Τη δική της «11η Σεπτεμβρίου» εκτιμά η εφημερίδα «Ιζβέστια» ότι έχει τώρα η Ρωσία. «Μετά την 26η Οκτωβρίου δεν θα είναι αυτή που ήταν πριν το δεύτερο μέρος του μιούζικαλ «Νορντ Οστ».
Η «Νεζαβίσιμαγια Γκαζέτα» θέτει το ερώτημα «Μέχρι ποια όρια μπορούν να περιοριστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι ελευθερίες στη Ρωσία μετά την τραγωδία αυτή;» «Oλοι μας καταλαβαίνουμε πως η απάντηση του σύγχρονου κράτους στην τρομοκρατική επίθεση είναι ο προσωρινός περιορισμός της ελευθερίας. Η Ρωσία, όμως δεν είναι οι ΗΠΑ, υπόδειγμα της δημοκρατίας. Στη Ρωσία τα προσωρινά αυτά μέτρα μπορούν εύκολο να μετατραπούν σε .. μόνιμα», προειδοποιεί η εφημερίδα.
Η «Τρούντ» επικεντρώνει την προσοχή της στα πατριωτικά αίσθημα των Ρώσων. «Μαζί με τη θλίψη και το θρήνο στις ψυχές των ανθρώπων εμφανίστηκε μια αίσθηση περηφάνιας για την εξουσία που δεν επέτρεψε τη Ρωσία να γονατίσει μπροστά στους τρομοκράτες. Είναι η αίσθηση που οι Ρώσοι την έχουν ξεχάσει εντελώς τα τελευταία χρόνια», τονίζει.
Τέλος, η «Ροσίσκαγια Γκαζέτα» προσπαθεί να μεταφέρει στην κοινωνία αισιόδοξο μήνυμα. «Παγωμένη για τρεις ημέρες η ζωή μας συνεχίζεται... Η ζωή συνεχίζεται, τονίζει η εφημερίδα, αλλά δεν θα είναι πια ίδια...»
Ο Μπέρναρντ Λιούις, ένας από τους πιο γνωστούς ειδικούς παγκοσμίως για ισλαμικά θέματα, με αφορμή την τραγωδία στη Μόσχα αναπτύσσει στην ιταλική «Corriere della Sera» τον προβληματισμό του για τον διάλογο ανάμεσα στον ισλαμικό κόσμο και τη Δύση.
«Είναι πολύ νωρίς να πούμε αν η τραγωδία της Μόσχας θα δυσκολέψει ακόμη περισσότερο τον διάλογο. Οι πρώτες ενδείξεις πάντως είναι αποθαρρυντικές. Ακουσα, για παράδειγμα, τους Τσετσένους να λένε ότι μέρος της ομάδας που έδρασε στη Μόσχα προερχόταν από τη Μέση Ανατολή. Αν είναι αλήθεια, τότε η κατάσταση περιπλέκεται».
Ο Μπαράγιεφ, ο επικεφαλής των Τσετσένων που έθεσε σε ομηρία πάνω από 750 άτομα στο θέατρο της Μόσχας, προσδιόρισε εαυτόν και τους άλλους 49 συντρόφους του σαν μέλη ενός ισλαμικού ριζοσπαστικού κινήματος. Είναι πολύ σημαντική αυτή η διάσταση, καθώς το τσετσενικό ζήτημα χάνει τον χαρακτήρα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και παίρνει τη μορφή του ιερού πολέμου.
«Μπορούμε να δούμε τις εκρήξεις δυσαρέσκειας στον ισλαμικό κόσμο με δύο τρόπους», λέει ο Μπέρναρντ Λιούις. Μπορούμε να εξετάσουμε χωριστά τις συγκρούσεις στην Τσετσενία, στο Κασμίρ, στην Αλγερία, στο Σουδάν, στο Κόσοβο, στη Βοσνία, και βέβαια στην Παλαιστίνη. Καθεμιά από τις συγκρούσεις αυτές έχει τη σημασία της και τη βαρύτητά της.
Υπάρχει όμως και μια άλλη προσέγγιση. Να θεωρήσουμε τις συγκρούσεις αυτές ως συμπτώματα ενός ευρύτερου προβλήματος που ανάγεται στη σύγκρουση ανάμεσα στον χριστιανικό και στον ισλαμικό πολιτισμό. Πρόκειται για δύο πολιτισμούς που δεν βασίζονται στην εθνικότητα αλλά στη θρησκεία. Σε δύο θρησκείες που αμφότερες θέλουν να είναι οικουμενικές και αποκλειστικές.
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις που παρακολουθούμε τον τελευταίο καιρό (Μπαλί, Φιλιππίνες, Μόσχα) όμως, έχουν βαθύτερες ρίζες. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν την υποστήριξη της πλειοψηφίας των μουσουλμάνων. Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι δεν είναι φονταμενταλιστές, και οι περισσότεροι φονταμενταλιστές δεν είναι τρομοκράτες.
Υπάρχει και ένας άλλος παράγων που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη. Είναι το πρόβλημα του ουαχαμπισμού. Ο ουαχαμπισμός είναι μια ακραία μορφή ισλαμικού ριζοσπαστισμού, τον οποίο δίδαξε πρώτος ο Μουχάμαντ Ιμπν Αμπντ αλ-Ουάχαμπ στη Ναντζντ, μια ερημική περιοχή της βορειοανατολικής Αραβίας. Το κίνημα αυτό άσκησε επιρροή έξω από τη ζώνη αυτή, χωρίς όμως τίποτα υπερβολικό. Υστερα συνέβησαν δύο πράγματα. Το πρώτο ήταν η ίδρυση του σαουδαραβικού βασιλείου, το 1925. Το άλλο ήταν το πετρέλαιο. Ο ουαχαμπισμός απέκτησε έτσι αφενός το τεράστιο κύρος που απορρέει από τον έλεγχο του προσκυνήματος στη Μέκκα και στη Μεδίνα, αφετέρου τα μεγάλα κέρδη από το πετρέλαιο.
Με τον τρόπο αυτό, καταλήγει ο Λιούις, αυτός ο τύπος του ισλάμ, ένας τύπος αδιάλλακτος, μισαλλόδοξος και καταπιεστικός που δεν είναι χαρακτηριστικός της μουσουλμανικής θρησκείας, απέκτησε μια σπουδαιότητα που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχε ποτέ.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΖΩΡΤΖΙΝΑΚΗ