Στις 19 Μαΐου 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή («ΕΕ») υιοθέτησε την πρώτη απόφασή της σε υπόθεση παράνομης σύμπραξης επιχειρήσεων (“cartel”) (2) όπου εφαρμόστηκε η νέα διαδικασία διευθέτησης διαφορών (settlement procedure). Παρότι πρόκειται για μια καταδικαστική απόφαση για παράβαση του ¶ρθρου 101 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ») όπου το συνολικό πρόστιμο για 10 επιχειρήσεις ήταν ¤331.273.800, η επιτευχθείσα διευθέτηση προσέφερε στις επιχειρήσεις αυτές μια συντομότερη διαδικασία και μία έκπτωση 10% του προστίμου για την κάθε μία.
Του Σταμάτη Δρακακάκη *
Διευθέτηση διαφορών μεταξύ Ευρωπαικής Επιτροπής και επιχειρήσεων σε υποθέσεις παράνομων συμπράξεων (1)
Στις 19 Μαΐου 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή («ΕΕ») υιοθέτησε την πρώτη απόφασή της σε υπόθεση παράνομης σύμπραξης επιχειρήσεων (“cartel”) (2) όπου εφαρμόστηκε η νέα διαδικασία διευθέτησης διαφορών (settlement procedure). Παρότι πρόκειται για μια καταδικαστική απόφαση για παράβαση του ¶ρθρου 101 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ») όπου το συνολικό πρόστιμο για 10 επιχειρήσεις ήταν ¤331.273.800, η επιτευχθείσα διευθέτηση προσέφερε στις επιχειρήσεις αυτές μια συντομότερη διαδικασία και μία έκπτωση 10% του προστίμου για την κάθε μία.
Η διαδικασία διευθέτησης
Η διαδικασία διευθέτησης έχει τις ρίζες της στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (plea bargaining) αν και η κοινοτική/ευρωπαϊκή μορφή της είναι αρκετά διαφοροποιημένη. Η ΕΕ, έχοντας διαπιστώσει ότι οι υποθέσεις «καρτέλ» - που συνήθως αφορούν πολλές διαφορετικές επιχειρήσεις ως εμπλεκόμενα μέρη αλλά και ογκωδέστατο αποδεικτικό υλικό – χρονοτριβούν και απασχολούν το ανθρώπινο δυναμικό της για σειρά ετών εωσότου εκδοθεί η σχετική τελική απόφαση αλλά και εωσότου τελεσιδικήσει αυτή ενώπιον των Κοινοτικών δικαστηρίων, ανακίνησε το ζήτημα της διαδικασίας διευθέτησης. Η δημόσια διαβούλευση του σχεδίου της ΕΕ έλαβε χώρα την περίοδο Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2007, ενώ η τελική μορφή της διαδικασίας παρουσιάστηκε μέσα από το σχετικό Κανονισμό (3) και την επεξηγηματική Ανακοίνωση στα τέλη Ιουνίου 2008. (4)
Η ουσία της διαδικασίας διευθέτησης συνίσταται στο ότι οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις (όλες ή μερικές) σε μια παράνομη σύμπραξη είναι διατεθειμένες να παραδεχθούν την συμμετοχή τους και την ευθύνη που συνεπάγεται αυτή (πρόστιμο). (5) Πιο συγκεκριμένα, βάσει των χαρακτηριστικών μιας υπόθεσης και την προοπτική επίτευξης αποτελεσματικότητας, η ΕΕ αποφασίζει την κίνηση μιας τέτοιας διαδικασίας και καλεί τα μέρη να εκφράσουν το ενδιαφέρον τους να συμμετάσχουν σε αυτή. (6) Οι (διμερείς) συνομιλίες μεταξύ μερών και ΕΕ λαμβάνουν χώρα κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της εκκίνησης έρευνας του άρθρου 11 παρ.6 του Κανονισμού 1/2003 και της κοινοποίησης του Κειμένου Αιτιάσεων (Statement of Objections) της ΕΕ στα μέρη. (7) Κατά την διάρκεια των συνομιλιών, τον ρυθμό των οποίων ελέγχει η ΕΕ, αποκαλύπτονται στα μέρη συγκεκριμένες πληροφορίες και αποδεικτικό υλικό που στοιχειοθετούν τις αιτιάσεις της Επιτροπής και το ενδεχόμενο πρόστιμο. (8) Εφόσον σημειωθεί πρόοδος στις συνομιλίες (συναντίληψη) και οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συμφωνήσουν να παραδεχτούν τις αιτιάσεις της ΕΕ και το εύρος του ενδεχόμενου προστίμου, τότε καλούνται οι τελευταίες να υποβάλλουν γραπτώς (ή κατΆεξαίρεση και προφορικώς) τις τελικές παρατηρήσεις τους προτού τους κοινοποιηθεί το Κείμενο Αιτιάσεων. (9) Οι παρατηρήσεις αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν:
α) την παραδοχή της ευθύνης συμμετοχής στην παράβαση καθώς και την διάρκεια συμμετοχής,
β) ενδεικτική αναφορά στο ανώτατο ύψος προστίμου το οποίο τα μέρη θα αποδέχονταν,
γ) επιβεβαίωση ότι τα μέρη έχουν ενημερωθεί επαρκώς σχετικά με τις αιτιάσεις της Επιτροπής καθώς και ότι τους παρασχέθηκαν επαρκείς δυνατότητες για να εκφράσουν τις θέσεις τους,
δ) επιβεβαίωση ότι τα μέρη δεν θα ζητήσουν πρόσβαση στο φάκελο ούτε νέα προφορική ακρόαση (παρα μόνο μόνον εάν η Επιτροπή στην κοινοποίηση αιτιάσεων και στην απόφασή της δεν αντανακλά τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στην κοινοποίηση των αιτιάσεων και στην απόφαση),
ε) την συγκατάθεση των μερών να λάβουν την κοινοποίηση των αιτιάσεων και την τελική απόφαση σε μια συμφωνηθείσα επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις δεσμεύουν τα μέρη τα οποία δεν δύνανται κατόπιν να ανακαλέσουν μονομερώς το αίτημα τους για διευθέτηση της διαφοράς. Ακολούθως η ΕΕ κοινοποιεί το Κείμενο Αιτιάσεων της στα μέρη και τους ζητά να απαντήσουν μέσα σε βραχύ χρονικό διάστημα επιβεβαιώνοντας απλώς (με όρους που δεν επιδέχονται παρερμηνεία) ότι η κοινοποίηση των αιτιάσεων αντιστοιχεί στο περιεχόμενο των παρατηρήσεων που υπέβαλαν και ότι, ως εκ τούτου, ισχύει η δέσμευσή τους ότι θα συμμετάσχουν στην διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς. (10) Η επιβράβευση της συμμετοχής αυτής έρχεται με την τελική απόφαση όπου το προβλεπόμενο πρόστιμο μειώνεται κατά 10%.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι η ΕΕ έχει δικαίωμα να εγκαταλείψει την διαδικασία διευθέτησης (για μια σειρά λόγων που αναφέρει η σχετική Ανακοίνωση) αλλά και ότι το Κολλέγιο των Επιτρόπων δύναται να μην δεχθεί το σχέδιο απόφασης της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού που βασίζεται στην διαδικασία διευθέτησης. Στην - μάλλον εξαιρετική – περίπτωση αυτή η ΕΕ είναι υποχρεωμένη να επανέλθει με νέo Κείμενο Αιτιάσεων, τα μέρη επαναποκτούν δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο και δικαίωμα ακρόασης ενώ η όποια παραδοχή ευθύνης κατά το στάδιο των παρατηρήσεων ανακαλείται και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την Επιτροπή.
Οι τελικές αποφάσεις της ΕΕ έστω και αν έχουν ληφθεί μετά την διαδικασία διευθέτησης είναι αντικείμενα δικαστικού ελέγχου από τον Κοινοτικό Δικαστή.
Η επιτάχυνση της συνολικής διαδικασίας και τα οφέλη για την ΕΕ και τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις
Η διαδικασία διευθέτησης αφενός επιταχύνει την έκδοση της τελικής απόφασης της ΕΕ και αφετέρου μειώνει τον όγκο προσφυγών ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων).
Ως προς το πρώτο, η σύνταξη ενός πιο απλουστευμένου Κειμένου Αιτιάσεων από την ΕΕ, η απουσία πολλών διαφορών για την πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης, η παραίτηση από την ακροαματική διαδικασία και η σύνταξη ενός πιο απλουστευμένου κειμένου τελικής απόφασης σαφώς συντελούν στην επιτάχυνσης της διαδικασίας. Ως προς το δεύτερο, έστω και αν τα μέρη δύνανται να προσβάλλουν τις τελικες αποφάσεις της ΕΕ που προέκυψαν από την διαδικασία διευθέτησης, αυτό θεωρείται μάλλον απίθανο. Οι παραδοχές που έχουν γίνει κατά το στάδιο των συνομιλίων δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για αμφισβήτηση των τελικών αποφάσεων από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις εκτός εάν τεθεί ζήτημα διακριτικής/άνισης μεταχείρισης των μερών στον καταλογισμό του προστίμου.
Η διευθέτηση διαφορών – με όποιες ενστάσεις και αν διατυπώνονται για επιμέρους θέματα της διαδικασίας - συνδράμει τα μέγιστα στην αποτελεσματικότητα του έργου της ΕΕ. Το ανθρώπινο δυναμικό της δεν αναλώνεται/κατασπαταλείται σε ατελείωτες διοικητικές αλλά και δικαστικές διαδικασίες και επομένως διεκπεραιώνεται μεγαλύτερος αριθμός υποθέσεων καρτέλ. Κρίνεται δε ότι και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής (προστίμου) μεγενθύνεται όταν η καταδικαστική απόφαση δεν απέχει χρονικά πολύ από την παράνομη πράξη. Αντίστοιχα, και οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έχουν κάθε λόγο να μην επιθυμούν μακρόχρονες διαδικασίες που βλάπτουν την εικόνα τους και αυξάνουν την αβεβαιότητα των οικονομικών τους. Περαιτέρω, η μείωση της τάξεως του 10% σε μία υπόθεση που είναι μάλλον χαμένη και όπου το ενδεχόμενο πρόστιμο είναι μάλλον δυσβάσταχτο, αποτελεί μία ελκυστική επιλογή. Από δε την σκοπιά των πιθανών αγωγών αποζημίωσης, οι συμμετέχουσες σε μια σύμπραξη επιχειρήσεις επωφελούνται από την σχετικά απλοποιημένη τελική απόφαση της ΕΕ, από την οποία οι ενδεχόμενοι αιτούντες αποζημίωσης αντλούν λιγότερο (από ότι σε μια συνηθισμένη τελική απόφαση) αποδεικτικό υλικό. Η δυνατότητα δε προφορικής υποβολής των παρατηρήσεων των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στην διαδικασία διευθέτησης αλλά και άλλες προστατευτικές δικλίδες που θέτει η Ανακοίνωση, έχουν ακριβώς ως σκοπό να διαφυλάξουν τις επιχειρήσεις αυτές από τις δυσμενείς επιπτώσεις σε τυχόν μεταγενέστερες αγωγές αποζημίωσης. (11)
Σχέση της διαδικασίας διευθέτησης με το πρόγραμμα επιείκειας αλλά και τις αποφάσεις δεσμεύσεων του ¶ρθρου 9 του Κανονισμού 1/2003.
Παρότι και η διευθέτηση διαφοράς και το πρόγραμμα επιείκειας της ΕΕ (leniency program) βασίζονται στην συνεργασία των επιχειρήσεων που εμπλέκονται σε μια παράνομη σύμπραξη, ωστόσο η λειτουργία και ο στόχος των δύο αυτών μέτρων διαφέρουν. Η εθελούσια παροχή αποδεικτικών στοχείων στα πλαίσια του προγράμματος επιείκειας είναι εργαλείο έρευνας ή, άλλως, αποσκοπεί στην ενεργοποίηση ή και προώθηση των ερευνών της Επιτροπής. (12) Αυτό δικαιολογεί α) το γεγονός ότι υπάρχει χρονική ιεράρχηση μεταξύ των επιχειρήσεων που προσκομίζουν βοηθητικά στοιχεία και β) ανάλογα με την ιεράρχηση αυτή ο πρώτος δύναται να αμνηστευτεί ενώ οι υπόλοιποι απολαμβάνουν σημαντικότατες εκπτώσεις που ξεκινούν από 50%. Αντίθετα, στις διευθετήσεις η Επιτροπή έχει συγκεντρωμένο όλο το απαραίτητο υλικό για να στοχειοθετήσει την παράβαση του ¶ρθρου 101 ΣΛΕΕ και απλώς ζητά από τις επιχειρήσεις να συνδράμουν στην επιτάχυνση της διαδικασίας αποδεχόμενες τις ευθύνες τους και παραιτούμενες συγκεκριμένων διαδικαστικών δικαιωμάτων. ΓιΆαυτό και δεν υφίσταται διαφοροποίηση μεταξύ των μερών ως προς το ποσοστό μείωσης του προστίμου για τη συμμετοχή στη διαδικασία διευθέτησης, αλλά είναι για όλους 10%. Περαιτέρω σημειώνεται ότι το 10% της διευθέτησης υπολογίζεται στο συνολικό ποσό του προστίμου πριν την όποια προσαύξηση για αποτρεπτικούς λόγους σε πολύ μεγάλες επιχειρήσεις και πριν την όποια μείωση που προκύπτει από την συμμετοχή στο πρόγραμμα επιείκειας. (13) ¶ρα η μείωση για τα δύο αυτά μέτρα λειτουργεί τρόπον τινά σωρευτικά.
Αναφορικά με τις αποφάσεις δεσμεύσεων της ΕΕ του άρθρου 9 του Κανονισμού 1/2003, αυτές λαμβάνονται σε οποιαδήποτε υπόθεση πιθανής παράβασης του ¶ρθρου 101 και 102 ΣΛΕΕ με εξαίρεση τις υποθέσεις καρτέλ. Οι αποφάσεις αυτές έχουν το χαρακτηριστικό ότι δεν διαπιστώνουν παράβαση και δεν έχουν δεσμευτική ισχύ έναντι των εθνικών δικαστηρίων. Αντίθετα, οι αποφάσεις που προέκυψαν από διευθέτηση είναι καταδικαστικές αποφάσεις του ¶ρθρου 7 του Κανονισμού 1/2003 και ασφαλώς είναι δεσμευτικές για τα εθνικά δικαστήρια (ως προς την ύπαρξη της παράβασης).
Η πρώτη υπόθεση διευθέτησης διαφοράς – παράνομη σύμπραξη επιχειρήσεων στην αγορά των ημιαγωγών D-RAM για ηλεκτρονικούς υπολογιστές
Η σύμπραξη που εξιχνίασε η Επιτροπή έλαβε χώρα από την 1 Ιουλίου 1998 έως 15 Ιουνίου 2002. Αφορούσε σε ένα δίκτυο επαφών και ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών, κυρίως σε διμερές επίπεδο, που συντόνιζε τα ύψη των τιμών των ημιαγωγών για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (συγκεκριμένα για τα λεγόμενα Dynamic Random Access Memory ή DRAMs) των οποίων αγοραστές ήταν κατασκευαστές Η/Υ ή άλλων hardware μηχανημάτων μέσα στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. Οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις ήταν οι Samsung, Hynix, Infineon, NEC, Hitatchi, Mitsubishi, Toshiba, Elpida, Nanya και Micron. Με εξαίρεση την τελευταία που αμνηστεύτηκε (απηλλάγη του προστίμου) κάνοντας χρήση του προγράμματος επιείκειας, οι υπόλοιπες επιχειρήσεις κλήθηκαν να καταβάλουν συνολικό πρόστιμο που μετά και την μείωση κατά 10% έφτασε τα ¤331.273.800. Οι συνομιλίες για την διευθέτηση της διαφοράς ξεκίνησαν μέσα στο 2009 ενώ το Κείμενο Αιτιάσεων (τις οποίες οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις επιβεβαίωσαν) τους κοινοποιήθηκε τον Φεβρουάριο 2010. Ο νέος Επίτροπος για την Πολιτική Ανταγωνισμού, Joaquin Almunia, δήλωσε ότι ότι η απόφαση αυτή είναι σταθμός στην καταπολέμηση των καρτέλ μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η υπόθεση αυτή είναι σίγουρα πιλοτική ως προς την διαδικασία που ακολουθήθηκε, ωστόσο δεν είναι και το καλύτερο παράδειγμα σύντομης διαδικασίας. Οι έρευνες της ΕΕ είχαν ξεκινήσει με Ερωτηματολόγια στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ήδη το 2003 (μετά την αίτηση αμνήστευσης της Micron). Από το 2003 έως το 2006 και άλλες συμμετέχουσες προσέφεραν υλικό και συνεργασία στα πλαίσια του προγράμματος επιείκειας, ενώ η διαδικασία διευθέτησης ξεκίνησε μέσα στο 2009 και το Κείμενο Αιτιάσεων κοινοποιήθηκε τον Φεβρουάριο 2010. Η υπόθεση λοιπόν αυτή κατέληξε σε μια τελική απόφαση επτά (7) έτη μετά, στις 19 Μαΐου 2010 ενώ η διαδικασία διευθέτησης διήρκεσε λίγο περισσότερο από ένα έτος. Σημειώνεται δε ότι η ΕΕ βοηθήθηκε από παράλληλες διαδικασίες έρευνας της σύμπραξης αυτής από άλλες Αρχές ανά την υφήλιο, όπως π.χ το Department of Justice των ΗΠΑ και η Αρχή Ανταγωνισμού της Νότιας Κορέας.
________________________
(1) Το παρόν έχει ενημερωτικό σκοπό και δεν παρέχει νομική συμβουλή.
(2) Οι συμπράξεις (καρτέλ) είναι συμφωνίες ή/και εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ανταγωνιστών που αποσκοπούν στον συντονισμό της ανταγωνιστικής τους συμπεριφοράς στην αγορά ή/και στον επηρεασμό των σχετικών παραμέτρων ανταγωνισμού μέσω πρακτικών όπως ο καθορισμός των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής, οι ποσοστώσεις παραγωγής ή πωλήσεων, η κατανομή των αγορών, περιλαμβανομένης της νόθευσης διαγωνισμών, ο περιορισμός των εισαγωγών ή εξαγωγών ή/και αντιανταγωνιστικές ενέργειες σε βάρος άλλων ανταγωνιστών. Οι εν λόγω πρακτικές συγκαταλέγονται μεταξύ των σοβαρότερων παραβιάσεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.
(3) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 622/2008 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2008 , για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004, της Επιτροπής σχετικά με τη διεξαγωγή των διαδικασιών διευθέτησης διαφορών σε υποθέσεις συμπράξεων - Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 171 της 01/07/2008 σ. 0003 – 0005.
(4) Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών εν όψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου σε περιπτώσεις συμπράξεων.
(5) Σε καμία περίπτωση δεν υποχρέωνονται οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να συμμετάσχουν στην διαδικασία διευθέτησης. Εάν μόνο μερικές επιχειρήσεις φερόμενες ως εμπλεκόμενες σε μία σύμπραξη επιθυμούν να προχωρήσουν στην διευθέτηση, τότε η Επιτροπή έχει να επιλέξει μεταξύ του να εγκαταλέιψει την προσπάθεια για διευθέτηση, ή να την προχωρήσει μόνο για τους ενδιαφερόμενους ενώ για τους άλλους να εφαρμόσει την συνήθη διαδικασία (περίπτωση «υβριδικών υποθέσεων»).
(6) Ωστόσο, τα ίδια τα εμπλεκόμενα μέρη δύνανται να εκφράσουν το ενδιαφέρον τους για υποθετική διευθέτηση, πριν ακόμα από την απόφαση κίνησης της διαδικασίας του άρθρου 11 παρ.6 του Κανονισμού 1/2003 και την πρόσκληση ενδιαφέροντος της Επιτροπής.
(7) Αφού κοινοποιηθεί σε μία επιχείρηση το κείμενο αιτιάσεων της Επιτροπής, τότε παύει η δυνατότητα της να εκδηλώσει ενδιαφέρον συμμετοχής σε διαδικασία διευθέτησης.
(8) Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Ανακοίνωση της Επιτροπής, «αυτή η έγκαιρη αποκάλυψη πληροφοριών στο πλαίσιο των συνομιλιών για τη διευθέτηση μιας διαφοράς, [...], επιτρέπει στα ενδιαφερόμενα μέρη να πληροφορηθούν περί των σημαντικότερων στοιχείων που έχουν ληφθεί υπόψη μέχρι τούδε, όπως τα καταγγελλόμενα πραγματικά περιστατικά, ο νομικός χαρακτηρισμός αυτών των πραγματικών περιστατικών, η βαρύτητα και η διάρκεια της πιθανολογούμενης σύμπραξης, η απόδοση ευθυνών, ο υπολογισμός του εύρους των ενδεχόμενων προστίμων, καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία βασίζονται οι ενδεχόμενες αιτιάσεις. Τοιουτοτρόπως τα ενδιαφερόμενα μέρη θα μπορέσουν να υποστηρίξουν τις θέσεις τους σχετικά με ενδεχόμενες αιτιάσεις κατ' αυτών και θα είναι σε θέση να αποφασίσουν βάσει των κατάλληλων πληροφοριών εάν θα προχωρήσουν ή όχι σε διαδικασία για τη διευθέτηση της διαφορά».
(9) Η κοινοποίηση του Κειμένου Αιτιάσεων είναι υποχρεωτικό στάδιο πριν την έκδοση οριστικής απόφασης και κατοχυρώνει τα δικαιώματα άμυνας των κατηγορουμένων επιχειρήσεων.
(10) Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στα πλαίσια της διαδικασίας διευθέτησης, το Κείμενο Αιτιάσεων είναι πολύ πιο απλοποιημένο από ότι συνήθως, γεγονός που επίσης επιταχύνει την διαδικασία.
(11) Η προστασία που παρέχεται είναι ανάλογη εκείνης που υπάρχει στις καταθέσεις και υποβολή εγγράφων στα πλαίσια του προγράμματος επιείκιας.
(12) Βλέπε Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (καρτέλ) - Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 298 της 08/12/2006 σ. 0017 – 0022.
(13) Βλέπε Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 2 σημείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 -Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 210 της 01/09/2006 σ. 0002 – 0005.
*O Σταμάτης Δρακακάκης είναι δικηγόρος με ειδικότητα στο Δίκαιο Ανταγωνισμού, μέλος της δικηγορικής εταιρείας Τζουγανάτος & Συνεργάτες