Πολιτιστικά
Πέμπτη, 22 Απριλίου 2010 07:05

Οι κινηματογραφικές ταινίες της εβδομάδας

Σερζ Γκενσμπούρ: ο άσχημος γόης

«Σερζ Γκενσμπούρ: Μια ηρωική ζωή»

Οι Γάλλοι λάτρεψαν σαν θεό τον Σερζ Γκενσμπούρ όχι μόνο για τους στίχους και τα θαυμάσια τραγούδια του αλλά κυρίως για τα σκάνδαλά του. Ο πολυτάλαντος προβοκάτορας που κατέκτησε την Μπριζίτ Μπαρντό, την Τζέιν Μπίρκιν και άλλες καλλονές, ήταν προικισμένος με γαμψή μύτη και πεταχτά αυτιά. Κι όμως αυτός ο αντικειμενικά άσχημος άντρας αποτέλεσε την επιτομή της γαλλικής γοητείας που βασίζεται στην υψηλή τέχνη του φλερτ και της ερωτικής αποπλάνησης.

«Σερζ Γκενσμπούρ: Μια ηρωική ζωή»

O άσχημος γόης

Οι Γάλλοι λάτρεψαν σαν θεό τον Σερζ Γκενσμπούρ όχι μόνο για τους στίχους και τα θαυμάσια τραγούδια του αλλά κυρίως για τα σκάνδαλά του. Ο πολυτάλαντος προβοκάτορας που κατέκτησε την Μπριζίτ Μπαρντό, την Τζέιν Μπίρκιν και άλλες καλλονές, ήταν προικισμένος με γαμψή μύτη και πεταχτά αυτιά. Κι όμως αυτός ο αντικειμενικά άσχημος άντρας αποτέλεσε την επιτομή της γαλλικής γοητείας που βασίζεται στην υψηλή τέχνη του φλερτ και της ερωτικής αποπλάνησης.

Αυτή η αντίθεση ασχήμιας-γοητείας αξιοποιείται με τον πιο ευφυή τρόπο στην ταινία του Ζοάν Σφαρ. Ο σκηνοθέτης, προερχόμενος από τον μαγικό κόσμο των κόμικς, δημιούργησε ένα σουρεαλιστικό φιλμ για να υμνήσει τη δημιουργική φλόγα του θρυλικού Γάλλου καλλιτέχνη, χωρίς να καταφεύγει στον κουραστικό ρεαλισμό των λεγόμενων βιογραφικών ταινιών.

Ο Σφαρ «είδε» τον Γκενσμπούρ σαν ένα βαθιά διχασμένο άνθρωπο που αντλούσε έμπνευση από τις ίδιες του τις αντιφάσεις. Στις πρώτες σκηνές της ταινίας, ο μικρός Λουσιέν βρίσκει παρηγοριά από τις αναποδιές της ζωής στα τρυφερά σκίτσα του. Από εκεί παίρνει σάρκα και οστά τo alter ego του, το «καλλιτεχνικό του δαιμόνιο», μια σαρκαστική καρικατούρα του εαυτού του με τεράστια μύτη αλλά απύθμενο θράσος, η περίφημη «Φάτσα».

Το τρομερό αυτό σκίτσο έχει ξεπηδήσει από τις αφίσες της φασιστικής προπαγάνδας την περίοδο της γερμανικής κατοχής στο Παρίσι.

Ο Γκενσμπούρ οπλισμένος με σαρκαστικό χιούμορ επιτίθεται στον παραλογισμό του πολέμου και του ρατσιστικού παραληρήματος με ετοιμόλογες «ρουκέτες» και τη ζωγραφική του.

Η «Φάτσα» γίνεται η σκιά του, η ευλογία και η κατάρα σε όλη τη διάρκεια της ταραχώδους πορείας του. Η αποστασιοποίηση από τον ίδιο τον εαυτό του, κρύβει τα τραύματα ενός ανασφαλούς, οργισμένου παιδιού που δεν θα μεγαλώσει ποτέ αλλά θα βγαίνει στην επιφάνεια ξανά και ξανά προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων.

Η «Φάτσα» διαφθείρει τον εσωστρεφή, ντροπαλό Γκενσμπούρ και χτίζει μεθοδικά τη δημόσια εικόνα του προκλητικού ποπ ινδάλματος. Αρχικά η μουσική είναι η συμβατική σύζυγος και η ζωγραφική η γοητευτική ερωμένη. Ως νεαρός σπουδαστής στη Σχολή Καλών Τεχνών ανακαλύπτει το πρώτο δόλωμα για να προσεγγίσει το ωραίο φύλο: την τέχνη. Η ζωγραφική, η ποίηση μεγάλων δημιουργών, τα πρώτα δειλά αυτοσχέδια στιχάκια επιστρατεύονται στην προαιώνια μάχη αρσενικού-θηλυκού.

Πρώτο θύμα η Ελιζαμπέτ. Αλλά και ο Λουσιέν είναι θύμα των ίδιων του των φαντασιώσεων. Στα μικρά κλαμπ του Παρισιού όπου εργαζόταν ως πιανίστας για να βγάλει τα προς το ζην ανακαλύπτει την υπνωτιστική δύναμη της μουσικής.

Σε ένα ξέσπασμα καλλιτεχνικής μανίας καταστρέφει τους πίνακες του κι αρχίζει να γράφει τα πρώτα τραγούδια με παλιομοδίτικο γαλλικό άρωμα που πιάνουν τον παλμό του κοινού. Η τραγουδίστρια Ζουλιέτ Γκρεκό (¶ννα Μουγκλαλίς) με τις παραγγελίες της συμβάλλει στην επιτυχία του, προκαλεί όμως την ζήλια της πρώτης συζύγου του. Ο φαντασιόπληκτος Λουσιέν έχει πλέον παραχωρήσει τη θέση του στον ανερχόμενο Σερζ ( Ερίκ Ελμοσνινό).

Ο Ζοάν Σφαρ ξετυλίγει τον μακρύ κατάλογο των κατακτήσεων του Γκενσμπούρ, τους χωρισμούς και τις επανασυνδέσεις του, με τη βοήθεια του μιούζικαλ. Μέσα από τραγούδια και χορούς παρακολουθούμε και το ερωτικό βατερλώ του Σερζ, την παθιασμένη σχέση του με την Μπριζίτ Μπαρντό (Λετίσια Κάστα) για την οποία έγραψε αρκετές επιτυχίες όπως το «Ηarley Davidson» και το «Μπόνι και Κλάιντ».

Η Μπεμπέ φεύγει αφήνοντας θρύψαλα την ούτως ή άλλως εύθραυστη αυτοπεποίθηση του Σερζ και χωρίς να ηχογραφήσει τη διασημότερη ερωτική επιτυχία του που παίζεται και σήμερα στα ραδιόφωνα το «Je tΆaime , moi non plus», επειδή δεν ήθελε να προκαλέσει την οργή του εκατομμυριούχου συζύγου της Γκούντερ Ζακς. Ο Σερζ ανακαλύπτει τη νέα του μούσα στο πρόσωπο της νεαρής αγγλίδας ηθοποιού Τζέιν Μπίρκιν. Μαζί της θα τραγουδήσει το πικάντικο «Je tΆaime, moi non plus» που περιλαμβάνει πέρα από τους τολμηρούς στίχους του και έναν ηχογραφημένο γυναικείο οργασμό.

Ο Ζοάν Σφαρ δεν αναφέρει στο σενάριο και την σκηνοθετική προσέγγιση του Γκενσμπούρ στην ομότιτλη, αμφιλεγόμενη ταινία του τραγουδιού: η Μπίρκιν υποδυόταν ένα αγοροκόριτσο που ερωτευόταν παράφορα κάποιον ομοφυλόφιλο σκουπιδιάρη (τον ωραίο προστατευόμενο του ¶ντι Γουόρχολ, Νταλεσάντρο). Στο ρόλο της Τζέιν Μπίρκιν κάνει την τελευταία, εντυπωσιακή εμφάνισή της στη μεγάλη οθόνη η βρετανίδα ηθοποιός Λούσι Γκόρντον (το «κορίτσι» του Σπάιντερ Μαν 3), η οποία αυτοκτόνησε στο Παρίσι, μόλις ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα της ταινίας.

Ο Σφαρ επιλέγει ορισμένους ακόμη σταθμούς στην πορεία του Σερζ, όπως τη συνάντησή του με την έφηβη τραγουδίστρια Φρανς Γκας, το πρώτο το έμφραγμα του καλλιτέχνη το 1972, τις ξέφρενες καταχρήσεις που διέλυσαν τον γάμο του με την Μπίρκιν, την ηχογράφηση της παρωδίας της «Μασσαλιώτιδας» σε ρυθμούς ρέγγε αλλά και τη σχέση με την τελευταία σύντροφο της ζωής του Μπαμπού (Μιλέν Ζαμπανουά).

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τη Filmopolis.

«Το μυστικό στα μάτια της»

Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας για την Αργεντινή

Ένα διαφορετικό φιλμ νουάρ από την Αργεντινή που χάρισε στον Χουάν Χοσέ Καμπανέλα το φετινό Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, δύο βραβεία Γκόγια και άλλες διακρίσεις. «Το μυστικό στα μάτια της» το είδαν περισσότεροι από δύο εκατομμύρια θεατές, αριθμός που την κατατάσσει στις πρώτη θέση στη λίστα των πιο εμπορικών ταινιών στην ιστορία της Αργεντινής. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια συνηθισμένη ιστορία μυστηρίου αλλά για ένα πολυεπίπεδο δράμα με φόντο τις πολιτικές αναταραχές που σημάδεψαν την Αργεντινή στα μέσα της δεκαετίας του Ά70.

Ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας, ο Μπενχαμίν Εσποζίτο δεν ακολουθεί απλώς τα ίχνη του δολοφόνου αλλά «ανασύρει» από το αρχείο της μνήμης του την υπόθεση ενός ανεκπλήρωτου έρωτα που στοιχειώνει τη μοναξιά του. Διερευνά πλέον το παρελθόν του με την ιδιότητα του συγγραφέα κι όχι του ντετέκτιβ. Ο απολογισμός της ζωής του τον οδηγεί στην εξιχνίαση ενός παλιού εγκλήματος που σφράγισε τη μοίρα των αγαπημένων του προσώπων: του πιστού του φίλου Σαντοβάλ και της αγαπημένης του Ιρένε, οι οποίοι εργάζονταν μαζί του στην εισαγγελία.

Τραγική φιγούρα της ιστορίας είναι ο Ρικάρντο Μοράλες, ο οποίος δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ποτέ τον βιασμό και την άγρια δολοφονία της όμορφης συζύγου του Λιλιάνα. Η δική του οδύνη ώθησε στην αρχή της καριέρας τους τον Μπενχαμίν, την Ιρένε και τον Σαντοβάλ να προσπαθήσουν να αποδώσουν δικαιοσύνη. Όμως η δικαιοσύνη χάθηκε στις υπόγειες διαδρομές των παρακρατικών οργανώσεων και οι τρεις φίλοι κλήθηκαν στην πιο κρίσιμη καμπή της πορείας τους να πληρώσουν το τίμημα της αλήθειας. Η αναζήτηση του δολοφόνου μετά από δεκαετίες, αποκτά για τον Εσποζίτο υπαρξιακές διαστάσεις. Και το νήμα για την τελική κάθαρση το δίνει η διαπίστωση ότι όλοι καθορίζονται από τα πάθη τους.

Η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της ταινίας οφείλεται εν μέρει στα χρονικά της άλματα και στα ποιητικά φλας μπακ του Καμπανέλα. Ορισμένες εντυπωσιακές σκηνές φαίνονται να έχουν γυριστεί με το χέρι, όπως η περίφημη καταδίωξη του δολοφόνου σε ένα κατάμεστο γήπεδο. Πρωταγωνιστούν οι Ρικάρντο Νταρίν, Σολεδάδ Βιλαμίλ, Πάμπλο Ράγκο, Χαβιέ Γκοντίνο και Γκιγέρμο Φρανκέλα.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Filmtrade.

«Το κορίτσι στη φωλιά της σφήκας»

Η τριλογία του Στιγκ Λάρσον στον κινηματογράφο

To τρίτο και τελευταίο μέρος της αστυνομικής τριλογίας «Millenium» βασισμένης στην ομότιτλη σειρά βιβλίων του σουηδού συγγραφέα Στιγκ Λάρσον που έγινε παγκόσμια εκδοτική επιτυχία. Το πρώτο μέρος της κινηματογραφικής τριλογίας με τίτλο «Το κορίτσι με το τατουάζ» είχε την υπογραφή του σκηνοθέτη Νιλς ¶ρντεν, ενώ οι επόμενες δύο ταινίες, «Το κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά» και το «Κορίτσι στη φωλιά της σφήκας» είναι του σουηδού Ντάνιελ ¶λφρεντσον.

Οι ταινίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν άνετα μια μίνι σειρά στην τηλεόραση-όπως έγινε για το φιλμ το «Κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά» που μεταφέρθηκε μετά την τηλεοπτική εκδοχή του στις κινηματογραφικές αίθουσες. Ίσως με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να καταλάβουν καλύτερα οι θεατές τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών και την πλοκή.

Ο συγγραφέας Στιγκ Λάρσον, ο οποίος μετατράπηκε μετά τον Νταν Μπράουν σε νέο εκδοτικό φαινόμενο, δεν έζησε για να γευτεί το λογοτεχνικό του θρίαμβο, ούτε είδε τη μεταφορά της τριλογίας του στη μεγάλη οθόνη. Λίγο μετά την παράδοση των χειρογράφων του στον εκδότη πέθανε από καρδιακή ανακοπή. Η ουσία του έργου του, ωστόσο δεν εντοπίζεται μόνο στο αστυνομικό σασπένς το οποίο χειρίζεται άψογα αλλά στην τολμηρό πολιτικό σχολιασμό του: ο Λάρσον μίλησε για φαινόμενα διαφθοράς, για την εισβολή του χρήματος της παγκοσμιοποίησης στην καρδιά της Σουηδικής πολιτικής σκηνής, για τον σκοτεινό ρόλο των μυστικών υπηρεσιών και το ναζιστικό παρελθόν ισχυρών οικογενειών.

Ο ίδιος είχε εργαστεί για χρόνια ως δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης του πολιτικού περιοδικού Expo και ο κεντρικός ήρωας των μυθιστορημάτων του, ο Μίκαελ Μπλόμκβιστ διαθέτει στοιχεία της δικής του προσωπικότητας και δράσης. Στην ταινία «Το Κορίτσι στη φωλιά της σφήκας», συναντάμε και πάλι τη Λίσμπετ Σαλάντερ (Νούμι Ραπάς), την απροσάρμοστη χάκερ με το εντυπωσιακό τατουάζ και την πανκ εμφάνιση. Η ηρωίδα είναι αποφασισμένη να κλείσει τους λογαριασμούς της με τους εφιάλτες του παρελθόντος. Η κακοποίηση σημάδεψε τα παιδικά της χρόνια ενώ η ίδια βίωσε τη βία και τον παραλογισμό του σωφρονιστικού συστήματος και των κρατικών υπηρεσιών.

Η Λίσμπετ στάλθηκε στο ψυχιατρείο σε ηλικία δώδεκα ετών με την κατηγορία ότι επιχείρησε να κάψει ζωντανό τον πατέρα της. Στην πραγματικότητα όμως ήταν το θύμα μιας συνομωσίας των μυστικών υπηρεσιών που ήθελαν να προστατεύσουν έναν πρώην σοβιετικό πράκτορα για να τους δώσει πολύτιμες πληροφορίες. Στις πρώτες σκηνές της ταινίας η πρωταγωνίστρια βρίσκεται βαριά τραυματισμένη στην Εντατική κατηγορούμενη για τρεις φόνους και μια απόπειρα δολοφονίας. Μια παλιά ομάδα μυστικών πρακτόρων υφαίνει γύρω της ένα ασφυκτικό νομικό πλαίσιο ώστε να επιστρέψει στο εφιαλτικό ψυχιατρικό ίδρυμα των νεανικών της χρόνων.

Με τη συνδρομή του δημοσιογράφου Μίκαελ και τη συντακτική ομάδα του περιοδικού Μιλένιουμ, η Λίσμπετ προσπαθεί να συλλέξει στοιχεία για την αθωότητά της. Το έργο όμως της νομικής της συμβούλου δυσχεραίνεται από την ενστικτώδη καχυποψία της κατηγορουμένης. Στο μεταξύ, ο ετεροθαλής αδελφός της Λίσμπετ, ο Νίντερμαν, ένας ψυχοπαθής δολοφόνος βρίσκεται στα ίχνη της. Ο Ντάνιελ ¶λφρεντσον σκηνοθετεί μια περιπέτεια εκδίκησης που κορυφώνεται στην δικαστική αίθουσα.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Οdeon, ενώ η μυθιστορηματική τριλογία του Στιγκ Λάρσον κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

«Κick-Ass»

Ένας υπερ-ήρωας που αντέχει το ξύλο…

Χιουμοριστική, νεανική περιπέτεια. Η πατρότητα της ιδέας για τη δημιουργία του Kick –Ass, ανήκει στον διάσημο κομίστα Μαρκ Μίλαρ, ο οποίος έχει αρχίσει να προσγειώνει τους σούπερ ήρωες στην σκληρή πραγματικότητα, κάνοντάς τους περισσότερο ενδιαφέροντες. Η σεναριογράφος του Stardust Τζέιν Γκόλντμαν, ενθουσιάστηκε με το νέο ήρωα του Μίλαρ και ο Μάθιου Βον ανέλαβε να σκηνοθετήσει μια κωμωδία δράσης με στοιχεία παρωδίας παλαιότερων ταινιών.

Ο Μίλαρ, μετά την εμπορική επιτυχία των κόμικς του «Wanted», θέλησε να πλάσει ένα διαφορετικό ήρωα για τη μεγάλη οθόνη, αξιοποιώντας στην ιστορία τις εφηβικές φαντασιώσεις του, όταν ονειρευόταν να πολεμήσει το έγκλημα. Έτσι δημιουργήθηκε ο Ντέιβ Λιζέφσκι (¶αρον Τζόνσον), ο αδέξιος, άχρωμος έφηβος ο οποίος λατρεύει τα κόμικς και κρύβεται πίσω από τη μάσκα του Κick Ass κατατροπώνοντας το Κακό στην καθημερινότητά του. Μόνο που ο Κick Ass με την εκκεντρική εμφάνιση, δεν διαθέτει καμία απολύτως υπερφυσική ικανότητα αλλά μπόλικη τρέλα και ανιδιοτέλεια. Μετά την πρώτη αποτυχημένη του αποστολή καταλήγει με πολλαπλά κατάγματα στο νοσοκομείο, έχοντας όμως αποκτήσει αξιοσημείωτη αντοχή στο ξύλο.

Ύστερα από μια σειρά κωμικοτραγικών συμπτώσεων γίνεται το νέο είδωλο του διαδικτύου και επανέρχεται στη δράση, ελπίζοντας ότι θα τραβήξει την προσοχή της αγαπημένης του Κέιτι. Ο κόσμος συνεχίζει να είναι σκληρός για τον αγύμναστο Kick Ass αλλά η τύχη του χαμογελά φέρνοντας στο δρόμο του δύο αυθεντικούς σούπερ ήρωες: την εντεκάχρονη Hit Girl(Κλόι Μόρετζ) και τον πατέρα της Big Daddy (Νίκολας Κέιτζ).

«Είχα σχεδιάσει δύο υπερ-ήρωες-ένα νεαρό κορίτσι ντυμένο σαν τον Ρόμπιν και έναν μεγαλόσωμο άντρα ντυμένο σαν τον Μπάτμαν. Μου άρεσαν τόσο πολύ ώστε αποφάσισα να τους χρησιμοποιήσω , αλλά μου φάνηκαν πολύ ακραίοι για να είναι οι κεντρικοί ήρωες», έχει δηλώσει ο Μίλαρ. Ειδικότερα, ο χαρακτήρας της Hit Girl προκάλεσε μια σειρά προβλημάτων στην χρηματοδότηση της ταινίας. Ο Μάθιου Βον γύρισε όλα τα μεγάλα στούντιο αλλά κανένα δεν θέλησε να συμμετάσχει στο εγχείρημα, γιατί φοβήθηκαν ότι η παρουσία της εντεκάχρονης ηρωίδας σε βίαιες σκηνές μπορεί να προκαλούσε προβλήματα με την λογοκρισία. Ο σκηνοθέτης αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος την παραγωγή μαζί με τους Μπραντ Πιτ, Κρις Θάικιερ, ¶νταμ Μπόλινγκ , Τάρκουϊν Πακ και Ντέιβιντ Ρέιντ.

Στο σενάριο, η παρέα των σούπερ ηρώων συμπληρώθηκε με τη συμμετοχή του μυστηριώδους Ρεντ Μιστ (Κρίστοφερ Μιντζ –Πλας) ο οποίος επιχειρεί να αποκαλύψει την πραγματική ταυτότητα του δημοφιλούς Kick Ass. Ο παραδοσιακός «Κακός» δεν είναι άλλος από τον αρχιμαφιόζο Φρανκ ΝτΆ Αμίκο (Μαρκ Στρονγκ) ο οποίος βλέπει τα μέλη της συμμορίας του να αποδεκατίζονται από τη δράση των ανώνυμων τιμωρών του εγκλήματος. Απολαυστικός ο Νίκολας Κέιτζ στο ρόλο του ψυχοπαθούς πατέρα που έχει μετατρέψει την κόρη του σε φονική μηχανή. Σε πολλές σκηνές μιμείται την φωνή του ηθοποιού ¶νταμ Γουέστ ο οποίος είχε πρωταγωνιστήσει στην τηλεοπτική σειρά του Μπάτμαν τη δεκαετία του Ά60. Η Hit Girl στις σκηνές σύγκρουσης μεταμορφώνεται σε Νίντζα, ηρωίδα του Ταραντίνο ή των αδελφών Γουατσόφσκι και η μικρή Μόρετζ μάλλον θα έχει πεδίο δόξης λαμπρό στις ταινίες δράσης.

«Γυναίκες χωρίς άντρες»

Γυναίκες-φαντάσματα στο Ιράν

Η φεμινιστική ματιά και ο πολιτικός σχολιασμός συνυπάρχουν στο ποιητικό δράμα της Ιρανοαμερικανής Σιρίν Νεσάτ που τιμήθηκε πέρυσι με τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας. Μετά από μια πετυχημένη πορεία στο χώρο των εικαστικών, η πρωτοεμφανιζόμενη σκηνοθέτις αποτύπωσε σε φιλμ τις γυναικείες φιγούρες που είχαν πρωταγωνιστήσει στα καλλιτεχνικά της βίντεο. Μάλιστα κάποια από αυτά είχαν φιλοξενηθεί το 2009 και στη χώρα μας σε έκθεση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.

Η ιστορία της ταινίας διαδραματίζεται στο Ιράν του 1953, όταν οι Αμερικανικές και Βρετανικές μυστικές υπηρεσίες ανέτρεψαν τον εκλεγμένο πρωθυπουργό Μοχάμαντ Μοσαντέγκ, για να επιβάλουν τον Σάχη ως απόλυτο μονάρχη, και να διατηρήσουν τον έλεγχο των πετρελαίων.Ο αιματηρός αγώνας των Ιρανών για δημοκρατία και αυτοδιάθεση αποτελεί το φόντο πάνω στο οποίο εξελίσσεται το προσωπικό δράμα των τεσσάρων ηρωίδων. Η Ζανίν, η Φάκρι, η Φαεζέ και η Μουνέ ξεπήδησαν από την ομότιτλη νουβέλα της Σαρνούς Παρσιπούρ. Το έργο της διάσημης Ιρανής συγγραφέως απαγορεύτηκε στην πατρίδα της αλλά η Σιρίν Νεσάτ το επανέφερε στο προσκήνιο σε μια φορτισμένη πολιτικά συγκυρία.

Η Σιρίν Νεσάτ είχε υπογραμμίσει σε δηλώσεις της στο Φεστιβάλ Βενετίας ότι μπορούσαν να γίνουν πολλοί παραλληλισμοί ανάμεσα στο έργο και την πολιτική κατάσταση στο σύγχρονο Ιράν- ιδιαίτερα με τις ταραγμένες εκλογές εκείνης της περιόδου. Η ίδια είχε εμφανιστεί μαζί με τις πρωταγωνίστριες της ταινίας ντυμένη στα πράσινα, σε μια συμβολική κίνηση υποστήριξης της αντιπολίτευσης που διαδήλωνε τότε ενάντια στον Πρόεδρο Μαχμούντ Αχμαντινετζάτ, ενώ αφιέρωσε τη δουλειά της στο «Πράσινο Κίνημα του 2009».

Γεννημένη στο Καζβίν του Ιράν , η Νεσάτ άφησε την πατρίδα της το 1979 , όταν ήταν έφηβη ακόμη για σπουδάσει στις ΗΠΑ. Μετά την Ιρανική Επανάσταση κατόρθωσε τελικά να επισκεφθεί τη χώρα της στις αρχές της δεκαετίας του Ά90.

Η θέση της γυναίκας στο θεοκρατικό Ιράν απασχολεί τη Νεσάτ, όχι μόνο στο κινηματογραφικό της ντεμπούτο αλλά και στις φωτογραφικές εκθέσεις της. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε τα πολύ γνωστά καλλιτεχνικά της στιγμιότυπα «Women of Allah» (1993-1997).

Στην ταινία της «Γυναίκες χωρίς άντρες», η φεμινιστική οπτική της διαθλάται μέσα από τον μαγικό ρεαλισμό. Με αυτό τον τρόπο η Νεσάτ παραμένει πιστή στην ατμόσφαιρα της αρχικής λογοτεχνικής εκδοχής της ιστορίας, διαμορφώνοντας παράλληλα χάρη στην εικαστική ευαισθησία της, ένα προσωπικό ύφος, με επιρροές από τον Ταρκόφσκι και τον Αμπάς Κιαροστάμι.

Οι ηρωίδες της, προερχόμενες από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, συντρίβονται πάνω στις συντηρητικές δομές της ιρανικής πραγματικότητας.

Η εύθραυστη Ζανίν, πόρνη στις λαϊκές γειτονιές της Τεχεράνης, ανακαλύπτει με φρίκη ότι οι πελάτες της χάνουν το πρόσωπό τους. Η Μουνέ, μια νεαρή κοπέλα με πολιτικές ανησυχίες, αρνείται να υποκύψει στις πιέσεις του αδελφού της, Αμίρ Χαν να παντρευτεί και αυτοκτονεί. Το ελεύθερο πνεύμα της όμως επιστρέφει με μαγικό τρόπο για να ολοκληρώσει την ύστατη αποστολή της.

Η στενή της φίλη, η Φαεζέ είναι ερωτευμένη με τον συντηρητικό Αμίρ Χαν αλλά βλέπει τα όνειρά της για έναν ευτυχισμένο γάμο να διαλύονται, όταν πέφτει θύμα βιασμού. Η Ζανίν και η Φαεζέ βρίσκουν καταφύγιο στο καινούργιο κτήμα της εκλεπτυσμένης Φάκρι. Η τελευταία, έχει αποφασίσει να περάσει την ώριμη περίοδο της ζωής της μακριά από τον συμβατικό γάμο της, διεκδικώντας τον νεανικό της έρωτα με τον δυτικότροπο διανοούμενο Αμπάς. Οι πρωταγωνίστριες βρίσκουν καταφύγιο στον υπέροχο κήπο της Φάκρι που αντανακλά με εικόνες μοναδικής ομορφιάς, τις διαθέσεις, τις ελπίδες αλλά και τις φοβίες τους. Με αφορμή τη δεξίωση της οικοδέσποινας για τα εγκαίνια της νέας της εξοχικής κατοικίας, η σκηνοθέτις σκιαγραφεί τον εμφύλιο σπαραγμό του Ιράν.

Ο κήπος-σύμβολο της πνευματικής μεταρσίωσης στην περσική λογοτεχνία- υποδέχεται τις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Οι ηρωίδες που βρήκαν σε αυτό το μαγευτικό μέρος, πρόσκαιρη γαλήνη και ζεστασιά, θα τον εγκαταλείψουν με τη σειρά τους, ριζικά μεταμορφωμένες.

Πρωταγωνιστούν οι Πεγκά Φερεντονί, Αρίτα Σαχρζάντ, Σαμπνάρ Τολουέι, Όρζι Τοτ.

H ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τη Nutopia

«Μπέκετ»

Η μοναξιά της εξουσίας

Κλασικό ιστορικό δράμα σε σκηνοθεσία του Πίτερ Γκλένβιλ, με πρωταγωνιστές τον Πίτερ ΟΆ Τουλ και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, σε μια από τις καλύτερες στιγμές της καριέρας τους. Η κινηματογραφική διασκευή του θεατρικού του Ζαν Ανουίγ («Μπέκετ ή η τιμή του Θεού») από τον Έντουαρντ ¶νχαλτ τιμήθηκε με το βραβείο Όσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου (1965). Η ταινία «Μπέκετ» είναι μια παραβολή για την αλαζονεία της εξουσίας και την ανικανοποίητη ανθρώπινη φύση.

Η θεατρική καταγωγή του έργου σφράγισε τις ερμηνείες των ηθοποιών, με τον Πίτερ ΟΆ Τουλ να υπερέχει στο ρόλο του αντιφατικού βασιλιά Ερρίκου Β.Ά Η υπόθεση του έργου μας μεταφέρει στη μεσαιωνική Αγγλία του 12ου αιώνα, σε μια εποχή κρίσης για τις σχέσεις της Εκκλησίας με τη βασιλική εξουσία. Με στόχο να χρηματοδοτήσει τα πολεμικά του σχέδια, ο βασιλιάς Ερρίκος ο ΒΆ επιχειρεί να επιβάλλει δυσβάσταχτους φόρους στον κλήρο και για να ελέγξει τους δυσαρεστημένους μοναχούς τοποθετεί στη θέση του αρχιεπισκόπου τον Τόμας Μπέκετ.

Ο Μπέκετ δεν είναι απλώς ο έμπιστος του βασιλιά αλλά ο μοναδικός του φίλος. Ωστόσο η σχέση των δύο αντρών δοκιμάζεται από τη διαφορετική ιδιοσυγκρασία, τη κοινωνικής τους τάξη, ακόμη και την καταγωγή τους. Ο Ερρίκος ανήκει στους νικητές Νορμανδούς και ο Μπέκετ στους εξαθλιωμένους, ηττημένους Σάξονες. Στο πρώτο μέρος του έργου ο αμοραλισμός διακρίνει και τους δύο άντρες, αλλά για διαφορετικούς λόγους: για τον βασιλιά αποτελεί στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας του, ενώ για τον Μπέκετ αναγκαίο μέσο επιβίωσης στις συμπληγάδες της εξουσίας. Όταν ο Ερρίκος αναθέτει στον Μπέκετ το ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα, ο δεύτερος ανακαλύπτει ένα νέο μονοπάτι για να διεκδικήσει τον αυτοσεβασμό του . Ο βασιλιάς, εξαρτημένος ψυχολογικά από τον αγαπημένο του φίλο αδυνατεί να αποδεχτεί ότι εκείνος στην πρώτη θέση της καρδιάς του τοποθετεί τον Θεό. Το έργο δίνει μια έμμεση φροϋδική ερμηνεία στην αρρωστημένη εμμονή του Ερρίκου με τον Μπέκετ, εντοπίζοντας το πρόβλημα της συναισθηματικής του ανασφάλειας στην αποξενωμένη σχέση με τη μητέρα του.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους Τριανόν και Πτι Παλαί, από την Artfree.

«Σιωπηλός εχθρός»

Καταδίωξη μέχρι θανάτου

Η πολεμική περιπέτεια του Νιλ Μάρσαλ, θυμίζει ταινία γουέστερν με φόντο όμως την περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο βρετανός σκηνοθέτης, ο οποίος έχει διακριθεί σε ταινίες θρίλερ («Κάθοδος», «Doomsday») σφραγίζει και τη νέα του δημιουργία με τη γνωστή ατμόσφαιρα τρόμου. Το δέος του στρατιώτη στο πεδίο της μάχης, η καταδίωξη μέχρι θανάτου, ο αγώνας για επιβίωση που αφαιρεί από τους ήρωες τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους αποτελούν το φόντο αυτής της ιστορίας εκδίκησης.

Ο Μάρσαλ αξιοποίησε στο σενάριο έναν παλιό σκωτσέζικο θρύλο για μια ρωμαϊκή λεγεώνα φάντασμα. Ανατρέχοντας σε ιστορικές πηγές ανακάλυψε και την ύπαρξη της πολεμικής φυλής των Πίκτους στα βουνά της Σκωτίας. Κάπως έτσι προέκυψε η επική κινηματογραφική μάχη ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους άγριους Πίκτους που εικονογραφούνται σαν Ινδιάνοι.

Στο σενάριο της ταινίας η Ενάτη Ρωμαϊκή Λεγεώνα αποδεκατίζεται από τους Πίκτους και μια μικρή ομάδα επιζώντων προσπαθεί να βρει το δρόμο της επιστροφής για την πατρίδα. Σε μια αποτυχημένη αποστολή ανάκτησης του τραυματισμένου στρατηγού τους, σκοτώνεται ο γιος του αντίπαλου αρχηγού. Ο Γκόρλακον ορκίζεται εκδίκηση και εξαπολύει εναντίον των Ρωμαίων μια επίλεκτη ομάδα, μαζί με την «αμαζόνα» Ετέν. Η νεαρή πολεμίστρια είναι ιχνηλάτης και μισεί θανάσιμα τους Ρωμαίους επειδή της αφαίρεσαν τη δυνατότητα ομιλίας. Στο άλλο στρατόπεδο, ο Κουίντους, είναι αποφασισμένος να οδηγήσει με ασφάλεια τους συντρόφους του πίσω στον λεγόμενο πολιτισμένο κόσμο του αυτοκράτορα Αδριανού. Η ταινία κινείται σε γρήγορους ρυθμούς και ο Νιλ Μάρσαλ δίνει έμφαση στις αιματηρές σκηνές συγκρούσεων και στα εντυπωσιακά ορεινά τοπία όπου διαδραματίζεται η καταδίωξη. Πρωταγωνιστούν οι Μάικλ Φασμπίντερ, Όλγκα Κουριλένκο, Ντέιβιντ Μόρισεϊ, Ούλριχ Τόμσεν, Ντομινίκ Ουέστ.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Odeon.

«Το τελευταίο τραγούδι»

Ρομαντισμός για εφήβους

Ρομαντικό δράμα της Τζούλι Αν Ρόμπινσον, βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Νίκολας Σπαρκς, ο οποίος υπογράφει και το σενάριο. Η ιστορία της ταινίας αναφέρεται στα προβλήματα της εφηβείας και των διαλυμένων οικογενειών, χωρίς ωστόσο να ξεπερνά τα όρια του πολιτικά ορθού. Η δεκαεπτάχρονη Βερόνικα , έχει κηρύξει πόλεμο στους γονείς της μετά το διαζύγιό τους. Στο ενεργητικό της έχει κάποιες μικροκλοπές και χαμηλούς βαθμούς, ενώ η αντιδραστική συμπεριφορά της κρύβει τις ευαισθησίες και τα ταλέντα της. Η μητέρα της τν στέλνει να περάσει το καλοκαίρι στον πατέρα της, μαζί με τον μικρό αδελφό της Τζόνας.

Αρχικά η Βερόνικα αντιστέκεται στις προσπάθειες προσέγγισης που κάνει ο πατέρας της αλλά ο πρώτος εφηβικός έρωτας γίνεται η αφορμή για να ανοίξει την καρδιά της. Η gothic εμφάνιση της πρωταγωνίστριας έρχεται σε αντίθεση με τον αγαπημένο της ο οποίος μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από κοριτσίστικη φαντασίωση: πλούσιος, ξανθός και αθλητικός, αντιμετωπίζει κι αυτός διαφορετικού τύπου οικογενειακά προβλήματα… Οι οικολογικές ανησυχίες των δύο εφήβων αποτελούν την αφορμή για να ξεδιπλωθεί το αναμενόμενο ρομάντζο. Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το δεύτερο μέρος της ταινίας, όταν πατέρας και κόρη ανακαλύπτουν ξανά την κοινή τους γλώσσα, τη μουσική. Η συμβολή του Νίκολας Σπαρκς στο σενάριο εγγυάται την μελό ατμόσφαιρα που συναντάμε και στα βιβλία του.

Πρωταγωνιστούν οι Μάιλι Σάιρους, Γκρεγκ Κινίαρ, Μπόμπι Κόουλμαν, Κέλι Πρέστον.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Audiovisual.

«Ξένες σε ξένη χώρα: 50 Ελληνικές ταινίες μυστηρίου και φαντασίας»

Η φαντασία στον ελληνικό κινηματογράφο

Δεν βλάπτει η φαντασία το ελληνικό σινεμά , αλλά η σοβαροφάνεια. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει ο Δημήτρης Παναγιωτάτος στο ντοκιμαντέρ του, αναδεικνύοντας τα πιο παρεξηγημένα και παραγνωρισμένα είδη της ελληνικής κινηματογραφίας: το αστυνομικό/θρίλερ, το φιλμ νουάρ, το φανταστικό και την επιστημονική φαντασία. O σκηνοθέτης δεν περιορίζεται σε μια τετριμμένη προσέγγιση του θέματος αλλά δημιουργεί την ανάλογη φουτουριστική ατμόσφαιρα με τις τέσσερις μυστηριώδεις ηρωίδες που αναλαμβάνουν να μας ξεναγήσουν στις πιο απρόβλεπτες δημιουργίες των ελλήνων σκηνοθετών.

Η Miss Thriller,η Μiss Noir, η Μiss Fantasy, η Miss Sci-Fi ταξιδεύουν στο χρόνο για να μας παρουσιάσουν 50 ταινίες μυστηρίου και φαντασίας. Συνοδοιπόροι τους στο ταξίδι η αινιγματική Angel, ένας ερευνητής παράλληλων κόσμων και ο σκηνοθέτης. Το ντοκιμαντέρ εκτείνεται χρονικά από το 1959-2009 ενώ συγγραφείς, κριτικοί, σκηνοθέτες και σεναριογράφοι σχολιάζουν το σπάνιο οπτικό και ηχητικό υλικό. Η ταινία του Παναγιωτάτου είναι υποψήφια για το Βραβείο Ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Το ντοκιμαντέρ προβάλλεται στον κινηματογράφο Μικρόκοσμο από τη Feelgood Entertainment.