Τετάρτη, 26 Μαΐου 2010 18:50

Αποψη: Επίκαιρη η πρόταση Γκάιτνερ για «τεστ αντοχής» στην ΕΕ

Ένα τεστ αντοχής σε εμβέλεια Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Αυτό ακριβώς έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες τον περασμένο χρόνο, υποχρεώνοντας τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας να «τεστάρουν» τους ισολογισμούς τους.

Από τον Πίτερ Ταλ Λάρσεν

Μπορεί ο Μισέλ Μπαρνιέ να θέλει την Ευρώπη καλύτερα προετοιμασμένη για την επόμενη χρηματοοικονομική κρίση, αλλά φαίνεται πως τα σχέδιά του χάνουν την ουσία. Η πρόταση που προωθεί επίμονα ο Τίμοθι Γκάιτνερ για την επιβολή «τεστ αντοχής» σε επίπεδο ΕΕ γεννά από μόνη της ερωτήματα. Τουλάχιστον, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ έχει εντοπίσει το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ευρωπαϊκός χρηματοοικονομικός κλάδος.

Η σημερινή κρίση που ταλανίζει την ευρωζώνη έχει τις ρίζες της στο δημόσιο χρέος. Ωστόσο, οι ανησυχίες για την έκθεση των τραπεζών σε δημόσιο χρέος υψηλού κινδύνου είναι αυτές που έχουν «στραγγαλίσει» τις αγορές διατραπεζικής χρηματοδότησης στην Ευρώπη. Επίσης, υπάρχουν ενδείξεις ότι αποσύρονται τα αμερικανικά αμοιβαία κεφάλαια διαθεσίμων, τα οποία διακρατούν χρεωστικούς τίτλους της ευρωζώνης που υπερβαίνουν σε αξία τα 500 δισ. δολάρια.

Ένα τεστ αντοχής σε εμβέλεια Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Αυτό ακριβώς έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες τον περασμένο χρόνο, υποχρεώνοντας τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας να «τεστάρουν» τους ισολογισμούς τους σε μια σειρά ακραίων σεναρίων και να προχωρήσουν, όταν κρίθηκε αναγκαίο, σε άντληση πρόσθετων κεφαλαίων. Η επιβολή των τεστ –και των κυρώσεων που το συνόδεψαν– επιβραβεύτηκαν από την αγορά με τόνωση της εμπιστοσύνης στις αμερικανικές τράπεζες. Μπορεί η ΕΕ να ισχυρίζεται ότι έκανε κάτι παρόμοιο, αλλά τα αποτελέσματα του τεστ δεν δόθηκαν ποτέ στη δημοσιότητα, ενώ δεν οδήγησαν σε ανάλογη ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των ιδρυμάτων.

Η αλήθεια είναι ότι η διεξαγωγή τεστ αντοχής σε επίπεδο ΕΕ δεν είναι τόσο απλή υπόθεση όσο φαίνεται, καθώς δεν υπάρχει κεντρική ρυθμιστική αρχή που θα σχεδιάσει ή θα επιβάλει τα τεστ, το οποίο σημαίνει ότι θα πρέπει να επιτευχθεί συμφωνία των εθνικών εποπτικών αρχών. Επιπλέον, δεν υπάρχει ένας κεντρικός κουμπαράς –όπως το πρόγραμμα TARP των ΗΠΑ– για την αναδιάρθρωση των κεφαλαίων των τραπεζών. Η αλήθεια είναι ότι οι τράπεζες με μεγαλύτερη ανάγκη ενίσχυσης της κεφαλαιακής τους επάρκειας θα απευθυνθούν στην εκάστοτε κυβέρνηση, η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα δυσκολευτεί πολύ να αντεπεξέλθει. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, πιθανότατα δεν θα επιτρέψει την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών της από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

Δικαιολογημένα ανησυχεί ο Γκάιτνερ. Εάν η κρίση στον τραπεζικό κλάδο της ΕΕ κλιμακωθεί, είναι πιθανό να «αγκαλιάσει» όλη την υφήλιο, υπονομεύοντας τις προσπάθειες της αμερικανικής κυβέρνησης να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των αγορών. Μπορεί η υιοθέτηση της στρατηγικής που εφάρμοσαν οι ΗΠΑ να μην είναι εύκολη υπόθεση, αλλά η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις τράπεζες της ΕΕ είναι μία από τις πιο πιεστικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα οι αρμόδιοι χάραξης στρατηγικής. Και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε με τη νέα φορολογία των τραπεζών ούτε με την απαγόρευση του short-selling.