Τα υποκατάστατα του έρωτα
«Υποψία»
Ο Ατόμ Εγκογιάν μεταφέρει ένα γαλλικό ερωτικό τρίγωνο σε νέο φόντο, για να αναδείξει τις ψυχολογικές πτυχές της ερωτικής εξάρτησης. Η ιστορία του αντλεί αρκετά στοιχεία από το δράμα της Αν Φοντέιν, «Ναταλί», με τους Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Εμανουέλ Μπεάρ και Φανί Αρντάν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Τα υποκατάστατα του έρωτα
«Υποψία»
Ο Ατόμ Εγκογιάν μεταφέρει ένα γαλλικό ερωτικό τρίγωνο σε νέο φόντο, για να αναδείξει τις ψυχολογικές πτυχές της ερωτικής εξάρτησης. Η ιστορία του αντλεί αρκετά στοιχεία από το δράμα της Αν Φοντέιν, «Ναταλί», με τους Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Εμανουέλ Μπεάρ και Φανί Αρντάν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Και στα δυο φιλμ, η Κάθριν ανακαλύπτει τα ερωτικά παραστρατήματα του συζύγου της και προσλαμβάνει μια πόρνη για να τον αποπλανήσει. Στόχος της είναι να διαπιστώσει μέχρι ποιου σημείου έχει φθαρεί ο γάμος της, αλλά η συνέχεια, είναι μάλλον απρόσμενη. Η ηρωίδα, νιώθει μια περίεργη έξαψη όταν ακούει τα ερωτικά κατορθώματα του συντρόφου της από το στόμα της νεαρής πόρνης.
Ο Ατόμ Εγκογιάν, σκηνοθετεί το ερωτικό θρίλερ του σαν μια παραβολή για τις σύγχρονες νευρώσεις. Η Κάθριν (Τζουλιάν Μουρ), παγιδευμένη σε μια συμβατική ζωή δεν έχει απλώς λησμονήσει την τέχνη του έρωτα, έχει χάσει την ταυτότητά της.
Οι δύο άντρες της ζωής της, ο γιος και ο σύζυγος (Λίαμ Νίσον) έχουν απομακρυνθεί από κοντά της, αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Η ταύτιση μαζί τους είναι πλέον αδύνατη: η ηρωίδα δεν γνωρίζει τα προβλήματά τους ούτε την ερωτική τους ζωή που την κρατούν πεισματικά κρυφή, με ψέματα, καβγάδες και ανεξήγητες απουσίες.
Με το χρόνο να διαβρώνει τα τελευταία αποθέματα της αυτοπεποίθησής της, η Κάθριν, αναζητά σε υποσυνείδητο επίπεδο κάποιο νέο πρόσωπο να την υποκαταστήσει. Η ίδια νιώθει πλέον πολύ γριά και αδύναμη ώστε να διεκδικήσει τον Ντέιβιντ και τον χαμένο ερωτισμό της.
Ως από μηχανής Θεός εμφανίζεται μια νεαρή γοητευτική πόρνη η Χλόη (Αμάντα Σίφριντ). Οι δύο γυναίκες συναντιούνται τυχαία και αναπτύσσεται μεταξύ τους μια περίεργη σχέση αλληλεξάρτησης. Η Κάθριν, προσπαθώντας να ελέγξει το σύζυγό της, ανακαλύπτει την επώδυνη γοητεία του απαγορευμένου, μέσα από ένα σχεδόν ηδονοβλεπτικό παιχνίδι.
Και η Χλόη όμως σταδιακά προσκολλάται στην περίεργη σχέση της με την Κάθριν, αναζητώντας στην ώριμη γυναίκα την τρυφερότητα που της λείπει.
Ο Εγκογιάν προσδίδει στα αντικείμενα και στις μικρές λεπτομέρειες της καθημερινότητας συμβολικό περιεχόμενο για να αναδείξει τις εμμονές των πρωταγωνιστών που πηγάζουν από μια απώλεια: είτε πρόκειται για ένα φαινομενικά αθώο χτενάκι στα μαλλιά, ένα μουσικό κομμάτι, κάποιο άρωμα ή ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνες γόβες, ο σκηνοθέτης, μας προσκαλεί να δούμε πίσω από τον απροκάλυπτο φετιχισμό των ηρώων, τις φοβίες που κρύβονται.
Ο έρωτας αποθεώνεται ως το έσχατο αντίδοτο για τις ανομολόγητες ανησυχίες της ψυχής: το πέρασμα του χρόνου και το δέος μπροστά στο θάνατο. Στο φροϋδικό καμβά του έργου, ο Εγκογιάν προσθέτει λίγες πινελιές χιτσκοκικού σασπένς, ενώ το φινάλε παρά το επιφανειακά συμβατικό χαρακτήρα του, κρύβει μια δηλητηριώδη λεπτομέρεια: μια ρωγμή στην βιτρίνα οικογενειακής ευτυχίας. Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Odeon.
Δύσκολες εποχές για θαύματα
«Προσκύνημα στη Λούρδη»
Η ανθρώπινη αμηχανία μπροστά στο θαύμα, σε ένα πολυεπίπεδο δράμα με αυστηρή, «χριστιανική» αισθητική και φιλοσοφικές προεκτάσεις. Η σκηνοθέτις εκθέτει τους ψυχολογικούς μηχανισμούς της πίστης, την εμπορευματοποίηση του πόνου αλλά και τα πάθη που πηγάζουν από τη δυστυχία.
Η Αυστριακή Τζέσικα Χάουσνερ στην τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της, φαίνεται επηρεασμένη από τον συμπατριώτη της Χάνεκε, στον τρόπο με τον οποίο σκιαγραφεί τα πρόσωπα της ιστορίας της.
Η κεντρική ηρωίδα ,η Κριστίν, (ιδανική στο ρόλο η Σιλβί Τεστάντ), πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας και βρίσκεται καθηλωμένη σε αναπηρική πολυθρόνα. Εξαρτημένη από τους άλλους, ακόμη και για τις βασικές ανάγκες της, έχει βρει διέξοδο στον θρησκευτικό τουρισμό. Ταξιδεύοντας, η Κριστίν ξεφεύγει λίγο από την σκληρή καθημερινότητα της ασθένειάς της και παρότι δε διακρίνεται για τα θρησκευτικά της αισθήματα, δέχεται με ανακούφιση τη φροντίδα της Εκκλησίας.
Η οπτική της αλλάζει όταν επισκέπτεται τη Λούρδη, θρυλικό τόπο προσκυνήματος, στα Πυρηναία Όρη, όπου συρρέουν χιλιάδες χριστιανοί αναμένοντας το θαύμα που θα μεταμορφώσει τη ζωή τους.
Το πρώτο μέρος της ταινίας, με τα γενικά πλάνα και τους αργούς ρυθμούς, υποβάλλει τον θεατή στη ρουτίνα του θρησκευτικού τελετουργικού: οι επαναλαμβανόμενες προσευχές, η εναγώνια αναζήτηση παρηγοριάς, οι ελπίδες αλλά και οι κρυφές αμφιβολίες των πιστών, διανθίζουν τις σκηνές του προσκυνήματος.
Η Χάουσνερ σκιαγραφεί παράλληλα την τραγωδία των ανθρώπων που πάσχουν από χρόνιες ασθένειες: τα αισθήματα οργής, την αδυναμία να βρουν κάποιο νόημα στη ζωή τους αλλά και την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα.
Ωστόσο, η πένθιμη ατμόσφαιρα διακόπτεται ξαφνικά από ένα θαύμα: η Κριστίν ανακτά ένα μεγάλο μέρος της κινητικότητάς της και εμφανίζεται έτοιμη να διεκδικήσει τον έρωτα. Το περιστατικό, ενώ αρχικά εμφανίζεται ελπιδοφόρο για τους συνταξιδιώτες της, σταδιακά καθιστά την Κριστίν αντικείμενο φθόνου.
Γιατί ο Θεός επέλεξε τη συγκεκριμένη γυναίκα κι όχι κάποιον άλλο με μεγαλύτερη πίστη; Το θαύμα είναι αυθαίρετο ή αποτελεί το επιστέγασμα μιας χριστιανικής πορείας; Το θαύμα συντελείται μόνο σε σωματικό ή και ψυχολογικό επίπεδο;
Η μυστηριώδης θεραπεία της Κριστίν λειτουργεί σαν θρυαλλίδα ώστε να βγουν στην επιφάνεια η υποκρισία και η κακία, πίσω από το απατηλό πέπλο της ευσέβειας και της ασκητικής προσήλωσης στον πλησίον.
Η ιστορία αποκτά διαστάσεις ψυχολογικού θρίλερ, παρά τις επί μέρους κωμικές πινελιές. Η ματιά της Χάουσνερ, ειρωνική και διεισδυτική, αφήνει περιθώρια στον θεατή να επιλέξει τη δική του ερμηνεία, ανάλογα με τις πεποιθήσεις του.
Η ταινία έχει διπλή ανάγνωση: στο επίκεντρο δεν βρίσκεται μόνο η θρησκεία αλλά και η ατελής ανθρώπινη φύση που δεν αποδέχεται εύκολα την ευτυχία και την ανεξαρτησία του άλλου. Σε συμβολικό επίπεδο, η ασθένεια παρουσιάζεται ως καθήλωση σε ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, από τον οποίο αδυνατούμε να ξεφύγουμε, επειδή ο χρόνος μας έχτισε μια οικεία φυλακή.
Πρωταγωνιστούν οι Σιλβί Τεστάντ, Μπρούνο Τοντεσίνι, Λέα Σεϊντό, Ελίνα Λόουνσον. Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τη Nutopia.
Ο συνταξιούχος πήρε το όπλο του
«Χάρι Μπράουν»
Πολλοί σκηνοθέτες έχουν προσπαθήσει να φωτίσουν τα αίτια της εγκληματικότητας, εστιάζοντας το φακό τους στην εσωτερική δομή των συμμοριών. Στην πρώτη μεγάλη μήκους ταινία του, ο Ντάνιελ Μπάρμπερ ακολουθεί ακριβώς την αντίθετη διαδρομή: παρακολουθούμε την έκρηξη της βίας στις κακόφημες γειτονιές του Λονδίνου, μέσα από τη ματιά του θύματος που σταδιακά μετατρέπεται σε αυτόκλητο άγγελο-τιμωρό.
Στις πρώτες σκηνές της ταινίας, δύο τοξικομανείς πυροβολούν αδιακρίτως και σκοτώνουν μια νεαρή μητέρα. Οι γρήγορες κινήσεις της κάμερας αποδίδουν τόσο την πνευματική σύγχυση των δραστών, όσο και την αγωνία της αιμόφυρτης γυναίκας. Είναι το πρώτο σοκ, ένα δείγμα της τυφλής βίας που θα κληθεί να αντιμετωπίσει σε λίγο ο φιλήσυχος συνταξιούχος, Χάρι Μπράουν.
Ο ήρωας πληροφορείται από τα Μ.Μ.Ε. την είδηση της περίεργης δολοφονίας, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ότι το περιστατικό σηματοδοτεί ένα φαινόμενο που εξαπλώνεται σαν μολυσματική ασθένεια στις γειτονιές της πόλης.
Αναμένοντας το δικό του τέλος, μετά το θάνατο της αγαπημένης του συζύγου, ο Χάρι Μπράουν έχει αναπτύξει μια γαλήνια στωικότητα. Αντίθετα, ο μοναδικός φίλος και συνομήλικός του Λέοναρντ ¶τγουελ (Ντέιβιντ Μπράντλεϊ) νιώθει να ασφυκτιά από τις νεανικές συμμορίες που διακινούν ναρκωτικά στην περιοχή και απειλούν κάθε τόσο την ακεραιότητά του.
Ο Λέοναρντ αγνοεί τις συμβουλές του Χάρι για ήπια συμπεριφορά και μοιάζει να ελκύεται από την ιδέα της αυτοδικίας. ¶λλωστε η προστασία της αστυνομίας είναι ανεπαρκής και η οργή του ξεχειλίζει όταν κάποιος βάζει φωτιά στην είσοδο του σπιτιού του. Η επιθετικότητα του όμως δεν έχει θετική έκβαση, καθώς βρίσκεται χτυπημένος μέχρι θανάτου σε μια υπόγεια διάβαση.
Την εξιχνίαση της υπόθεσης αναλαμβάνει η ευσυνείδητη αστυνομικός, Φράμπτον (Έμιλι Μόρτιμερ) μαζί με τον γραφειοκράτη συνάδελφό της Τσάιλντς.
Στις πρώτες ανακρίσεις, ο Μπάρμπερ σκιαγραφεί με τα μελανότερα χρώματα τους νεαρούς υπόπτους: στο τελευταίο στάδιο της ηθικής εξαχρείωσης, εξαρτημένοι από τα ναρκωτικά και εθισμένοι στη βία μοιάζουν να έχουν χάσει κάθε ελπίδα για το μέλλον.
Ο σκηνοθέτης ρίχνει μια βιαστική ματιά στο περιβάλλον τους, στις οικογένειες που διαλύονται από τον αλκοολισμό και την οικονομική εξαθλίωση, στις αρνητικές επιρροές από τους συνομηλίκους τους κ.τ.λ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Νόελ Γουίντερς (Μπεν Ντριου), ο άτυπος ηγέτης της ομάδας, ο οποίος ακολουθεί τα βήματα του φυλακισμένου πατέρα του, εκβιάζοντας και τρομοκρατώντας τη μικρή γειτονιά του.
Ο Μπάρμπερ φαίνεται όμως να ενδιαφέρεται περισσότερο για την ψυχολογία του Χάρι Μπράουν, ο οποίος μετατρέπεται σε σκοτεινό εκδικητή, αφού έχει εξαντλήσει όλα τα περιθώρια ανοχής.
Ο πρώτος φόνος του Χάρι Μπράουν μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη αυτοάμυνα. Οι υπόλοιπες κινήσεις του όμως είναι προμελετημένες. Από το ερειπωμένο διαμέρισμα του δολοφονημένου Λέοναρντ, ο Χάρι Μπράουν καταστρώνει τη δική του εκδίκηση και η ντετέκτιβ Φράμπτον αρχίζει να ενδιαφέρεται για τις περίεργες συνήθειες του υπεράνω πάσης υποψίας άντρα.
Η μετατροπή του θύματος σε θύτη και ο φαύλος κύκλος της βίας δεν ωθούν τον Μπάρμπερ σε μια πολιτικά ορθή προσέγγιση. Η ταινία του αντανακλά το αδιέξοδο των σύγχρονων μεγαλουπόλεων με την ανεξέλεγκτη εγκληματικότητα.
Στον ορίζοντα δεν διαφαίνονται λύσεις αλλά ανακύκλωση των ίδιων προβλημάτων.
Πρωταγωνιστούν οι Μάικλ Κέιν, Έμιλι Μόρτιμερ, Λίαμ Κάνιγκχαμ, Μπεν Ντριου, Τσάρλι Κριντ Μάιλς, Ντέιβιντ Μπράντλεϊ. H ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Odeon.
Ρέκβιεμ για τον Νίκολας Ρέι
«NicΆs film: Αστραπή πάνω στο νερό»
Επανέκδοση του αιρετικού ντοκιμαντέρ του Βιμ Βέντερς για τις τελευταίες μέρες του διάσημου σκηνοθέτη Νίκολας Ρέι. Από τις εμβληματικές μορφές του αμερικάνικου κινηματογράφου, ο Νίκολας Ρέι σκηνοθέτησε αριστουργήματα όπως τον «Επαναστάτη χωρίς αιτία» και το νουάρ γουέστερν «Τζόνι Γκιτάρ».
Οι πύλες των μεγάλο στούντιο έκλεισαν γιΆ αυτόν στις αρχές της δεκαετίας του Ά60, όταν κατέρρευσε από τις καταχρήσεις, καθώς γύριζε το φιλμ «55 days at Peking».
Ο Βιμ Βέντερς ωστόσο δεν θέλησε να κάνει ένα αναμενόμενο φλας μπακ στην πολυτάραχη ζωή και τις πολιτικές πεποιθήσεις του βετεράνου σκηνοθέτη, ούτε ενδιαφέρθηκε για τους ομηρικούς καβγάδες του Ρέι με τη Τζόαν Κρώφορντ και τη συνεργασία του με ηθοποιούς όπως οι Τζέιμς Ντιν, Χόμφρεϊ Μπόγκαρτ, Ρόμπερτ Μίτσαμ κ.α.
Στο ντοκιμαντέρ του Βέντερς σε πρώτο πλάνο βρίσκεται το δράμα ενός ετοιμοθάνατου άντρα, ο οποίος γαντζώνεται από την τέχνη του με κάθε τίμημα.
Ο σκελετωμένος Νίκολας Ρέι, στα τελευταία στάδια του καρκίνου, εξακολουθεί να επεξεργάζεται στο μυαλό του διάφορα σενάρια. Μαζί με τον νεώτερο φίλο του, τον σκηνοθέτη Βιμ Βέντερς, κάνει σχέδια για μια νέα ταινία, στην οποία θα εμφανιζόταν το κινηματογραφικό alter ego του: ένας ζωγράφος ο οποίος θα ταξίδευε στην Κίνα για να βρει θεραπεία στην ασθένειά του.
Είναι προφανές όμως ότι ο χρόνος τελειώνει για τον Ρέι, οπότε ο Βέντερς του προτείνει να γυρίσουν ένα βιογραφικό ντοκιμαντέρ. Η αμηχανία ωστόσο του γερμανού σκηνοθέτη είναι έκδηλη μπροστά στο δράμα του καλλιτέχνη που θαυμάζει: μήπως ελκύεται από το θέαμα του πόνου του, χάνοντας την ανθρώπινη διάστασή του; Μήπως ο Ρέι προτιμήσει να τον θυμούνται σε καλύτερες εποχές;
Ουσιαστικά, η αμηχανία του Βέντερς τροφοδοτεί αυτό το περίεργο φιλμ που μεταφέρει τον θεατή μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Οι διαφορετικές κόπιες της ταινίας συνενώνονται, το πρόχειρο και θολό βίντεο εναλλάσσεται με διαυγείς εικόνες.
Ο Νίκολας Ρέι παίζει τον εαυτό του και μόνο μερικά θραύσματα από παλαιότερα αφιερώματα που είχαν γυριστεί για τον ίδιο, εμφανίζονται στην ταινία. ¶λλωστε, ο Βέντερς ενδιαφέρεται για το επώδυνο παρόν κι όχι για το ένδοξο παρελθόν.
Ο φακός ακολουθεί τον Ρέι στις τελευταίες διαλέξεις του, στις ύστατες προσπάθειες να σκηνοθετήσει και να ζήσει. Σε μια από τις συγκλονιστικότερες στιγμές του έργου, ο διάσημος σκηνοθέτης υποδύεται τον βασιλιά Ληρ στο κρεβάτι του νοσοκομείου, ενώ ο Βέντερς μοιάζει χαμένος στους εφιάλτες του.
Το κινηματογραφικό συνεργείο που συντρόφευε τον Ρέι σε όλη αυτή τη διαδρομή, του κάνει ένα συγκινητικό μνημόσυνο ανάμεσα σε γέλια και πειράγματα. Και η τελευταία σεκάνς δείχνει ένα πλοίο να ταξιδεύει, χωρίς να φτάσει στον φανταστικό προορισμό του σκηνοθέτη, την Κίνα. Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Free Movies
Το κυνήγι του γαμπρού
«Ζητείται γαμπρός»
Το κυνήγι του γαμπρού αποτελεί το αγαπημένο θέμα των σύγχρονων κωμωδιών και συνήθως η εμπορική επιτυχία είναι εξασφαλισμένη. Στην αισθηματική κωμωδία του Ανάντ Τάκερ, η ¶ννα, μετά από τέσσερα χρόνια «σοβαρής» σχέσης με έναν πολλά υποσχόμενο γιατρό (στο ρόλο του Τζέρεμι ο ¶νταμ Σκοτ), αναζητεί έξυπνους τρόπους για να θέσει επί τάπητος το άβολο ζήτημα του γάμου.
Η λύση μοιάζει να βρίσκεται σε ένα παλιό ιρλανδικό έθιμο του 5ου αιώνα που επιτρέπει στις γυναίκες να κάνουν πρόταση γάμου στους αγαπημένους τους σε δίσεκτο έτος, στις 29 Φεβρουαρίου.
Η τύχη θέλησε ο Τζέρεμι να ταξιδέψει στο Δουβλίνο για επαγγελματικούς λόγους και η ¶ννα δράττει την ευκαιρία να πραγματοποιήσει το σχέδιό της. Πετάει λοιπόν από τη Βοστώνη στο Δουβλίνο για να προλάβει το κρίσιμο 24ωρο, αλλά το σύμπαν μοιάζει να έχει συνωμοτήσει εναντίον της.
Καταιγίδες, ακυρώσεις πτήσεων και θαλασσοταραχές στέλνουν την αποφασισμένη ηρωίδα σε ένα Ιρλανδικό χωριό, στην αντίθετη κατεύθυνση από τον αρχικό προορισμό της.
Εκεί, η ¶ννα γνωρίζει μια παρέα περίεργων τύπων με ράθυμη διάθεση που δεν δείχνουν να συμμερίζονται τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματά της. Επιπλέον, τη συγκεκριμένη περιοχή μοιάζει να την έχουν εγκαταλείψει ο χρόνος και οι συγκοινωνίες.
Έναντι αδράς αμοιβής η ¶ννα κατορθώνει να επιβιβαστεί στο ετοιμόρροπο αμάξι του μονόχνοτου νεαρού ξενοδόχου Ντέκλαν (Μάθιου Γκουντ). Το ταξίδι τους είναι επεισοδιακό, καθώς η γκαντεμιά τους ακολουθεί σε κάθε τους βήμα και οι δύο συνεπιβάτες έχουν εκ διαμέτρου αντίθετους χαρακτήρες.
Από τη μια πλευρά η ¶ννα, τελειομανής, ιδιότροπη, κουρδισμένη σαν ρολόι και από την άλλη ο εσωστρεφής Τζέρεμι, ο οποίος κινείται σε αργούς ρυθμούς. Παρά την αμοιβαία αντιπάθεια, οι δύο ήρωες υποχρεώνονται από τις περιστάσεις να συνυπάρξουν και να παίξουν το ρόλο του ερωτευμένου ζευγαριού, προκειμένου να φιλοξενηθούν στο σπίτι μια συντηρητικής Ιρλανδής νοικοκυράς.
Η συνύπαρξη θα τους κάνει να αναθεωρήσουν τον τρόπο ζωής τους: η ¶ννα μαθαίνει να μην προγραμματίζει τα πάντα με ψυχαναγκαστική εμμονή και ο Ντέκλαν αποφασίζει να αφήσει πίσω του μια άτυχη ερωτική ιστορία.
Ο Τάκερ αντλεί υλικό για τις κωμικές στιγμές της ταινίας από τα στερεότυπα της αμερικανικής και ιρλανδικής κουλτούρας. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους εμφανίζονται οι Έιμι ¶νταμς, Μάθιου Γκουντ, ¶νταμ Σκοτ και Τζον Λίθγκοου, ενώ το σενάριο υπογράφουν οι Ντέμπορα Κάπλαν και Χάρι Έλφοντ. H ταινία προβάλλεται από τη Village Films.
Η γυμνή αλήθεια για τον ελληνικό κινηματογράφο
«Το σινεμά γυμνό»
Από τον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας» μέχρι τις καλτ ταινίες του Κώστα Γκουσγκούνη και τη σύγχρονη «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα, ο ελληνικός κινηματογράφος διένυσε μια ενδιαφέρουσα διαδρομή εκατό περίπου χρόνων.
Ο σκηνοθέτης Βάσος Γεώργας και ο σεναριογράφος Δημήτρης Κολιοδήμος παρουσιάζουν τους σημαντικότερους σταθμούς στην ιστορία του ελληνικού ερωτικού σινεμά, αναδεικνύοντας άγνωστες πτυχές και αφανείς ήρωες.
Επιχειρώντας να τραβήξουν ένα ξεκάθαρο όριο ανάμεσα στον ερωτισμό και την πορνογραφία, οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ τεκμηριώνουν την έρευνά τους με σπάνιο υλικό που παρεμβάλλεται στην αφήγηση. Ο βωβός κινηματογράφος αλλά και οι τολμηρές ερωτικές σκηνές που επιστρατεύτηκαν στον ανταγωνισμό των Καραγιάννη-Καρατζόπουλο με τη Φίνος Films, ο ακραίος ρεαλισμός και οι άγνωστες Λολίτες της δεκαετίας του Ά70 αντανακλούν ως ένα βαθμό τις κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής κατά την οποία γυρίστηκε η κάθε ταινία.
Τα παρασκήνια του ερωτικού σινεμά αποκαλύπτουν με διηγήσεις τους σκηνοθέτες , ηθοποιοί και κριτικοί κινηματογράφου όπως οι Νίκος Κούνδουρος, Γιώργος Ζερβουλάκος, Βάνα Μπάρμπα, Γρηγόρης Βαλλιανάτος, Πάνος Κούτρας, Κώστας Γκουσγκούνης, Όλγα Μαλέα, Κώστας Φέρρης, Νίνος Φενεκ Μικελίδης, Γιάννης Ζουμπουλάκης, Λουκία Ρικάκη, Μπέττυ Λιβανού κ.α.
Η πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ πραγματοποιήθηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, με τη μικρή σε διάρκεια κινηματογραφική μορφή του (104 λεπτά). Αυτή την εκδοχή θα παρακολουθήσουμε στις 8 Απριλίου στον κινηματογράφο Μικρόκοσμο.
Η πλήρης μορφή ντοκιμαντέρ απαρτίζεται από δώδεκα ωριαία επεισόδια που θα κυκλοφορήσουν σε μια ειδική έκδοση dvd. Τη διανομή ανέλαβε η Clip Art Films.
Η σύγχρονη Χιλή
«Όμορφη ζωή»
Ο Αντρές Γουντ, σκιαγραφεί με ρεαλισμό το πορτρέτο της σύγχρονης Χιλής, μέσα από μια σπονδυλωτή ιστορία που καταδεικνύει τα αδιέξοδα και τις ψευδαισθήσεις μιας κοινωνίας σε βαθιά κρίση.
Στο γλυκόπικρο δράμα του Χιλιανού σκηνοθέτη, τα οικονομικά προβλήματα και η έκπτωση των αξιών διαρρηγνύουν τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά οι πρωταγωνιστές μοιάζουν να μην αντιλαμβάνονται την πηγή των προβλημάτων τους.
Οι τρεις χαρακτήρες της ταινίας βρίσκονται παγιδευμένοι στο δικό τους μικρόκοσμο, με την απελπισία και τις διαψεύσεις να θολώνουν την κρίση τους. Η πολιτική διάσταση της ταινίας είναι εμφανής όπως και στην προηγούμενη δουλειά του Αντρές Γουντ για τη δικτατορία στη Χιλή, («Μachuca»).
Αυτή τη φορά, ο σκηνοθέτης σχολιάζει τις αρρυθμίες της Χιλιανής δημοκρατίας, προβάλλοντας το ατομικό δράμα σε ευρύτερη προοπτική. Το φιλμ τιμήθηκε με τα βραβεία Γκόγια και Καλύτερης Λατινοαμερικάνικης Ταινίας.
Ο σαραντάχρονος Εντμούντο (Ρομπέρτο Φαρίας) μένει μαζί με τη χήρα μητέρα του, γεγονός που δυσκολεύει την προσωπική του ζωή, ωστόσο εναποθέτει τις ελπίδες του για λίγη ευτυχία στην αγορά ενός αυτοκινήτου μεγάλου κυβισμού.
Επιχειρώντας να παρακάμψει τις γραφειοκρατικές διαδικασίες για την έκδοση καταναλωτικού δανείου, ο ήρωας γνωρίζει τυχαία μια γοητευτική υπάλληλο στην τράπεζα και ξεκινά μια σχέση μαζί της. Το φλερτ με την Εσμεράλδα (Μανουέλα Ογιαρζούρ) γίνεται η αφορμή για να αποκαλυφθούν τα προσωπικά του αδιέξοδα, ενώ μια απρόσμενη είδηση ανατρέπει τις προτεραιότητές του: από το τοπικό νεκροταφείο τον ενημερώνουν ότι το σώμα του πατέρα του θα αποτεφρωθεί αν δεν ανανεώσει την πληρωμή του για τα επόμενα τριάντα χρόνια.
Το δίλημμα του Εντμούντο ανάμεσα στη μνήμη και τις επιθυμίες του τον οδηγεί σε μια καθυστερημένη, επώδυνη αλλά και ελπιδοφόρα ενηλικίωση.
Η Τερέζα (Αλίν Κάπενχαϊμ) είναι μια γυναίκα με δύο πλευρές: ως δυναμική επαγγελματίας εργάζεται στο κέντρο υγείας προσπαθώντας να προωθήσει τη χρήση προφυλακτικού στις ιερόδουλες. Στην οικογενειακή της ζωή όμως δοκιμάζεται από αλλεπάλληλες απογοητεύσεις. Η ανήλικη κόρη της, η Πάολα, (Μανουέλα Μαρτέλι) μένει έγκυος και ο εν διαστάσει σύζυγός της, ο Χόρχε (Αλφρέντο Κάστρο) βρίσκει παρηγοριά στην αγκαλιά μιας πόρνης, την οποία γνωρίζει από τη δουλειά.
Ο Αντρές Γουντ, κάνει το ψυχογράφημα μιας δυσλειτουργικής οικογένειας, με προβλήματα επικοινωνίας, εστιάζοντας παράλληλα το φακό του στις κοινωνικές επιπτώσεις της ανεργίας.
Ο Χόρχε δεν έχει χάσει απλώς τη δουλειά του ή την κοινωνική του θέση, αλλά και το σεβασμό της γυναίκας του. Η πικρία της Τερέζα μεγεθύνεται από την επώδυνη πραγματικότητα του διαζυγίου και τις δικές της ανακαλύψεις για την ερωτική ζωή του πρώην συντρόφου της.
Ο Μάριο, νεαρός ταλαντούχος μουσικός, έχει μόλις ολοκληρώσει τις λαμπρές σπουδές του στη Γερμανία και προσγειώνεται απότομα στη σκληρή πραγματικότητα της χώρας του. Η έλλειψη αξιοκρατίας είναι το πρώτο σκληρό μάθημα. Παρά τις αναμφισβήτητες ικανότητές του δε γίνεται δεκτός στη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Σαντιάγο, επειδή δεν έχει τον «κατάλληλο κύκλο επαφών» όπως οι υπόλοιποι υποψήφιοι.
Η τραυματική εμπειρία του καταλήγει όμως σε μια χρήσιμη γνωριμία με ένα μέλος της επιτροπής που τον συστήνει στη στρατιωτική ορχήστρα. Ο περήφανος Μάριο αδυνατεί να συμβιβαστεί με τη μιζέρια και η απελπισία του μετατρέπεται σε τυφλή οργή. Στο στόχαστρο του νεαρού μουσικού μπαίνει ο ηλικιωμένος κλαρινετίστας στη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Σαντιάγο ο οποίος αρνείται να βγει στη σύνταξη, παραχωρώντας τη θέση του στα νέα ταλέντα.
Οι ζωές των τριών πρωταγωνιστών θα διασταυρωθούν για λίγες στιγμές στους δρόμους του Σαντιάγο. Ο σκηνοθέτης δίνει μια τελευταία ευκαιρία στους ήρωες να αναθεωρήσουν την πορεία τους και να συνειδητοποιήσουν τις συναισθηματικές τους ανάγκες. Η ταινία θα προβληθεί στον κινηματογράφο ¶στυ και η διανομή ανήκει στην εταιρεία Amafilms.
MANIA ΣΤΑΪΚΟΥ