστευαν ότι «η σύσταση μιας νομισματικής ένωσης χωρίς τη σύσταση πολιτικής ένωσης αποτελεί αντιστροφή της φυσικής ροής των πραγμάτων».
Η διαδικασία σύστασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί μια σειρά από αντεστραμμένα βήματα: ορισμός περιορισμένων αλλά πολιτικά εφικτών στόχων και χρονοδιαγραμμάτων, τα οποία ήταν απολύτως ξεκάθαρο ότι δεν θα είναι επαρκή και θα απαιτούνταν εν ευθέτω χρόνω. Για διάφορους λόγους, όμως, η πρόοδος σταδιακά σταμάτησε, με αποτέλεσμα η ΕΕ να έχει «παγώσει» στη σημερινή της μορφή.
Το ίδιο ισχύει και για το ευρώ. Η κρίση του 2008 ανέδειξε την αδυναμία του οικοδομήματος του ευρώ, καθώς κάθε κράτος μέλος καλούνταν να σώσει το δικό του τραπεζικό σύστημα, αντί να υπάρξει κοινή δράση. Η δημοσιονομική κρίση της Ελλάδας οδήγησε την κλιμάκωση των προβλημάτων: εάν τα κράτη μέλη δεν μπορούν να προχωρήσουν μπροστά, ίσως η ευρωζώνη αναγκαστεί να διασπαστεί με σοβαρές επιπτώσεις για την ΕΕ.
Βασικό αξίωμα της αρχικής δομής του ευρώ είναι ότι κάθε κράτος μέλος πρέπει να συμμορφώνεται με τους περιορισμούς της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις, όμως, παραβίασαν κατάφωρα αυτούς τους περιορισμούς. Η κυβέρνηση Παπανδρέου, η οποία ανέλαβε την εξουσία τον Οκτώβριο 2009 με λαϊκή εντολή να «βάλει τάξη» στη χώρα, αποκάλυψε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα ανήλθε στο 12,7% το 2009 –προς κατάπληξη τόσο των ευρωπαϊκών αρχών όσο και των αγορών.
Οι ευρωπαϊκές αρμόδιες αρχές δέχθηκαν το πρόγραμμα σταδιακής μείωσης του ελλείμματος, το οποίο όμως δεν κατάφερε να καθησυχάσει τις αγορές. Το πριμ κινδύνου των ελληνικών κρατικών ομολόγων διαμορφώνεται στις τρεις ποσοστιαίες μονάδες, στερώντας από την Ελλάδα τα οφέλη της συμμετοχής στο ευρώ –ουσιαστικά, την ικανότητα αναχρηματοδότησης των κρατικών της ομολόγων στο επίσημο επιτόκιο προεξόφλησης.
Με το πριμ κινδύνου στα σημερινά επίπεδα, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η Ελλάδα να μην μπορέσει να βγει από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται, ανεξάρτητα από τις δικές της ενέργειες, καθώς οι περαιτέρω δημοσιονομικές περικοπές θα συμπιέσουν ακόμη περισσότερο την οικονομική της δραστηριότητα, με συνέπεια τη συρρίκνωση των εσόδων από τη φορολογία και επιδείνωση του λόγου χρέους-ΑΕΠ. Υπό αυτή την απειλή, το πριμ κινδύνου δεν θα επανέλθει στα πρότερα επίπεδά του εάν δεν παρασχεθεί εξωτερική βοήθεια.
Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο από τις συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (credit default swaps – CDS), οι οποίες επιτρέπουν τα στοιχήματα υπέρ της χρεοκοπίας της χώρας. Όταν κάποιος που διατηρεί θέση αγοράς (long) σε CDS, ο κίνδυνος σε περίπτωση μη επαλήθευσης του στοιχήματός του (ότι θα χρεοκοπήσει η χώρα) μειώνεται αυτόματα. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει όταν κάποιος λαμβάνει θέση πώλησης (short-selling) στις αγορές μετοχών: ο κίνδυνος εάν δεν επαληθευτεί αυξάνει αυτόματα.
Δεδομένης της κατάστασης αυτής, στην τελευταία συνεδρίαση του Ecofin, οι υπουργοί Οικονομικών δεσμεύτηκαν για πρώτη φορά «να διαφυλάξουν την οικονομική σταθερότητα στο σύνολο της ευρωζώνης». Το Ecofin, ωστόσο, δεν έχει αναπτύξει ακόμη το μηχανισμό για να το πετύχει αυτό, καθώς δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από τους υφιστάμενους θεσμικούς μηχανισμούς –παρότι η Συνθήκη της Λισσαβόνας θεσμοθετεί την απαραίτητη νομική βάση.
Η πιο αποτελεσματική λύση θα ήταν η κοινή και μεμονωμένη έκδοση εγγυημένων ευρωομολόγων για την αναχρηματοδότηση, για παράδειγμα, του 75% του χρέους που λήγει, εφόσον η Ελλάδα συμμορφώνεται με τους συμφωνηθέντες στόχους, αφήνοντας τη χώρα να χρηματοδοτήσει το υπόλοιπο ποσοστό με τα δικά της μέσα. Η λύση αυτή θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση του κόστους χρηματοδότησης, ενώ αποτελεί ισοδύναμη εναλλακτική πρόταση της εκταμίευσης δανείων σε πακέτα από το ΔΝΤ υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις.
Επί του παρόντος, όμως, η λύση αυτή είναι πολιτικά ανέφικτη, καθώς η Γερμανία αρνείται κατηγορηματικά να παίξει το ρόλο της «βαθιάς τσέπης» για τους άσωτους εταίρους της. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αναπτυχθούν εναλλακτικοί προσωρινοί μηχανισμοί.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου είναι αποφασισμένη να κάνει ό,τι χρειαστεί για να σβήσει τα κακώς κείμενα του παρελθόντος, έχοντας εξασφαλίσει εντυπωσιακή λαϊκή στήριξη. Παρά τις μαζικές διαμαρτυρίες και την αντίσταση που προβάλλει η συντηρητική παράταξη του κυβερνώντος κόμματος, το ευρύ κοινό μοιάζει έτοιμο να αποδεχθεί τα μέτρα λιτότητας με την προϋπόθεση ότι βλέπει πρόοδο στην εξάλειψη των παρατυπιών σε δημοσιονομικό επίπεδο –και οι παρατυπίες είναι πάρα πολλές για να επιτρέψουν να σημειωθεί πρόοδος.
Η λήψη προσωρινών μέτρων βοήθειας, λοιπόν, είναι αρκετή για να εξασφαλίσει την επιτυχία στην Ελλάδα –αφήνοντας έξω, όμως, την Ισπανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία. Όλες αυτές οι χώρες μαζί αντιστοιχούν σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της ευρωζώνης, για το οποίο δεν επαρκούν τα προσωρινά μέτρα βοήθειας. Ακόμη και μετά την επιβίωση της Ελλάδας, το μέλλον της ευρωζώνης παραμένει αβέβαιο. Ακόμη και αν η ΕΕ ανταπεξέλθει στην τρέχουσα κρίση, τι θα συμβεί στην επόμενη;
Είναι σαφές τι χρειάζεται: περισσότερη παρεμβατική παρακολούθηση και θεσμικοί μηχανισμοί για την παροχή βοήθειας υπό όρους. Θεμιτή θα ήταν, επίσης, μια καλά οργανωμένη αγορά ευρωομολόγων. Το ερώτημα είναι εάν μπορεί να υπάρξει πολιτική βούληση για την ανάληψη των μέτρων αυτών.
Ο Τζορτζ Σόρος είναι πρόεδρος του Chairman Soros Fund Management και του Open Society Institute. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τίτλο «Τhe Crash of 2008».
Copyright: Project Syndicate, 2010
www.project-syndicate.org