Τρίτη, 06 Ιουλίου 2010 12:42

Kλιματολόγοι στο «κίτρινο»

Οι επιστήμονες που αποκάλυψαν με τις έρευνές τους το μέγεθος της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής πέφτουν στα «περιποιητικά χέρια» του κίτρινου Τύπου.

Του Πρεμ Σάνκαρ Τζα

ΝΕΟ ΔΕΛΧΙ - Οι επιστήμονες που αποκάλυψαν με τις έρευνές τους το μέγεθος της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής πέφτουν στα «περιποιητικά χέρια» του κίτρινου Τύπου. Πρώτα ήταν το σκάνδαλο με τη διαρροή (στην πραγματικότητα, υποκλοπή από χάκερς) ηλεκτρονικών μηνυμάτων από τη μονάδα κλιματικών ερευνών του Πανεπιστημίου Ιστ ¶νγκλια στη Μεγάλη Βρετανία. Τώρα είναι η υποτιθέμενη είδηση ότι τελικά δεν συρρικνώνονται οι παγετώνες των Ιμαλαΐων και, συνεπώς, δεν θα εξαφανιστούν μέχρι το 2035.

Το πρώτο σκάνδαλο ήταν προγραμματισμένο να ξεσπάσει λίγο πριν από τη σύνοδο κορυφής του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή στην Κοπεγχάγη (COP15). Το δεύτερο σκοπεύει να εξαφανίσει τη λιγοστή ελπίδα που έχει απομείνει για την υπογραφή της συνθήκης που θα διαδεχθεί το Πρωτόκολλο του Κιότο. Καθώς εμφανίστηκαν η μία μετά την άλλη, αυτές οι μεγαλοποιημένες υποθέσεις έχουν καταφέρει, τουλάχιστον προς το παρόν, ένα τεράστιο πλήγμα στην αξιοπιστία των αποδείξεων που στηρίζουν τη μάχη ενάντια στην υπερθέρμανση του πλανήτη.

Όμως, πόσο δικαιολογημένες είναι αυτές οι επιθέσεις και, κυρίως, οι επιθέσεις προς τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), το σώμα των Ηνωμένων Εθνών το οποίο έχει θέσει το χρυσό κανόνα για την αξιολόγηση των επιπτώσεων της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής; Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι η περιφρονητική στάση των σκεπτικιστών της κλιματικής αλλαγής απέναντι στα πραγματικά στοιχεία της μελέτης που εκπόνησε η ινδική κυβέρνηση. Με αυτή τη στάση θέλουν να υπονομεύσουν την έκθεση της IPCC και τα άμεμπτα διαπιστευτήρια του επιστήμονα Σαϊέντ Ικμπάλ Χασνάιν ο οποίος ευθύνεται για την ανησυχητική δήλωση της IPCC σχετικά με τα Ιμαλάϊα. ¶λλο ένα παράδειγμα είναι η χαιρεκακία με την οποία βάλθηκαν να καταστρέψουν μια κυρίαρχη μορφή του κινήματος ενάντια στην υπερθέρμανση του πλανήτη, τον βραβευμένο με Νόμπελ Ειρήνης Δρα. Ρατζέντρα Κουμάρ Πατσόρι, αποδίδοντας οικονομικά κίνητρα στην έρευνά του.

Ο Χασνάιν, ο οποίος αυτή την περίοδο διεξάγει μια μελέτη για τη συσσώρευση μαύρου άνθρακα στο χιόνι σε μεγάλα υψόμετρα των Ιμαλαΐων, δεν είναι ένας εγωκεντρικός επιστήμονας που επιζητά τα φώτα της δημοσιότητας. Ήταν καθηγητής Παγετωνολογίας στη Σχολή Περιβαλλοντικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Τζιαβαχαρλάλ Νεχρού και μέλος του Ινδικού Ινστιτούτου Τεχνολογίας και του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Ντελφτ της Ολλανδίας. Μεταξύ του 1995 και του 1999, υπήρξε πρόεδρος μιας ομάδας εργασίας σχετικά με τους παγετώνες των Ιμαλαΐων στο πλαίσιο της Διεθνούς Επιτροπής για το Χιόνι και τον Πάγο (ICSI). Είναι, επίσης, ο συγγραφέας του βιβλίου Παγετώνες των Ιμαλαΐων: Υδρολογία και Υδροχημεία καθώς και πλήθους επιστημονικών δημοσιεύσεων.

Ο Χασνάιν ανέφερε την παρατήρησή του στο περιοδικό New Scientist το 1999, μόλις πέντε χρόνια έπειτα από την αποκορύφωση της υποχώρησης των παγετώνων και μόλις δύο με τρία χρόνια έπειτα από την έναρξη της επιβράδυνσής της – πάρα πολύ νωρίς ώστε να γίνεται λόγος για αλλαγή της τάσης. Μπορεί η IPCC να βιάστηκε να χρησιμοποιήσει τη δήλωσή του, αλλά δεν είχε πρόθεση να παραπλανήσει το κοινό καθώς την περίοδο 2003-2004, ένα χρόνο πριν την οριστικοποίηση της τέταρτης έκθεσής της, αυτή η αλλαγή στην τάση των παγετώνων δεν θα γινόταν εύκολα αντιληπτή.

Αυτό που αναφέρει, στην ουσία, η έκθεση του 2009 από το υπουργείο Περιβάλλοντος της Ινδίας είναι ότι ο μέσος όρος συρρίκνωσης των παγετώνων, περίπου πέντε μέτρα το χρόνο από το 1840, όταν άρχισαν να τηρούνται αρχεία, αυξήθηκε απότομα μεταξύ των δεκαετιών του 1950 και του 1990. Η συρρίκνωση, όμως, επιβραδύνθηκε μετά τα μέσα του 1990 μέχρι που, για μερικούς από τους μεγαλύτερους και πιο γνωστούς παγετώνες όπως ο Γκανγκότρι και ο Σιάτσεν, «σχεδόν σταμάτησε κατά την περίοδο 2007-2009.»

Ωστόσο, η υποχώρηση του «ρύγχους» ενός παγετώνα αποτελεί μία από τις τρεις παραμέτρους που καθορίζουν την πιθανή αλλαγή στη μορφολογία του. Οι άλλες δύο είναι το «ισοζύγιο μάζας» του και ο ρυθμός εκροής του νερού που προκύπτει από την τήξη των πάγων. Η μάζα των παγετώνων των Ιμαλαΐων δεν έπαψε να μειώνεται παρΆ όλο που ο ρυθμός μείωσης είναι πλέον κάπως πιο αργός από ό,τι στο παρελθόν. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέλλεξε το ινδικό Κέντρο Διαστημικών Εφαρμογών (SAC) από 466 παγετώνες μεταξύ του 1962 και του 2004, η επιφάνεια των παγετώνων μειώθηκε κατά 21% και ο όγκος τους κατά 30,8%.

Η ίδια μελέτη αποκαλύπτει, επίσης, ότι οι μικρότεροι παγετώνες συρρικνώνονται πολύ πιο γρήγορα από ό,τι οι μεγαλύτεροι. Ενώ οι παγετώνες που καλύπτουν πάνω από πέντε εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα έχασαν 12% από τη μάζα τους, αυτοί που καλύπτουν λιγότερο από ένα εκατομμύριο τετραγωνικά μέτρα έχουν χάσει 38%. Εφαρμόζοντας τη συνολική αναλογία απώλειας μάζας προς καλυπτόμενη επιφάνεια, προκύπτει ότι οι πιο μικροί (και πιο πολυάριθμοι) παγετώνες των Ιμαλαΐων έχασαν μέχρι το 57% της μάζας τους από το 1960 έως το 2004.

Τι θα μπορούσε να αποτρέψει την υποχώρηση των ρυγχών των παγετώνων; Ένας πιθανός παράγοντας θα ήταν η απόθεση στρωμάτων σκόνης και μαύρου άνθρακα («αερολυμάτων» όπως αποκαλούνται συλλογικά) πάνω στο χιόνι. Η συσσώρευσή τους μέχρι 400 γραμμάρια ανά τετραγωνικό μέτρο αυξάνει κατά πολύ το ρυθμό τήξης. Μεταξύ 400 και 600 γραμμαρίων, δεν επιφέρει περαιτέρω συνέπειες, αλλά όταν ξεπερνά τα 600 γραμμάρια λειτουργεί σαν ασπίδα ενάντια στον ήλιο, και επιβραδύνει την τήξη.

Τα πολύ πιο παχιά στρώματα αερολυμάτων στα κατώτερα άκρα των παγετώνων πιθανόν να εξηγούν την τάση αρκετών παγετώνων, όπως διαπιστώνεται στην ινδική έκθεση, να στενεύουν στη μέση τους δημιουργώντας δύο ξεχωριστά τμήματα. Επομένως, η επιβράδυνση στην υποχώρηση των ρυγχών των παγετώνων θα ήταν μια πιθανή συνέπεια της ραγδαίας αύξησης του ορεσίβιου πληθυσμού και της ερήμωσης που προκαλεί η υπερβολική βοσκή. Η άνοδος, δηλαδή, των επιπέδων αερολυμάτων οφείλεται σε καθαρά τοπικούς παράγοντες.

Μόνο περαιτέρω έρευνες που να εστιάζουν στις διαφορές μεταξύ παγετώνων σε πυκνοκατοικημένες περιοχές και παγετώνων σε ακατοίκητες περιοχές όπως ο Σιάτσεν θα δώσουν μια οριστική απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Αν βασιστούμε, όμως, στην πληθυσμιακή ανάπτυξη και την ερήμωση για να παρατείνουμε τη ζωής τους, θα είναι σαν να κόβουμε χρόνια από τον ένα για να δώσουμε στον άλλον.

Αυτό που πρέπει να εξεταστεί δεν είναι η βασιμότητα της μακροπρόθεσμης τάσης, αλλά η φύση των τοπικών επιδράσεων που αντιτίθενται σε αυτή. Σπεύδοντας να απολογηθούν για μια δήλωση που προφανώς δεν κατέστη κατανοητή, ο Βρετανός υπουργός Ενέργειας και Κλιματικών Αλλαγών, Εντ Μίλιμπαντ, και οι υπόλοιποι δεν έθεσαν υπό αμφισβήτηση μόνο την ακεραιότητα επιστημόνων όπως ο Χασνάιν αλλά και την αξιοπιστία της ίδιας της επιστήμης.

Copyright: Project Syndicate, 2010.