Πολιτιστικά
Πέμπτη, 25 Μαρτίου 2010 07:15

Οι κινηματογραφικές ταινίες της εβδομάδας

Το καλλιτεχνικό έγκλημα του αιώνα

«Σε τεντωμένο σχοινί» (Man on wire)

Το 1974, ο καλλιτέχνης-«τρομοκράτης», Φιλίπ Πετίτ, κατόρθωσε να παρακάμψει την ασφάλεια των Δίδυμων Πύργων, πραγματοποιώντας το πιο τρελό του όνειρο: να περπατήσει πάνω σε ένα σχοινί που είχε τοποθετήσει ανάμεσα στα δύο κτίρια του World Trade Center.

Το καλλιτεχνικό έγκλημα του αιώνα

«Σε τεντωμένο σχοινί» (Man on wire)

Το 1974, ο καλλιτέχνης-«τρομοκράτης», Φιλίπ Πετίτ, κατόρθωσε να παρακάμψει την ασφάλεια των Δίδυμων Πύργων, πραγματοποιώντας το πιο τρελό του όνειρο: να περπατήσει πάνω σε ένα σχοινί που είχε τοποθετήσει ανάμεσα στα δύο κτίρια του World Trade Center.

Επί σαράντα πέντε λεπτά, ο νεαρός Γάλλος ταχυδακτυλουργός, χόρευε και γονάτιζε πάνω στο τεντωμένο σχοινί, παίζοντας με τα νεύρα των αστυνομικών που παρακολουθούσαν άφωνοι το απίστευτο θέαμα. Το ριψοκίνδυνο εγχείρημα μονοπώλησε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, «κλέβοντας» την παράσταση από τον πρόεδρο Νίξον, ο οποίος ανακοίνωνε την παραίτησή του σε λάθος στιγμή.

Το εκπληκτικό ντοκιμαντέρ του Τζέιμς Μαρς (Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ, Βραβείο Bafta Καλύτερης Ταινίας της Χρονιάς), ξετυλίγει την ιστορία του «καλλιτεχνικού εγκλήματος του αιώνα», όπως ονομάστηκε το κατόρθωμα του Φιλίπ Πετίτ.

Ωστόσο, ο εκκεντρικός Γάλλος περφόμερ δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει το σχέδιό του, χωρίς τη συμβολή της «συμμορίας» των φίλων του: η αγαπημένη του ¶νι, ο Ζαν Λουί, ο Ζαν Φρανσουά, ο ¶λμπερτ, ο Μαρκ Λιούις, ο Τζιμ Μουρ, ο Μπάρι Γκρινχάουζ, γνώριζαν το μυστικό του Φιλίπ Πετίτ- και παρότι δεν έλειψαν οι συγκρούσεις και οι αποχωρήσεις-τον βοήθησαν ο καθένας με τον τρόπο του.

Αυτούς τους «συνωμότες» ανακρίνει ο φακός του Τζέιμς Μαρς, συνδέοντας τις μαρτυρίες τους με ασπρόμαυρα, ρομαντικά φλας μπακ. Το πορτρέτο του επαναστατημένου Φιλίπ Πετίτ, συντίθεται μέσα από διαφορετικές διηγήσεις, ενώ δεν λείπουν και τα πιο αιχμηρά σχόλια των μελών της ομάδας για τους συντρόφους τους.

Ποιος ήταν λοιπόν ο Φιλίπ Πετίτ για τους φίλους του; Ήταν ένα χαρισματικό αγόρι που αντιδρούσε στην αυταρχική διαπαιδαγώγηση των γονιών του, ακροβατώντας σε τεντωμένο σχοινί, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Δεν τα πήγαινε καλά με την εξουσία και τους κανόνες: είχε αποβληθεί από αρκετά σχολεία, είχε συλληφθεί αρκετές φορές για τις «μαγικές απάτες» που σκάρωνε κάτω από τη μύτη των ανυποψίαστων περαστικών και γέμιζε τον ελεύθερο χρόνο του με ό, τι τον ευχαριστούσε. Η αυστηρή ανατροφή του, δεν του επέτρεπε να εμπλακεί σε κάτι που θα έβλαπτε το κοινωνικό σύνολο, του άρεσε όμως να περνάει τα όρια της νομιμότητας με παράτολμες πράξεις καλλιτεχνικής ευαισθησίας.

Η άλωση των Δίδυμων Πύργων από τον 23χρονο Φιλίπ, ήταν η φυσιολογική κατάληξη μιας ξέφρενης πορείας που είχε ξεκινήσει από τους δρόμους του Παρισιού: ο πρώτος σταθμός ήταν η παράνομη σχοινοβασία ανάμεσα στους δύο οβελίσκους της Notre Dame το 1971.

«Ήταν ενάντια στο νόμο, όχι όμως κάτι αμαρτωλό ή κακό… ήταν θαυμάσιο!», θυμάται ο φίλος του Ζαν Φρανσουά. Μεθυσμένος από την αδρεναλίνη ο νεαρός Φιλίπ, φεύγει για το Σίδνεϊ της Αυστραλίας και τοποθετεί, μαζί με τον αυστραλό συνεργάτη του Μαρκ Λιούις ένα σχοινί ανάμεσα στους βόρειους πυλώνες της γέφυρας Harbour.

Μετά από αυτές τις εμπειρίες ήταν πλέον έτοιμος να κυνηγήσει το πιο τρελό όνειρο της εφηβείας του, τους Δίδυμους Πύργους.

Ο Φιλίπ, είχε ερωτευτεί το World Trade Center από τότε που δημοσιεύονταν στις εφημερίδες τα πρώτα σχέδια των αδημιούργητων ακόμη Δίδυμων Πύργων. Το όνειρό του να συνδέσει τα δύο κτίρια με ένα σχοινί, είχε πάρει διαστάσεις εμμονής.

Δεν ήταν όμως απλώς τρελός, ήταν μεθοδικός και ευφυής. Ως άλλος στρατηγός, οργάνωσε τη δική του ομάδα και άρχισε τα ταξίδια στην Αμερική για να καταστρώσει τις λεπτομέρειες του σχεδίου. ¶λλωστε η ζωή του εξαρτιόταν από αυτές τις «λεπτομέρειες». Δημιούργησε λοιπόν μακέτες με τις ταράτσες των δύο κτιρίων, υπολόγισε τον άνεμο κι άρχισε τις προπονήσεις στη Γαλλία.

Για να συλλέξει τις απαραίτητες πληροφορίες είχε μεταμφιεστεί σε δημοσιογράφο, τραυματισμένο τουρίστα και εργάτη.

Όμως, όσο πιο πολύ πλησίαζε στη τελική φάση του σχεδίου του, τόσο περισσότερο τρόμαζαν οι φίλοι του. Δεν ήταν σίγουροι, αν η βοήθειά τους θα είχε θετικό αποτέλεσμα ή θα κατέληγε στην καταστροφή του Φιλίπ. Πέρα από τις αντικειμενικές τεχνικές δυσκολίες, είχαν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της ασφάλειας των Δίδυμων Πύργων και τη μεταφορά του ειδικού εξοπλισμού.

Ο Τζέιμς Μαρς, απογειώνει το ντοκιμαντέρ του εστιάζοντας τον φακό στις πιο κρίσιμες στιγμές της περιπέτειας του Φιλίπ Πετίτ. Ο θεατής μοιράζεται με τον Γάλλο θαυματοποιό τον ίλιγγο, την αγωνία αλλά και τη χαρά του απαγορευμένου. Αυτό που κάνει την πορεία προς τους Δίδυμους Πύργους τόσο συναρπαστική, είναι η προσήλωση στο στόχο, κόντρα στις ατυχίες της τελευταίας στιγμής.

Ο σκηνοθέτης δεν σκιαγραφεί το κατόρθωμα του Φιλίπ απλώς σαν ένα ρεκόρ ή μια νεανική τρέλα. Η σχοινοβασία αποκτά συμβολικές διαστάσεις, γίνεται ένα παράδειγμα ζωής.

Όπως τονίζει και ο ίδιος ο Πετίτ, το ρίσκο και η ελευθερία προσδίδουν νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η ταινία είναι βασισμένη στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του γάλλου καλλιτέχνη «To reach the clouds» και προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Odeon.

Σκηνές από ένα διαζύγιο

«Όταν έρχονται τα σύννεφα»

Το κοινωνικό δράμα του Ετόρ Ντάλια, ξετυλίγει τις σκοτεινές πτυχές της εφηβείας, με φόντο ένα διαλυμένο γάμο. Η ιστορία της ταινίας είναι μάλλον κοινότοπη, ωστόσο το ενδιαφέρον έγκειται στο ότι την παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια της δεκατετράχρονης Φιλίπα (Λόρα Νέιβα), η οποία ανακαλύπτει μέσα σε ένα καλοκαίρι τη σεξουαλικότητά της αλλά και τα ανομολόγητα προβλήματα της οικογένειάς της.

Ο Βενσάν Κασέλ, υποδύεται τον Ματία, έναν γοητευτικό συγγραφέα, ο οποίος μετά από κάποια χρόνια γάμου, τρία παιδιά και αλλεπάλληλες απιστίες, δεν ενοχλείται στην ιδέα μιας τυπικής συνύπαρξης με τη σύζυγό του Κλαρίς (Ντέμπορα Μπλοκ).

Η ρουτίνα του έγγαμου βίου όμως διαταράσσεται, όταν η Κλαρίς ερωτεύεται παράφορα τον κατά δέκα χρόνια νεότερο φοιτητή της και ζητά διαζύγιο. Τότε, οι ρόλοι αντιστρέφονται, ο Ματίας προσπαθεί να πείσει με κάθε τρόπο τη γυναίκα του να μην τον εγκαταλείψει, θέτοντάς της βασανιστικά διλήμματα σε σχέση με τα παιδιά και την ελευθερία της.

Οι διακοπές του ζευγαριού σε μια παραθαλάσσια εξοχική κατοικία, δεν αποφορτίζουν το αρνητικό κλίμα. Η Κλαρίς, βυθίζεται στο ποτό και την κατάθλιψη ενώ ο Ματίας συνεχίζει τις εξωσυζυγικές του περιπέτειες, αυτή τη φορά με τη νεαρή ¶ντζελα (Καμίλα Μπελ). Τα παιδιά είναι αμήχανοι θεατές των συγκρούσεων και της ψυχολογικής κατάρρευσης της μητέρας τους.

Η Φιλίππα, η μεγαλύτερη κόρη, αποφασίζει να εμπλακεί ενεργά στη σχέση των γονιών της, προσπαθώντας να τους φέρει αντιμέτωπους με τα σφάλματά τους. Το αποτέλεσμα της προσπάθειάς της δεν είναι το επιδιωκόμενο. Αντίθετα, θα γνωρίσει έναν καινούργιο κόσμο αβεβαιότητας, υποκρισίας και ερωτικού ανταγωνισμού.

Ο Ετόρ Ντάλια, καταδεικνύει τις ψυχολογικές δυναμικές που αναπτύσσονται σε μια διαλυμένη οικογένεια: τη μάταιη αναζήτηση του «ενόχου», τον φόβο της μοναξιάς, τις τύψεις αλλά και τις στρεβλωτικές αναπληρώσεις. Ως προς το τελευταίο κομμάτι, ο σκηνοθέτης επικεντρώνεται στο δεσμό του Ματία με την κόρη του Φιλίππα.

Και οι δύο χρησιμοποιούν τη μεταξύ τους σχέση, ως παρηγοριά από τις εντάσεις της ερωτικής τους ζωής. Όσο ανακουφιστική κι αν φαντάζει αυτή η εξέλιξη μετά από έναν μαραθώνιο συγκρούσεων, διαφαίνεται μια ανησυχητική τάση αλληλεξάρτησης, που δηλητηριάζει τις ανέμελες εικόνες συμφιλίωσης.

Ο Ετόρ Ντάλια, επέλεξε να τοποθετήσει χρονικά την ιστορία του τη δεκαετία του Ά80, όταν συντελούνταν σημαντικές αλλαγές στη βραζιλιάνικη κοινωνία. Τα πρώτα διαζύγια είχαν ξεκινήσει δειλά από τα τέλη της δεκαετίας του Ά70, αλλά τα κοινωνικά ταμπού δεν είχαν ξεθωριάσει.

Η ταινία, εμπεριέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του δημιουργού, ο οποίος είχε δοκιμαστεί σε νεαρή ηλικία από τον χωρισμό των γονιών του. Το έργο του δεν ξορκίζει απλώς τις επώδυνες αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων αλλά υμνεί και τα ωραιότερα τοπία της πατρίδας του. Η ταινία προβάλλεται από την Odeon

Τα βαμπίρ των αγορών

«2019: Νέα φυλή» (Daybreakers)

Το φουτουριστικό θρίλερ των αδελφών Σπρινγκ, προσθέτει στη μυθολογία των βαμπίρ λίγο πολιτικό προβληματισμό. Η απληστία, το κτηνώδες ένστικτο και η ψευδαίσθηση της απόλυτης δύναμης συνθέτουν την εικόνα ενός κλασικού βρικόλακα. Από την άλλη πλευρά όμως, τα ίδια χαρακτηριστικά μπορούμε να τα συναντήσουμε και σε έναν τυπικό γιάπι.

Το σκηνοθετικό δίδυμο από την Αυστραλία, υπονοεί ότι το οικονομικό σύστημα του λεγόμενου αναπτυγμένου κόσμου, κατακλύζεται από ορδές εκλεπτυσμένων τεράτων, σαν αυτά που συναντάμε στην ταινία τους.

Το σενάριο μας μεταφέρει στο 2019, όταν το ανθρώπινο είδος έχει επιλέξει τη μετάλλαξή του, με γνώμονα το συμφέρον: οι περισσότεροι έχουν μετατραπεί σε βαμπίρ προκειμένου να επωφεληθούν από την απίστευτη δύναμη και τη μακροζωία του νέου είδους.

Η υψηλή τεχνολογία και οι δυνατότητες της νέας, αιμοδιψούς φυλής, υπόσχονται μια διαφορετική ευτυχία, λίγο σκοτεινή, αλλά περισσότερο ελκυστική από την αβέβαιη ύπαρξη του παρελθόντος.

Στη νέα τάξη πραγμάτων, οι άνθρωποι θεωρούνται κατώτεροι και αναλώσιμοι. Το αίμα τους όμως σταδιακά γίνεται εξαιρετικά πολύτιμο, καθώς απειλούνται με ολοκληρωτικό αφανισμό. Μόνο το 5% της ανθρωπότητας έχει απομείνει για να θρέψει την ακόρεστη δίψα για αίμα των βαμπίρ.

Τα τελευταία αποθέματα σε «κόκκινο χρυσό» (αίμα) τα ελέγχει η πολυεθνική εταιρεία του δαιμόνιου επιχειρηματία Τσαρλς Μπρόμλεϊ (Σαμ Νηλ), που διεξάγει έρευνες για την ανακάλυψη ενός υποκατάστατου.

Στην ερευνητική ομάδα του Μπρόμλεϊ, συμμετέχει και ο αιματολόγος Έντουαρντ Ντάλτον (Ίθαν Χοκ), ένας βρικόλακας με μάλλον ανθρώπινες ευαισθησίες και ανησυχίες.

Οι αδελφοί Σπρινγκ, δημιουργούν μια φανταστική κοινωνία από βρικόλακες που κατά έναν περίεργο τρόπο μας είναι εξαιρετικά οικεία. Το μαύρο χιούμορ τους δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον σκοτεινό ρομαντισμό που συνοδεύει συνήθως τις ιστορίες των βαμπίρ.

Στην ταινία, η νέα φυλή στρέφεται στον κανιβαλισμό, αφού το ανθρώπινο αίμα είναι δυσεύρετο. Το αποτέλεσμα είναι άλλη μια μετάλλαξη, περισσότερο τρομακτική. Τα υποσιτισμένα βαμπίρ, κατρακυλούν στη βιολογική αλυσίδα και μεταμορφώνονται σε αποκρουστικά, επιθετικά πλάσματα, χωρίς λογική.

Οι αλλαγές αυτές επισύρουν την αντίδραση των διωκτικών αρχών κι αρχίζει ένα ανελέητο κυνήγι από το οποίο μπορούν να επιβιώσουν μόνο τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.

Τα περιθώρια επιβίωσης των διψασμένων για αίμα «υπερανθρώπων» στενεύουν και όλες οι ελπίδες εναπόκεινται πλέον στην επιστήμη.

Ο Έντουαρντ Ντάλτον, συνεχίζει την αναζήτηση του για το πολύτιμο υποκατάστατο του αίματος και ανακαλύπτει ότι η λύση βρίσκεται στα χέρια της μυστηριώδους Ώντρεϊ (Κλώντια Καρβάν) και μιας ομάδας ανθρώπων. Στο μεταξύ, ο Τσαρλς Μπρόμλεϊ, ο «ρυθμιστής των αγορών» , είναι αποφασισμένος να εκμεταλλευτεί τη νέα θεραπεία του Ντάλτον, για να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του.

Οι σκηνοθέτες ακολουθούν τη γνωστή συνταγή των ταινιών δράσης, με εντυπωσιακές σκηνές καταδίωξης και μπόλικο αίμα. Ωστόσο, το δικό τους στυλ διακρίνεται στη λοξή ματιά αυτού του περίεργου θρίλερ και στον υπόγειο σαρκασμό τους. Πρωταγωνιστούν οι Ίθαν Χοκ, Σαμ Νηλ, Ιζαμπέλ Λούκας, Στιβ Μπόιλ, Γουίλεμ Νταφόε. Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τη Σπέντζος Film.

Τέσσερις χρεοκοπημένοι και μια κηδεία

«Τέσσερα μαύρα κουστούμια»

Φευγάτο χιούμορ σε μια road movie ταινία που υμνεί τις αναποδιές της ζωής. Τέσσερις χρεοκοπημένοι νεκροθάφτες προσπαθούν να «βγουν σε επάνω κόσμο», εκπληρώνοντας-με το αζημίωτο-την τελευταία επιθυμία ενός πλούσιου ομογενή. Ο νεκρός στην αμφιλεγόμενη διαθήκη του δηλώνει ότι θα αφήσει όλη του την περιουσία σε όποιον φροντίσει ώστε να μεταφερθεί το φέρετρό του με τα πόδια από την Αθήνα μέχρι κάποιο χωριό της Βοιωτίας.

Τα τέσσερα «μαύρα κοστούμια» έχουν τους δικούς τους λόγους να συμμετάσχουν σε αυτή την περίεργη κηδεία: ο Μάκης Μεσσίας (Ρένος Χαραλαμπίδης) φιλοδοξεί να εγκαταλείψει την οικογενειακή επιχείρηση, ένα γραφείο τελετών που πνέει τα λοίσθια, για να ασχοληθεί με την εκτροφή αλόγων σε ιππόδρομο.

Ο ναρκισσισμός του διανθίζεται από ξαφνικές εκρήξεις οργής και διάφορες σουρεαλιστικές προλήψεις. Αυτός είναι ο «εγκέφαλος» της ιστορίας, μαζί με έναν αφερέγγυο δικηγόρο (Δημήτρης Πουλικάκος).

Ο Κυριάκος (Γιάννης Ζουγανέλης), είναι ένας αποτυχημένος ηθοποιός του ποιοτικού θεάτρου, ο οποίος αρνήθηκε να ξεπουλήσει την τέχνη του στην χυδαιότητα της τηλεόρασης. Επιβιώνει δουλεύοντας ως part time κοράκι. Μετά την παταγώδη αποτυχία της παράστασης που ανέβασε, πνίγεται σε διάφορα θαλασσοδάνεια και είναι αποφασισμένος για όλα. Περισώζει την κλονισμένη του αξιοπρέπεια με την αβρή συμπεριφορά του, ενώ του αρέσει να κερνάει χωρίς να έχει λεφτά.

Ο Μπάμπης (¶λκης Παναγιωτίδης), είναι ο παλιότερος και πιο συνειδητοποιημένος στο επάγγελμα. Έχει αριστοκρατικό προφίλ αλλά ο χρόνιος αλκοολισμός του έχει καταστρέψει την καλή του φήμη στα νεκροταφεία. Κυκλοφορεί με ένα κονιάκ της παρηγοριάς, προσπαθώντας να ξεπεράσει το θάνατο της οικογένειάς του.

Ο Κοσμάς (Τάκης Σπυριδάκης), υπήρξε αποτυχημένος ληστής και μόλις έχει βγει με αναστολή από τη φυλακή. Χαίρεται την «άπλα» της ελευθερίας αλλά έχει διατηρήσει τον τσαμπουκά του πρώην «εσώκλειστου». Ακολουθεί τον Μεσσία, γιατί δεν έχει κάποια άλλη εναλλακτική.

Οι τέσσερις «συνεργάτες», εμπλέκονται σε μια κωμικοτραγική περιπλάνηση, δοκιμάζοντας αλλεπάλληλες διαψεύσεις μέχρι να συμφιλιωθούν με τη μοίρα τους. Κατά τη διάρκεια του περίεργου ταξιδιού έρχονται αντιμέτωποι με τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες και τους προσωπικούς τους δαίμονες, για να φτάσουν, όπως και ο νεκρός στην προσωπική τους Ιθάκη.

Ο Κοσμάς συναντά τον δικό του Ιαβέρη, τον μισότρελο αστυνομικό Κύριλλο. Ο Κυριάκος ανακαλύπτει σε ένα πανηγύρι μια παλιά αγάπη του να υποδύεται τον γορίλα. Ο Μάκης συνειδητοποιεί ότι οι ελπίδες του για οικονομική ανάκαμψη ήταν …κάλπικες. Μόνο ο Μπάμπης διατηρεί τη θυμόσοφη στωικότητα ενός αλκοολικού.

Παρότι στα μισά της διαδρομής, τα τέσσερα κουστούμια θέλουν να ξεφορτωθούν το νεκρό Οδυσσέα τους, η ίδια η πραγματικότητα θα τους οδηγήσει στον τελικό προορισμό τους, στην ανακάλυψη ενός «θησαυρού» τόσο πολύτιμου όσο η πρώτη αγάπη.

Ο Ρένος Χαραλαμπίδης, σκιαγραφεί με τρυφερότητα και χιούμορ την εικόνα της ελληνικής επαρχίας. Ο φακός του εστιάζει στους φοβισμένους μετανάστες στα χωράφια, στο γνώριμο κιτς των πανηγυριών αλλά και στις χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες που συναντάμε στην εθνική οδό. H ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τη Nutopia

Το γαλλικό όνειρο μιας αμερικανίδας

«Νιάτα σε έξαψη» (Youth in revolt)

Oι νεαροί αμερικανοί λατρεύουν να διαβάζουν τις περιπέτειες του Νικ Τουίσπ, επειδή στο πρόσωπό του συγκεντρώνονται όλα τα κόμπλεξ και τα προβλήματα της εφηβείας: είναι παρθένος, έχει εμφάνιση σπασίκλα, κάνει γκάφες και η οικογενειακή του ζωή είναι μια τραγωδία. Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά και τον αστάθμητο παράγοντα του ανεκπλήρωτου έρωτα, τότε δεν είναι να απορεί κανείς που ο Ντάγκλας Πέιν, εμπνεύστηκε μια ολόκληρη σειρά βιβλίων («Υοuth in revolt») με ήρωα τον αδέξιο Νικ: το δεκαεξάχρονο αγόρι από την Καλιφόρνια είχε το σωστό λογοτεχνικό DNA για να μπλέκει σε κωμικοτραγικές περιπέτειες.

Ο Μιγκέλ Αρτέτα, προσπάθησε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τον δημοφιλή Νικ Τουίσπ, σκηνοθετώντας μια νεανική κομεντί, με πρωταγωνιστή τον Μάικλ Σέρα. Οι φρικτές «οικογενειακές διακοπές» του Νικ με τη διαζευγμένη μητέρα του (Τζιν Σμαρτ) και τον άξεστο σύντροφό της (Ζακ Γαλιφιανάκης) παίρνουν απροσδόκητη τροπή, χάρη στη γοητεία της Σίνι Σόντερς (Πόρσια Ντάμπλντεϊ).

Η νεαρή κοπέλα μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από τις ερωτικές φαντασιώσεις του Νικ και για κάποιον ανεξήγητο λόγο τον φλερτάρει. Μοναδικό εμπόδιο στην ολοκλήρωση του ειδυλλίου είναι η «επίσημη σχέση» της Σίνι με έναν εκπληκτικό τύπο και το ανεξήγητο κόλλημά της με τη γαλλική κουλτούρα.

Όταν οι διακοπές τελειώνουν, η Σίνι πετάει το γάντι στον αφελή θαυμαστή της: αν θέλει να την κερδίσει θα πρέπει να πείσει τη μητέρα του να τον ξεφορτωθεί και να τον στείλει στον πατέρα του (Στιβ Μπουσέμι). Η ίδια, αναλαμβάνει να βρει στον πατέρα του Νικ μια δουλειά που να βρίσκεται δίπλα στο σπίτι της.

Ο νεαρός, βλέποντας τις ελπίδες του για μια φυσιολογική ερωτική σχέση να ξεθωριάζουν, αποφασίζει να φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή του. Όσα έκανε μέχρι τότε αποδείχτηκαν λάθος γιατί τον οδήγησαν στη μιζέρια, οπότε μοναδική λύση φαντάζει η ακριβώς αντίθετη πορεία.

Δημιουργεί λοιπόν ένα οργισμένο alter ego, τον Φρανσουά, (ο Μάικλ Σέρα παίζει και τους δύο ρόλους) ο οποίος αναλαμβάνει να διορθώσει τα κακώς κείμενα με δυναμικό τρόπο. Ο Φρανσουά διαθέτει γαλλική γοητεία, διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ και βρώμικο μυαλό. Ούτε κι αυτός όμως δεν φαντάζεται την ίντριγκα που σκάρωσε η Σίνι, ώστε να δραπετεύσει από τους θρησκόληπτους γονείς της για να βρεθεί κοντά στο γαλλικό της όνειρο.

Όταν ο Νικ και ο Φρανσουά αντιληφθούν τα σχέδια της κοπέλας, οι κανόνες στο παιχνίδι θα αλλάξουν για άλλη μια φορά. Σουρεαλιστικό τόνο στην κωμωδία προσθέτουν τα «τριπ» των ναρκωτικών που ζωντανεύουν τα ερωτικά απωθημένα του ήρωα. Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Odeon

Πάσχα στην Ικαρία

«Νικαριά μου»

Η Ικαρία φαντάζει σχεδόν «εξωτική» σε έναν ξένο. Την αίσθηση αυτή δεν την προκαλεί η άγρια ομορφιά της αλλά η νοοτροπία των κατοίκων της. Ο Σπύρος Τέσκος, στο ντοκιμαντέρ του «Νικαριά μου», ξεδιπλώνει τα ήθη και τα έθιμα της ιδιαίτερης πατρίδας του, υμνώντας έναν τρόπο ζωής που απειλείται με εξαφάνιση.

Σε αυτό το άγονο νησί συντελέστηκε ένα μικρό θαύμα: οι κάτοικοι έκαναν την αλληλεγγύη και την ισότητα βασικούς κανόνες της κοινωνικής τους ζωής.

Οι μεγαλύτεροι, ως θεματοφύλακες της μνήμης, φωτίζουν αυτό το παράδοξο της ικαριώτικης κουλτούρας που έχει σφραγίσει τα έθιμά τους. Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο πασχαλινό γλέντι του νησιού, το αποκαλούμενο «Μνημόσυνο», πραγματοποιείται χάρη στις εθελοντικές προσφορές των κατοίκων. Όλοι συμμετέχουν ανάλογα με τις δυνατότητές τους, αλλά κανείς δεν γνωρίζει τη συμβολή του καθενός στη γιορτή.

Η περηφάνια και ο εγωισμός του ατόμου υποχωρεί μπροστά στη συλλογικότητα της ομάδας. Ο επικεφαλής του χορού, όσο ταλαντούχος κι αν είναι, παραχωρεί τη θέση του στον επόμενο μέσα σε ελάχιστα λεπτά.

Η συνήθεια της «παραγγελιάς» είναι άγνωστη. Θεωρείται απαράδεκτο να χορεύουν μόνο όσοι έχουν λεφτά για να «κεράσουν» την ορχήστρα. Η ίδια λογική διέπει και τις καθημερινές συναλλαγές τους.

Η αλληλεγγύη δεν ξεπέφτει στο επίπεδο της φιλανθρωπίας. Όσοι βρίσκονται σε ανάγκη δεν χρειάζεται να παρακαλέσουν για βοήθεια. Οι γείτονες σπεύδουν αυθόρμητα να συνδράμουν χωρίς να πληγώσουν την αξιοπρέπεια του διπλανού τους.

Ο Σπύρος Τέσκος, επιχειρεί με το ντοκιμαντέρ του να περιγράψει μια μικρή κοινωνία, χωρίς τάξεις ή οικονομικούς ανταγωνισμούς. Οι τρεις κάτοικοι, που ανοίγονται μπροστά στον φακό του σκηνοθέτη μοιάζουν αποφασισμένοι να διαφυλάξουν και στο μέλλον τον ιδιαίτερο κώδικα αξιών του νησιού τους.

Στο ντοκιμαντέρ εμφανίζονται οι Γιώργος Στενός, Χαράλαμπος Στρούπας, Γιώργος Κοχίλας, Γιάννης Κουτουφάρης, Λίνα Κούβδου, Θανάσης Πλατής, Φραντζέσκος Λαζαρίδης και όλοι οι κάτοικοι του χωριού ¶γ. Δημήτριος Ραχών Ικαρίας. Η διανομή του ντοκιμαντέρ γίνεται από τη New Star.

Δύσκολο πράγμα να είσαι παιδί…

«Τα παιδία δεν παίζει»

Σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή τέσσερα μικρά παιδιά αγωνίζονται να βρουν χώρο για παιχνίδι. Το ντοκιμαντέρ του Αργύρη Τσεπελίκα και της ¶γγελης Ανδρικοπούλου είναι γυρισμένο στην Πάτρα, αλλά το ίδιο σκηνικό αντικρίζουμε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη: το πράσινο και οι δημόσιοι χώροι μειώνονται και τα παιδιά περιορίζονται στη μιζέρια ενός διαμερίσματος, αγκαλιά με τον υπολογιστή.

Οι πόλεις θυμίζουν πλέον φυλακές, καθώς «τους λείπει η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά», όπως αναφέρει ένας στίχος του Καββαδία.

Όπως τονίζει η σκηνοθέτις ¶γγελη Ανδρικοπούλου: «Πριν από δύο χρόνια είδα για πρώτη φορά τον Χρήστο, τον μικρό μου αδελφό, να παίζει μπάλα στη γειτονιά του. Ενθουσιάστηκα γιατί δεν πίστευα ότι ακόμα υπάρχουν παιδιά που παίζουν στις γειτονιές. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο ήταν ότι η παρέα του αποτελείτο από παιδιά από την Αλβανία, την Ινδία, την Ουκρανία και την Ελλάδα που είχαν καταφέρει να συνυπάρχουν χωρίς το παραμικρό ίχνος διάκρισης, παρά μόνο αυτής που είχε να κάνει με το ποιος είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής».

Οι μικροί πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ, ηλικίας 9-14 ετών, είναι αρκετά πεισματάρηδες και ρομαντικοί ώστε να τα βάλουν με το τέρας της ελληνικής γραφειοκρατίας.

Η αιτία είναι η αδυναμία τους να βρουν κάποιο χώρο για να παίξουν ελεύθερα, χωρίς να κινδυνεύουν από διερχόμενα αυτοκίνητα ή εξαγριωμένους γείτονες.

Η Αλεξάνδρα, ο Βλαντ, η Χρύσα, ο Χρήστος και η υπόλοιπη παρέα των παιδιών, έχουν διαπιστώσει ότι δεν μπορούν πλέον να παίζουν κρυφτό στις πυλωτές των πολυκατοικιών. Εναποθέτουν όμως τις ελπίδες τους για λίγη χαρά σε ένα εγκαταλειμμένο οικόπεδο της γειτονιάς. Με αφοπλιστική αθωότητα ζητούν από τον Δήμαρχο της πόλης να δημιουργήσει εκεί ένα μικρό γήπεδο κι έτσι αρχίζει η περιπέτεια της ταινίας.

Τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με τα συμφέροντα των ιδιοκτητών της περιοχής, μαζεύουν υπογραφές, διαμαρτύρονται και μαθαίνουν να διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Επίσης παίρνουν μια γεύση από τις δαιδαλώδεις διατάξεις του ελληνικού δημοσίου, πηγαινοερχόμενα στο Δημαρχείο και την Πολεοδομία, ενώ παράλληλα μαθαίνουν να συνεργάζονται παρά το …εκρηκτικό ταμπεραμέντο τους.

Η κάμερα ακολουθεί τους μικρούς φίλους σε όλες τις δραστηριότητές τους, καταγράφοντας τους τσακωμούς, τα πειράγματα και τις συμφιλιώσεις. Οι σκηνοθέτες προσπαθούν να προβάλλουν με διακριτικό τρόπο και τα κοινωνικά προβλήματα που κρύβονται πίσω από τα χαμόγελα της παρέας: διαλυμένες οικογένειες, συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς, οικονομικά προβλήματα και χαμηλές επιδόσεις στο σχολείο κλέβουν ένα μέρος της παιδικής ξεγνοιασιάς.

Οι μεγάλοι, επηρεασμένοι από τη δύσκολη πραγματικότητα, δηλητηριάζουν άθελά τους τον αυθορμητισμό των μικρών πρωταγωνιστών με την καχυποψία τους.

«Μην εμπιστεύεσαι κανέναν έξω από την πόρτα του σπιτιού», δηλώνει ένας από αυτούς. Το συγκινητικό όμως είναι ότι η προσπάθεια των παιδιών να κατοχυρώσουν το δικαίωμά τους στο παιχνίδι, τα κάνει πιο διεκδικητικά και στις οικογενειακές τους σχέσεις. Σταδιακά, βρίσκουν το θάρρος να απαιτήσουν από τους ενήλικες την αγάπη και την προσοχή που χρειάζονται. Έχουν πλέον ωριμάσει.

Το θετικό είναι ότι μετά από δύο χρόνια αγώνα και μια κινηματογραφική ταινία, ο δήμαρχος της Πάτρας, κ. Φούρας υπέδειξε επιτέλους στους μικρούς σταρ, τον χώρο που μπορεί να τους παραχωρήσει. Η ταινία προβάλλεται από την Feelgood Entertainment.

ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΙΚΟΥ