Πολιτική
Πέμπτη, 24 Οκτωβρίου 2002 12:51

Επερώτηση της Ν.Δ. για την κατάσταση στον αγροτικό τομέα

Η απογοητευτική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο αγροτικός κόσμος της χώρας, εξ αιτίας της αδιέξοδης κυβερνητικής πολιτικής είναι το θέμα επερώτησης προς τον υπουργό Γεωργίας, που κατετέθη σήμερα στη Βουλή, την οποία υπογράφουν ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κώστας Καραμανλής και όλοι οι βουλευτές του κόμματος.

Το κείμενο της επερώτησης είναι το ακόλουθο :

«Τα ήδη γνωστά αδιέξοδα στον αγροτικό τομέα οξύνονται και διευρύνονται. Τα επίσημα στοιχεία επιβεβαιώνουν τις καίριες επισημάνσεις μας ότι:

* Ο κρατικός μηχανισμός και οι υπηρεσίες στήριξης του αγρότη είναι σε κατάσταση κομματικής αιχμαλωσίας και διάλυσης. Χάνονται και γενικότερα δεν αξιοποιούνται αποδοτικά οι κοινοτικοί πόροι. Το κόστος παραγωγής αυξάνεται ανεξέλεγκτα. Τα αγροτικά προϊόντα, δεν διατίθενται με ικανοποιητικούς όρους για τους παραγωγούς, ενώ οι τιμές που πληρώνει ο καταναλωτής είναι διογκωμένες. Υπάρχει συνεχής μείωση του αγροτικού εισοδήματος. Υπάρχει μείωση του οικονομικά ενεργού αγροτικού πληθυσμού. Εγκαταλείπεται η περιφέρεια.

Συγκεκριμένα:

1. Εχουν χαθεί σημαντικές μάχες κατά τη συζήτηση κρίσιμων αγροτικών θεμάτων στα αρμόδια όργανα της Ε.Ε., με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται η θέση των παραγωγών βάμβακος, καπνού, σκληρού σταριού, οπωροκηπευτικών, λαδιού, ρυζιού, αμπελοοινικών καθώς και κτηνοτροφικών προϊόντων.

2. Υπάρχει συνεχής μείωση του αγροτικού εισοδήματος. Ειδικότερα:

* Αυξάνεται συνεχώς το κόστος παραγωγής (το 1ο εξάμηνο 2002 κατά 2,7%) και οι πάσης φύσεως επιβαρύνσεις των αγροτών. Αυξάνονται τα χρέη του αγροτικού κόσμου, λόγω των υψηλών τόκων και πανωτοκίων της ΑΤΕ. Τα τέλη κυκλοφορίας των αγροτικών αυτοκινήτων αυξήθηκαν μέχρι και κατά 400%.

* Μειώνονται οι τιμές παραγωγού των αγροτικών προϊόντων (το 1ο εξάμηνο 2002 κατά 10,3%).

Ενδεικτική της εισοδηματικής κατάστασης των αγροτών είναι η μείωση του εισοδηματικού δείκτη κατά απασχολούμενο στη Γεωργία.

Σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της Eurostat (23/4/2002) ο εισοδηματικός δείκτης κατά απασχολούμενο στη Γεωργία διαμορφώθηκε, το 2001 για την Ελλάδα, στις 99,4 μονάδες με βάση 100 το 1995 (μέσος όρος τριετίας 1994–95–96) τη στιγμή που για τις άλλες μεσογειακές χώρες της Ε.Ε., έφθασε στο 119,1 για την Πορτογαλία, το 118,2 για την Ισπανία, το 115,0 για την Ιταλία και το 108,6 για τη Γαλλία.

3. Οι κρατικές υπηρεσίες στήριξης των αγροτών (για παροχή γεωτεχνικών συμβουλών, για διοικητικούς ελέγχους, για αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων του Γ' Κ.Π.Σ., για την ασφάλεια των τροφίμων κ.λπ.) έχουν, στην κυριολεξία διαλυθεί. Αποτέλεσμα είναι η ταλαιπωρία των αγροτών, οι σημειούμενες αδικίες και η απώλεια αναπτυξιακών δυνατοτήτων γενικότερα.

4. Παρατηρείται πρωτόγνωρη καθυστέρηση στην καταβολή των επιδοτήσεων της Ε.Ε., με εμφανή τον κίνδυνο μεγάλων απωλειών. Οι συνεχώς επαναλαμβανόμενες κυβερνητικές διαβεβαιώσεις, για καταβολή των αποζημιώσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα, συνεχώς διαψεύδονται.

5. Οι αποζημιώσεις είναι συνήθως ανεπαρκείς, εξαιτίας της πάγιας πρακτικής να υποεκτιμούνται οι ζημιές που υφίσταται ο αγροτικός κόσμος. Επίσης, δεν καλύπτονται από τον ΕΛΓΑ όλοι οι κίνδυνοι, με αποτέλεσμα να ζητούμε εκ των υστέρων από την Ε.Ε. να εγκρίνει την κάλυψη μεγάλου μέρους των αποζημιώσεων, όχι από νέους κοινοτικούς πόρους (όπως διεκδικούν οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί για τις πρόσφατες πλημμύρες) αλλά είτε από εθνικούς πόρους είτε με ανακατανομή πόρων, ήδη εγκεκριμένων για τη χώρα μας, από κοινοτικά προγράμματα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με επίσημα κυβερνητικά στοιχεία, για τις ζημιές του Δεκεμβρίου 2001 και Ιανουαρίου 2002, ο ΕΛΓΑ καταβάλλει 20 δισ. δρχ, ενώ μέσω ΠΣΕΑ ζητείται η καταβολή 101 δισ. δρχ. Δηλαδή, ο ΕΛΓΑ καταβάλλει μόνο το 16,6% των καταγεγραμμένων, από τις κρατικές υπηρεσίες, αγροτικών ζημιών, αλλά και για αυτό δεν έχουν εξασφαλιστεί ακόμα επαρκή κονδύλια. Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ οι πληγέντες αγρότες προκατέβαλαν αυξημένες (και μάλιστα κατά 320%) δαπάνες για εκτιμητικά ζημιών, τελικά δεν λαμβάνουν καμία αποζημίωση, διότι ο ΕΛΓΑ υποεκτιμά την ζημιά σε επίπεδα κάτω του 20%.

6. Μειώνονται σημαντικά οι επενδύσεις στον αγροτικό τομέα και δεν προωθούνται τα διαρθρωτικά αναπτυξιακά αγροτικά προγράμματα του Γ' ΚΠΣ (νέοι αγρότες, σχέδια βελτίωσης, πρόωρες συντάξεις, δασώσεις, εξισωτική) με κίνδυνο σοβαρών απωλειών. Εκτός από ορισμένα κονδύλια του προγράμματος νέων αγροτών, που καταβλήθηκαν μόλις πρόσφατα, με καθυστέρηση από το τέλος του 2001, δεν έχει διατεθεί ουσιαστικά τίποτα από το Γ' ΚΠΣ στους αγρότες.

7. Δεν εκτελούνται ή καθυστερούν τα αναγκαία εγγειοβελτιωτικά και αρδευτικά έργα (ενώ ο κίνδυνος λειψυδρίας γίνεται εφιαλτικός). Φαίνεται ξεκάθαρα ότι με τους σημερινούς ρυθμούς εκτέλεσης των έργων θα χρειαστούν πολλές δεκαετίες για την ολοκλήρωσή τους, παρά τις αντίθετες ρητές κυβερνητικές υποσχέσεις.

8. Καμμιά από τις πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, ανεξάρτητα από την προβληματικότητα του περιεχομένου τους, δεν εφαρμόζεται στην πράξη, αφού δεν εκδίδονται οι ανάλογες εφαρμοστικές πράξεις. Ενδεικτικές είναι οι αναφορές στην καθυστέρηση της καταβολής των επιδοτήσεων στους αγρότες από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, καθώς και των αποζημιώσεων του ΕΛΓΑ, οι αναφορές στη μη ενημέρωση και λειτουργία του μητρώου αγροτών και των άλλων μητρώων (ελαιοκομικού, αμπελουργικού), οι αναφορές στην αγροτική εκπαίδευση, την προβληματική λειτουργία των ομάδων παραγωγών, το αλαλούμ που επικρατεί στις αγοραπωλησίες αγροτικής γης (ΑΓΡΟΓΗ), και το ΕΘΙΑΓΕ.

9. Διευρύνεται ανησυχητικά το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων, που έφθασε στα –358,85 δις. δρχ. το 2000 και εκτιμάται περισσότερο αυξημένο το 2001, αφού για το πρώτο εξάμηνο διαμορφώθηκε στα –258,54 δισ. δρχ. Δεν διευκολύνεται, όπως απαιτούν τα νέα δεδομένα, η διάθεση ποιοτικών αγροτικών προϊόντων μας στην εσωτερική και στις ξένες αγορές.

10. Δεν ελέγχεται η ασφάλεια και η υγιεινή των τροφίμων, με αποτέλεσμα να ζημιώνεται ο καταναλωτής και να πλήττεται η φήμη των προϊόντων μας, εξ αιτίας και των αυστηρών παρατηρήσεων από αρμόδια κοινοτικά όργανα.

11. Απέτυχε πλήρως το πρόγραμμα εξυγίανσης της ΑΤΕ, παρά την τεράστια κεφαλαιακή ενίσχυσή της από το υστέρημα του Ελληνα φορολογούμενου. Η χρησιμοποίηση της λεγόμενης δημιουργικής λογιστικής μπορεί να αλλοιώνει την εικόνα, αλλά όχι και την αρνητική πραγματικότητα. Αυτό, άλλωστε, πιστοποιείται και από τις δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας κ. Ν. Χριστοδουλάκη, σύμφωνα με τις οποίες τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονται στα 900 δισ. δρχ., τη στιγμή που τα ίδια κεφάλαια της Τράπεζας είναι περίπου 640 δισ. δρχ.

Οι επισφάλειες της ΑΤΕ, όχι μόνο δεν τίθενται υπο έλεγχο, αλλά αντίθετα αυξάνονται και πληθαίνουν, γιατί ακολουθείται αδιέξοδη πιστωτική πολιτική, προσαρμοσμένη αποκλειστικά και μόνον στην υπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων.

Τα επιτόκια της ΑΤΕ, για τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, παρά την επιδότησή τους από το Δημόσιο (που φθάνει μέχρι και δύο ποσοστιαίες μονάδες) εξακολουθούν να παραμένουν υψηλότερα σε σύγκριση με εκείνα του τραπεζικού ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα τα επιτόκια της ΑΤΕ για βραχυπρόθεσμο δανεισμό είναι 7,5% (5,50% που πληρώνουν οι αγρότες +2% επιδότηση Δημοσίου), ενώ της Εμπορικής είναι 6%, της ALPHA 6% και της Εθνικής 6,5%.

12. Καμμία ουσιαστική εξυγίανση των συνεταιρισμών δεν έχει γίνει, παρά την περί του αντιθέτου κυβερνητική ρητορική, αφού οι συνεταιριστικές οργανώσεις (στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους) είναι υπερχρεωμένες και οδηγούνται σε οικονομικό αδιέξοδο. Σημειώνεται ότι μόνο για την κάλυψη χρεών συνεταιριστικών οργανώσεων και την κεφαλαιακή ενίσχυση της ΑΤΕ, από το 1994 μέχρι σήμερα, έχουν δοθεί από το Δημόσιο περισσότερα από 2 τρισ. δρχ. (ποσό που υπερβαίνει το διπλάσιο, των πόρων που έχουν κατανεμηθεί από το 2ο πακέτο Ντελόρ για τη Γεωργία) και μάλιστα χωρίς να έχει επιτευχθεί η οικονομική εξυγίανσή τους.

Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι να εγκαταλείπεται και να ερημώνει η ύπαιθρος, αφού το αγροτικό επάγγελμα δεν είναι πλέον ελκυστικό για τους νέους και η αγροτική δραστηριότητα απαξιώνεται όλο και περισσότερο. Ενδεικτική της κατάστασης αυτής είναι η παρατηρούμενη μείωση του οικονομικά ενεργού αγροτικού πληθυσμού περίπου κατά 40.000 ετησίως, αφού σε κάθε τρεις αγρότες που εγκαταλείπουν τον αγροτικό τομέα αντιστοιχεί μόνο ένας αντικαταστάτης. Οπως επίσης και η γήρανση του αγροτικού πληθυσμού που απεικονίζεται εύγλωττα στα επίσημα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία, ο μέσος όρος ηλικίας των αγροτών είναι τα 57 έτη. Περίπου ο μισός αγροτικός πληθυσμός (το 47%) είναι άνω των 55 ετών.

Για όλα αυτά η κυβέρνηση και ο αρμόδιος υπουργός Γεωργίας δηλώνουν «ότι οι αγρότες πρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους», ακολουθούν ηττοπαθή στάση κατά τις συζητήσεις, για την ενδιάμεση αναθεώρηση της ΚΑΠ και επιδεικνύουν αναποτελεσματικότητα στην υπεράσπιση των καλώς νοούμενων συμφερόντων του αγροτικού κόσμου.

Κατόπιν των ανωτέρω : Επερωτάται ο κ. υπουργός Γεωργίας για την απογοητευτική κατάσταση, στην οποία βρίσκεται ο αγροτικός κόσμος και την κυβερνητική πολιτική (έλλειψη προγράμματος, ανεπάρκεια και αδιαφορία) που οδηγεί τη γεωργία μας στη σημερινή πρωτόγνωρη κρίση, όπως προκύπτει από τα παραπάνω αδιάσειστα στοιχεία και δεδομένα».