Τα μεταλλαγμένα τρόφιμα κυκλοφορούν στην αγορά των ΗΠΑ για περισσότερα από 12 χρόνια. Οι περισσότερες τροφές που καταναλώνουν οι Αμερικανοί είναι είτε γενετικά τροποποιημένες είτε εκτίθενται στη γενετική τροποποίηση με κάποιον τρόπο στην παραγωγική διαδικασία.
Του Per Pinstrup-Andersen*
Την ώρα που ο πλανήτης διχάζεται σχετικά με τη νέα συνθήκη κλιματικών αλλαγών, οι ξηρασίες συνεχίζονται στην Κένυα, με τις καλλιέργειες καλαμποκιού να ξηραίνονται. Οι φτωχές αγροτικές οικογένειες πλήττονται σοβαρά, οι άνθρωποι λιμοκτονούν και πολλοί από αυτούς που επιβιώνουν είναι εξαιρετικά υποσιτισμένοι.
Η ελπίδα, όμως, δεν έχει χαθεί: τον επόμενο χρόνο, οι αρχές της Κένυας θα ξεκινήσουν τις δοκιμές σε ποικιλίες καλαμποκιού που προσφέρουν μεγαλύτερες αποδόσεις και είναι πιο ανθεκτικές στην ξηρασία. Γιατί, όμως, οι αγρότες στην Κένυα και άλλες αφρικανικές χώρες δεν έχουν πρόσβαση σε ποικιλίες που αντέχουν στην ξηρασία πριν γίνει το κακό;
Ένας λόγος είναι ότι οι καλλιέργειες αυτές στηρίζονται σε ερευνητικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται στη μοριακή βιολογία, μεταξύ των οποίων και η γενετική μηχανική. Οι αφρικανικές κυβερνήσεις έχουν την εντύπωση ότι η γενετική μηχανική είναι επικίνδυνη, με πολλούς Ευρωπαίους και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις –καθώς και ΜΚΟ όπως η Greenpeace– να δηλώνουν αποφασισμένοι να την αποφύγουν.
Δυστυχώς, η κυβέρνηση της Κένυας άκουσε αυτές τις φωνές και δεν επέτρεψε στους αγρότες της να καλλιεργήσουν γενετικά τροποποιημένο (μεταλλαγμένο) καλαμπόκι, παρότι εδώ και πολλά χρόνια εγκρίνεται, φυτεύεται, θερίζεται και καταναλώνεται τόσο από ανθρώπους όσο και από ζώα στη Νότια Αφρική, την Αργεντινή, τη Βραζιλία, τις ΗΠΑ και άλλες χώρες . Μολονότι η Κένυα διαθέτει ένα ερευνητικό πρόγραμμα για τη γεωργία που λειτουργεί καλά και χρηματοδοτείται επαρκώς, η κυβέρνηση δεν έχει επιτρέψει τις δοκιμές των μεταλλαγμένων καλλιεργειών στο έδαφός της.
Η μοριακή βιολογία προσφέρει εξαιρετικά εργαλεία για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας, ρύπανσης του περιβάλλοντος και υποσιτισμού, τα οποία ταλανίζουν την Κένυα. Το ερώτημα είναι εάν οι αρμόδιοι χάραξης πολιτικής είναι έτοιμοι να τα χρησιμοποιήσουν. Προφανώς, οι περισσότερες κυβερνήσεις της ΕΕ δεν είναι. Γιατί, όμως, οι αναπτυσσόμενες χώρες χρονοτριβούν; Υπάρχουν τόσο μεγάλοι κίνδυνοι που δικαιολογούν την οδύνη που θα μπορούσε να αποφευχθεί;
Τα μεταλλαγμένα τρόφιμα κυκλοφορούν στην αγορά των ΗΠΑ για περισσότερα από 12 χρόνια. Οι περισσότερες τροφές που καταναλώνουν οι Αμερικανοί είναι είτε γενετικά τροποποιημένες είτε εκτίθενται στη γενετική τροποποίηση με κάποιον τρόπο στην παραγωγική διαδικασία. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταγραφεί ούτε μία ένδειξη ασθένειας ή θανάτου εξαιτίας αυτής –στις ΗΠΑ ή οπουδήποτε αλλού καταναλώνονται μεταλλαγμένα τρόφιμα. Επιπλέον, δεν έχει αναφερθεί κάποια επίπτωση στο περιβάλλον.
Είναι δύσκολο μια νέα τεχνολογία να μην έχει παρενέργειες. Αρκεί να σκεφτούμε τους θανάτους που έχει προκαλέσει η ανακάλυψη του τροχού ή ακόμη και τις παρενέργειες των φαρμάκων που παίρνουμε. Πού έγκειται, τότε, η επικινδυνότητα των γενετικά τροποποιημένων τροφών;
Οι επικριτές της γενετικής μηχανικής στις τροφές και τη γεωργία χρησιμοποιούν διάφορα επιχειρήματα, κανένα εκ των οποίων δεν φαίνεται να είναι βάσιμο. Το πρώτο εξ αυτών είναι ότι «η γενική τροποποίηση δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα του υποσιτισμού και της ανασφάλειας ως προς τη σίτιση». Είναι αλήθεια ότι οι μεταλλαγμένες τροφές δεν μπορούν να λύσουν μονομερώς το πρόβλημα, μπορούν όμως να αποτελέσουν ένα σημαντικό μέρος της λύσης.
Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι «δεν έχουμε αρκετά στοιχεία σχετικά με τις επιδράσεις και τις παρενέργειες». Αυτό ισχύει όσο μερικές από τις ομάδες που εναντιώνονται στα μεταλλαγμένα τρόφιμα καταστρέφουν τις επιτόπιες δοκιμές που θα μπορούσαν να μας παρέχουν περισσότερα στοιχεία. Ίσως πιο ισχυρό επιχείρημα θα ήταν ότι πολλοί πολέμιοι των μεταλλαγμένων δεν θέλουν να μάθουμε περισσότερα.
Τρίτον, «δεν πρέπει να κάνουμε τους θεούς». Αν μας έδωσε μυαλό ο θεός ήταν για να το χρησιμοποιούμε προκειμένου να διασφαλίσουμε την ισορροπία ανθρώπου-φύσης με στόχο να περιοριστεί ο υποσιτισμός και να προστατευτεί το περιβάλλον.
Τέταρτον, «η γύρη των μεταλλαγμένων φυτών μολύνει τις τροφές που παράγονται με φυσικό τρόπο». Αυτό θα μπορούσε να ισχύει μόνο για τα φυτά εξωτερικής επικονίασης και μόνο εάν ο διαχωρισμός αυτών που «παράγονται με φυσικό τρόπο» εξαιρούσε τα μεταλλαγμένα φυτά, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο να υποστηρίξει κανείς εφόσον αυτά τα γονίδια είναι το ίδιο οργανικά με όλα τα υπόλοιπα.
Τέλος, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι εάν οι αγρότες μπορούσαν να φυτέψουν μεταλλαγμένες ποικιλίες, θα ήταν εξαρτημένοι από παραγωγούς σπόρων, όπως η Monsanto, η οποία έχει κατοχυρώσει την παντέντα –συνεπώς και το μονοπώλιο– στο εμπόριο καρπών. Οι ιδιωτικές εταιρείες, όμως, διεξάγουν μόνο τις μισές από τις έρευνες για τη γεωργία, ανεξάρτητα με το εάν εμπλέκεται η γενετική μηχανική. Οι υπόλοιπες μισές διεξάγονται στο πλαίσιο των δημόσιων ερευνητικών προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται με δημόσια κεφάλαια. Τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών δεν εξαρτώνται από τη μονοπωλιακή δύναμη του ιδιωτικού τομέα. Το γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι καλλιεργητές καλαμποκιού, παπάγιας και σόγιας στις ΗΠΑ χρησιμοποιούν γενετικά τροποποιημένους καρπούς δείχνει ότι τους συμφέρει.
Ομοίως, ένα μεγάλο ποσοστό αγροτών –οι περισσότεροι εκ των οποίων μικροκαλλιεργητές– στην Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Νότια Αφρική, την Κίνα, την Ινδία και άλλες χώρες προτιμούν τους μεταλλαγμένους καρπούς επειδή κερδίζουν περισσότερα χρήματα από τις καλλιέργειες. Η σημαντική μείωση φυτοφαρμάκων συνεπάγεται μείωση του κόστους για τους καλλιεργητές μεταλλαγμένων ποικιλιών, με ταυτόχρονο όφελος τόσο σε επίπεδο υγείας όσο και περιβάλλοντος.
Ίσως, όμως, αυτοί που εναντιώνονται στις ιδιωτικές εταιρείες καρπών στην πραγματικότητα να εναντιώνονται στον καπιταλισμό και την οικονομία της αγοράς, και όχι στους μεταλλαγμένους καρπούς. Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να διαλέξουν μια εκστρατεία που θα είναι λιγότερο επιζήμια για τους φτωχούς και τους υποσιτισμένους των αναπτυσσόμενων κρατών.
Η κρίση σίτισης τα έτη 2007-2008 έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, δίνοντας μια πρόγευση για το τι μπορεί να επιφυλάσσει το μέλλον εάν συνεχίζουμε με τον ίδιο τρόπο –να εναντιωνόμαστε, για παράδειγμα, στη χρήση των νέων επιτευγμάτων της επιστήμης στον τομέα των τροφών και της γεωργίας. Οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών και των αναπτυσσόμενων κρατών θα πρέπει να αλλάξουν επειγόντως νοοτροπία σχετικά με τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς προκειμένου να εξασφαλιστεί η σίτιση όλων με βιώσιμο τρόπο.
Αυτή η αλλαγή νοοτροπία θα έχει ως αποτέλεσμα να μειωθεί η πείνα, η φτώχια και ο υποσιτισμός, θα ευνοηθούν οι φυσικοί πόροι του πλανήτη, ενώ θα επιβραδυνθεί η εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου από τη γεωργία. Το μόνο που χρειάζεται είναι πολιτική βούληση.
*Ο Per Pinstrup-Andersen είναι καθηγητής Σίτισης, Διατροφής και Δημόσιας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Κόρνελ και καθηγητής Οικονομικών της Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης στη Δανία
Copyright: Project Syndicate, 2010.