«Ρασομόν»
H αλήθεια είναι υποκειμενική
H ταινία με μια ματιά: Ένας ιερέας κι ένας ξυλοκόπος συζητάνε για το μυστηριώδες έγκλημα που συντελέστηκε πρόσφατα στην περιοχή τους. Στην παρέα τους προστίθεται και κάποιος διερχόμενος περαστικός ο οποίος πληροφορείται πως ένας σαμουράι δολοφονήθηκε, η σύζυγός του βιάστηκε κι ένας τοπικός ληστής συνελήφθη.
«Ρασομόν»
H αλήθεια είναι υποκειμενική
H ταινία με μια ματιά: Ένας ιερέας κι ένας ξυλοκόπος συζητάνε για το μυστηριώδες έγκλημα που συντελέστηκε πρόσφατα στην περιοχή τους. Στην παρέα τους προστίθεται και κάποιος διερχόμενος περαστικός ο οποίος πληροφορείται πως ένας σαμουράι δολοφονήθηκε, η σύζυγός του βιάστηκε κι ένας τοπικός ληστής συνελήφθη. Μέσα από αλλεπάλληλα φλας μπακ, παρουσιάζονται τρεις αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές της ιστορίας, από τον ληστή, τη σύζυγο και το πνεύμα του νεκρού που μιλάει με τη βοήθεια ενός μέντιουμ. Οι ιστορίες είναι σε πλήρη ασυμφωνία, ενώ ο ληστής και η γυναίκα είναι απίθανο να λένε ψέματα για το προσωπικό τους συμφέρον: και οι δύο υποστηρίζουν ότι διέπραξαν τη δολοφονία.
Το αριστούργημα του Ακίρα Κουροσάβα σύστησε στη Δύση το ασιατικό σινεμά, επηρέασε μια σειρά σκηνοθετών και πέρασε στη γλώσσα της νομικής επιστήμης: ακόμη και σήμερα το «φαινόμενο Ρασομόν» χρησιμοποιείται ως έκφραση για να περιγράψει τις αντιφατικές καταθέσεις.
Η χρήση των αντικρουόμενων φλας μπακ είναι πλέον διαδεδομένη σε πολλές ταινίες αλλά πρώτος την εισήγαγε ο Κουροσάβα, καθιερώνοντας έναν συναρπαστικό τρόπο κινηματογραφικής αφήγησης.
Το «Ρασομόν» δεν απευθύνεται όμως μόνο σε όσους ενδιαφέρονται για τις καινοτομίες που σφράγισαν την Ιστορία του Κινηματογράφου. Το «Ρασομόν» είναι ένα φιλοσοφικό σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη φύση, με διαχρονική ισχύ.
Στην πρώτη σκηνή του έργου ο ξυλοκόπος είναι συγκλονισμένος επειδή δεν μπορεί να εξηγήσει τα κίνητρα όσων κατέθεσαν για το έγκλημα, στο οποίο υπήρξε αυτόπτης μάρτυς. Η απορία του αυτή λαμβάνει υπαρξιακές διαστάσεις: αν η αλήθεια είναι απροσπέλαστη εξαιτίας των αδυναμιών της ανθρώπινης φύσης, τότε δεν μπορούμε να έχουμε σε κανένα εμπιστοσύνη και η κοινωνική συνοχή καταρρέει.
Και οι τρεις πρωταγωνιστές, η γυναίκα, ο ληστής και το πνεύμα του νεκρού συνθέτουν τη δική τους αφήγηση. Το αληθινό γεγονός υπό το πρίσμα των τύψεων, της ντροπής και της οργής του καθενός, αλλάζει περιεχόμενο.
Όλα τα πρόσωπα, ακόμη και ο ξυλοκόπος έχουν κάτι να κρύψουν κι εναπόκειται στον ίδιο το θεατή να αποκωδικοποιήσει ένα από τα ωραιότερα αινίγματα του κινηματογράφου. Η ταινία εξήντα χρόνια μετά την πρώτη της προβολή στο Φεστιβάλ της Βενετίας (Χρυσός Λέων και Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας) δεν έχει χάσει τη φρεσκάδα της γοητείας της.
Ένα ασπρόμαυρο φιλμ, με ερμηνείες που έλκουν την καταγωγή τους από το τελετουργικό παίξιμο του θεάτρου Καμπούκι, εξακολουθεί να καθηλώνει το θεατή φωτίζοντας τα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχολογίας.
Την Πέμπτη 6 Μαϊου στον κινηματογράφο «Τριανόν Filmcenter», (στις 20:15) διοργανώνεται συζήτηση για το «Ρασομόν» με τη συμμετοχή των Θεόδωρου Αγγελόπουλου, Γιώργου Μιχαηλίδη, Γιάννη Μπακογιαννόπουλου, Μάνου Στεφανίδη, Χρήστου Μίτση, Στέλιου Παπαλεξανδρόπουλου, Γιάννη Σολδάτου και Βελισσάριου Κοσσυβάκη. Χαιρετισμό θα απευθύνει ο ιάπωνας πρέσβης κ. Τακανόρι Κιταμούρα.
Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τη Νew Star.
«Ξινή ζωή»
Αμερικανικό Όνειρο σε οικογενειακή συσκευασία
Η ταινία με μια ματιά: Ο δεκαπεντάχρονος Σκοτ Μπάρλετ, ζει στο Λονγκ ¶ιλαντ της Νέας Υόρκης κι έχει να αντιμετωπίσει έναν εργασιομανή πατέρα, μια υπερπροστατευτική μητέρα και έναν αδελφό που έχει καταταγεί στον αμερικανικό στρατό προκειμένου να διαφύγει από την πνιγηρή ατμόσφαιρα του σπιτιού. Μόνη αχτίδα στη μίζερη εφηβεία του είναι το κορίτσι της διπλανής πόρτας, η Αντριάνα Μπραγκ, με την οποία είναι κρυφά ερωτευμένος.
Το γλυκόπικρο δράμα του Ντέρεκ Μαρτίνι, σε παραγωγή του Μάρτιν Σκορσέζε, ακολουθεί την πορεία του Σαμ Μέντες, στο «American Beauty»: στο στόχαστρο της κάμερας μπαίνει και πάλι ο μικρόκοσμος των εύπορων προαστίων, για να διαφανούν οι σκοτεινές πτυχές του Αμερικανικού Ονείρου.
Ο δεκαπεντάχρονος Σκότ ανακαλύπτει πίσω από τη βιτρίνα της οικογενειακής ευμάρειας, το τίμημα της κοινωνικής ανόδου. Ο πατέρας του, ο Μίκι, προετοιμάζει το μνημείο της επαγγελματικής του επιτυχίας, μια υπερπολυτελή βίλα, σε νέα γειτονιά, αλλά συναντά την αντίδραση της συζύγου του.
Ο ίδιος αντιμετωπίζει τη ζωή σαν πεδίο μάχης, στο οποίο επιβιώνουν μόνο οι κυνηγοί. Αυτάρεσκος και αλαζονικός, θεωρεί ότι κατέχει το μυστικό της επιτυχίας αλλά δυσκολεύεται να το διδάξει στους δύο του γιους, για διαφορετικούς λόγους.
Ο ευαίσθητος Σκότι μοιάζει ανέτοιμος να μυηθεί στο ανδρικό σύμπαν, ενώ ο αδελφός του ο Τζιμ, μολονότι ακολουθεί το «δόγμα του ισχυρότερου», δεν αποδέχεται τις απιστίες του Μίκι. Τα δύο αδέλφια προσπαθούν να διαμορφώσουν τη δική τους ταυτότητα, μένοντας μακριά από το πατρικό πρότυπο.
Ο σκηνοθέτης εστιάζει με χιούμορ στα εφηβικά προβλήματα του Σκοτ που περιλαμβάνουν εκτός των άλλων την κατάκτηση της συνομήλικης του Αντριάνα. Η αγαπημένη του αντιμετωπίζει κι αυτή αρκετά προβλήματα με τους γονείς της: ο πατέρας της, Τσάρλι πάσχει από τη νόσο του Λάιμ και είναι άνεργος, ενώ η μητέρα της, η Μελίσα μοιάζει απογοητευμένη από τον σύντροφό της.
Τα δύο παιδιά εισέρχονται διστακτικά στο κατώφλι της ενηλικίωσης και της σεξουαλικής αφύπνισης την ίδια στιγμή που οι γονείς τους, ο Μίκι και η Μελίσα συνάπτουν σχέση. Καθώς η εικόνα της επίπλαστης οικογενειακής ενότητας θρυμματίζεται, οι ρόλοι του κυνηγού και του θηράματος αντιστρέφονται.
Η «Ξινή ζωή» αντανακλά τις νεανικές εμπειρίες του σκηνοθέτη και του αδελφού του Στίβεν στα προάστια του Λονγκ ¶ιλαντ. Στόχος τους ήταν να καταδείξουν την υπόγεια σύνδεση ανάμεσα στο κυνήγι της επιτυχίας και τις διαλυμένες οικογενειακές σχέσεις, εστιάζοντας στο εκρηκτικό κοκτέιλ που τα τροφοδοτεί: την απληστία και τον ατομισμό.
Το αποτέλεσμα είναι μια κωμικοτραγική ιστορία, την οποία υπηρετούν με συνέπεια ο ¶λεκ Μπάλντουιν (Μίκι) και η Σύνθια Νίξον (Μελίσα). Ο Τίμοθι Χάτον δίνει μια παλέτα διαφορετικών ψυχολογικών τόνων, υποδυόμενος τον μανιοκαταθλιπτικό και παραιτημένο Τσάρλι. Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους των δύο αγοριών υποδύονται ο Κίραν και ο Ρόρυ Κάλκιν που είναι αδέλφια και στην πραγματικότητα. Παίζουν επίσης οι Έμα Ρόμπερτς, Τίμοθι Χάτον και Τζιλ Χένεσι.
«Ραντεβού για παντρεμένους»
Ο γάμος θέλει χιούμορ
Η ταινία με μια ματιά: Μετά από αρκετά χρόνια έγγαμου βίου, δύο φασαριόζικα παιδιά και εξαντλητικούς ρυθμούς δουλειάς, ο Φιλ και η Κλερ Φόστερ κοντεύουν να γίνουν δύο καλά φιλαράκια. Κάνοντας απελπισμένες προσπάθειες να διατηρήσουν έστω και μια μικρή σπίθα ερωτισμού, προσπαθούν να κάνουν κάτι διαφορετικό στην καθιερωμένη εβδομαδιαία τους έξοδο. ¶θελά τους όμως εμπλέκονται σε περιπέτειες που δεν μπορούσαν να φανταστούν και το ρομαντικό ραντεβού μετατρέπεται σε εφιάλτη.
Η απολαυστική κωμωδία του Σον Λέβι βάζει στο μάτι του κυκλώνα ένα βαρετό ζευγάρι από το Νιου Τζέρσεϊ. Ο Φιλ και η Κλερ έχουν ξεπεράσει τα όρια της κακώς εννοούμενης συζυγικής οικειότητας. Όταν όμως βλέπουν να διαλύεται ο γάμος ενός φιλικού τους ζευγαριού εξαιτίας της ανίας, αποφασίζουν να κάνουν την ύστατη προσπάθεια για να εκπλήξουν τον εαυτό τους αλλά και το ταίρι τους.
Σε μια κρίση παρορμητισμού και θράσους, ξεκινούν να κατακτήσουν ένα τραπέζι στο πιο μοδάτο εστιατόριο του Μανχάταν, χωρίς να έχουν κάνει κράτηση. Το σενάριο σατιρίζει με ευρηματικό τρόπο τους ναούς της νυχτερινής διασκέδασης στη Νέα Υόρκη που δίνουν τη δυνατότητα στους κοινούς θνητούς να κρυφοκοιτάξουν λίγο τα αγαπημένα τους είδωλα.
Οι ξιπασμένοι σερβιτόροι, ο θρύλος της υψηλής γαστρονομικής απόλαυσης, οι νεόπλουτοι σταρ του χιπ χοπ και οι έκθαμβοι, πειθήνιοι πελάτες αποτελούν ένα μικρό μέρος της τοιχογραφίας της πολυάσχολης, πολύχρωμης πόλης.
Ένα από τα πετυχημένα ευρήματα του σεναρίου είναι ότι η σοβαροφανής εικόνα των Φόστερ έρχεται σε αντίθεση με τη διαστροφική αίσθηση του χιούμορ που τους χαρακτηρίζει. Οι Φόστερ «κλέβουν» την κράτηση ενός άλλου ζευγαριού και υποδυόμενοι τους Τριπλχορν κατορθώνουν να βρουν θέση στον παράδεισο του περιβόητου εστιατορίου «Claws».
Τα γέλια όμως τους κόβονται όταν ανακαλύπτουν με φρίκη ότι η νέα τους, πλαστή ταυτότητα τους φέρνει σε σύγκρουση με τον υπόκοσμο των νυχτερινών κλαμπ.
Παρότι σκουριασμένοι από τη συζυγική ραστώνη, οι Φόστερ μετατρέπονται με το ζόρι σε ένα συναρπαστικό δίδυμο δράσης και περιπέτειας. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο Φιλ Φόστερ ανακαλύπτει ότι η γυναίκα του θαυμάζει έναν από τους πελάτες της (τον ημίγυμνο Μαρκ Ουέλμπεργκ) που αποτελεί την τελευταία τους ελπίδα σωτηρίας. Τους Φόστερ υποδύονται ο Στιβ Καρέλ και η Τίνα Φέι, δύο διάσημοι κωμικοί της αμερικανικής τηλεόρασης, βραβευμένοι με Χρυσές Σφαίρες για τη συμμετοχή τους σε δημοφιλείς σειρές όπως τις «The daily show» και «30 Rock».
Ο Σον Λέβι ενσωματώνει στο «Ραντεβού για παντρεμένους» στοιχεία παρωδίας των ταινιών δράσης. Γρήγοροι ρυθμοί και διασκεδαστικές ατάκες, σε μια ανάλαφρη ταινία που υπενθυμίζει ότι ο έρωτας θέλει χιούμορ και λίγο χρόνο. Πρωταγωνιστούν οι Στιβ Καρέλ, Τίνα Φέι, Μαρκ Ουέλμπεργκ, Τζέιμς Φράνκο, Μίλαν Κούνις κ.α.
Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Odeon.
«Αγαπημένε μου Τζον»
Η επιστροφή του στρατιώτη
Η ταινία με μια ματιά: Ο Τζον Τάιρι (Τσάνιγκ Τέιτουμ), νεαρός στρατιώτης των Ειδικών Δυνάμεων, εσωστρεφής, με εκρηκτικό χαρακτήρα, βρίσκεται με άδεια στο σπίτι του στη Νότια Καρολίνα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του ερωτεύεται κεραυνοβόλα την φοιτήτρια Σαβάνα Κέρτις (Αμάντα Σάιφριντ). Οι δύο νέοι αποφασίζουν να διατηρήσουν την παθιασμένη σχέση τους, παρότι οι συγκυρίες τους χωρίζουν: ο Τζον πρέπει να επιστρέψει στο μέτωπο και η Σαβάνα στο πανεπιστήμιο. Ο έρωτάς τους παραμένει ζωντανός μέσα από τα εκατοντάδες ερωτικά γράμματα που ανταλλάσσουν.
Το αισθηματικό δράμα του Λάσε Χάλστρομ εκθρόνισε το «¶βαταρ» στο αμερικανικό box office, όταν η ταινία του Κάμερον ολοκλήρωσε τον κύκλο της μετά από επτά συνεχόμενες εβδομάδες στην κορυφή.
Στην εποχή του e-mail και των sms οι ήρωες της ταινίας μένουν πιστοί στην παραδοσιακή αλληλογραφία, για τις ανάγκες ενός στερεότυπου ρομαντισμού. Το σενάριο είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα του Νίκολας Σπαρκς, τον σύγχρονο βασιλιά των αμερικανικών ρομάντζων.
Ο Τσάνιγκ Τέιτουμ, υποδύεται τον Τζον, τον νεαρό στρατιώτη ο οποίος κρύβει πίσω από τα βίαια ξεσπάσματά του, τα τραύματα από το οικογενειακό του περιβάλλον. Ο πατέρας του , ο απόμακρος και εκκεντρικός κύριος Τάιρι (Ρίτσαρντ Τζέκινς) πάσχει από μια ελαφριά μορφή αυτισμού, ενώ η μητέρα του τους έχει εγκαταλείψει εδώ και χρόνια.
Ο ήρωας ανακαλύπτει στο πρόσωπο της Σαμάνθα, τη ζεστασιά της αγάπης και της επικοινωνίας αλλά το στρατιωτικό του καθήκον τον υποχρεώνει να αναβάλλει την ευτυχία του. Το εξ αποστάσεως ερωτικό πάθος των δύο νέων δοκιμάζεται όταν το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμου Πύργους, παρατείνει τη θητεία του Τζον.
Το δράμα του αμερικανού στρατιώτη ο οποίος θυσιάζει στο βωμό του μετώπου τις χαρές της προσωπικής ζωής αλλά και οι επιπτώσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, αποτελούν αγαπημένα θέματα του Χόλιγουντ.
Η εκδοχή του Λάσε Λάστρομ δίνει έμφαση στον ηθικό κώδικα αξιών των πρωταγωνιστών, ώστε να δημιουργηθεί ανάμεσά τους το απαιτούμενο χάσμα για να ξεδιπλωθούν οι συγκινησιακά φορτισμένες σκηνές.
Το ψυχολογικό πορτρέτο του Τζον αποκτάει μεγαλύτερο βάθος, προς το τέλος, όταν ανακαλύπτει ότι δεν μπορεί να καλύπτει τα κενά της ζωής του με πρόσχημα τα στρατιωτικά του καθήκοντα.
Η Αμάντα Σάιφριντ έχει αποδείξει το ταλέντο της σε πιο ενδιαφέροντες ρόλους (όπως για παράδειγμα στην «Υποψία» του Ατόμ Εγκογιάν), ωστόσο προσεγγίζει την προσωπικότητα της ιδεαλίστριας Σαμάνθα με τους υψηλούς, δακρύβρεχτους τόνους που απαιτεί το σενάριο.
Στα θετικά της ταινίας συγκαταλέγεται η εξαιρετική ερμηνεία του Ρίτσαρντ Τζέκινς. Το ευαίσθητο ζήτημα της θεραπείας των αυτιστικών παιδιών, προκαλεί συγκίνηση αλλά σκοντάφτει πάνω στη μελοδραματική ατμόσφαιρα της ταινίας. Επιπλέον, η σχεδόν εκνευριστική καλοσύνη και αυτοθυσία των πρωταγωνιστών αφαιρεί πόντους από την αληθοφάνεια της ιστορίας.
Σους πρωταγωνιστικούς ρόλους οι Αμάντα Σάιφριντ, Τσάνιγκ Τέιτουμ, Χένρι Τόμας, Ρίτσαρντ Τζέκινς κ.α.
H ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τη Filmopolis.