Στην Ευρώπη δεν χρειαζόμαστε λιτότητα, αλλά περισσότερη υπευθυνότητα στη διακυβέρνηση και συντονισμό, επισημαίνει σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Foreign Policy» ο Πρωθυπουργός.
Στην Ευρώπη δεν χρειαζόμαστε λιτότητα, αλλά περισσότερη υπευθυνότητα στη διακυβέρνηση και συντονισμό, επισημαίνει σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Foreign Policy» ο Πρωθυπουργός. Αυτό θα σταθεροποιήσει την Ευρωζώνη, εκτιμά ο κ. Παπανδρέου, αλλά παράλληλα «πρέπει να ακολουθήσουμε μια πορεία εμβάθυνσης της ολοκλήρωσής μας, αλλιώς, υπάρχει κίνδυνος να γυρίσουμε πίσω, σε πιο εθνικιστικές, πιο εγωκεντρικές πολιτικές, σε μεγαλύτερη ανασφάλεια, εύκολη απόδοση στερεοτύπων και αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων ανάμεσά μας».
Ερωτηθείς εξάλλου για τα σκληρά μέτρα που ελήφθησαν στο πλαίσιο του μηχανισμού στήριξης, ο κ. Παπανδρέου υποστηρίζει πως αν η αντίδραση των αγορών δεν ήταν τόσο βίαιη -σχετικά με το ύψος του ελληνικού χρέου - η κυβέρνηση θα είχε περισσότερο χρόνο να προβεί στις απαραίτητες αλλαγές, με λιγότερο οδυνηρό τρόπο και λιγότερο δραστικά μέτρα.
Όσο για το βαθμό ανταπόκρισης του λαού στην προσπάθεια της κυβέρνησης, ο Γ.Παπανδρέου ήταν σαφής: «Πρέπει να δείξουμε ότι η κυβέρνηση ενεργεί υπεύθυνα... Όταν θα αρχίζει να βλέπει ο κόσμος ότι όλοι πληρώνουν αυτά που οφείλουν, θα νιώθει ότι υπάρχει συλλογική ευθύνη».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Πρωθυπουργού στο περιοδικό «Foreign Policy» και το δημοσιογράφο Benjamin Pauker.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Είπατε ότι η χώρα σας «αγωνίζεται για την επιβίωσή της». Και οι βίαιες διαμαρτυρίες στους δρόμους της Αθήνας φάνηκαν να το επιβεβαιώνουν αυτό για κάποιο διάστημα. Αλλά τα πράγματα φαίνεται να ησύχασαν κάπως, παρά την ψήφιση της επίμαχης μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού. Πού βρίσκεται τώρα η Ελλάδα;
Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Πράγματι, υπήρξαν κάποιες εκδηλώσεις, ακόμα και βίας, όμως, παρά το γεγονός ότι το ενδιαφέρον των ΜΜΕ επικεντρώνεται σε αυτές, θα έλεγα ότι αποτελούν εξαίρεση. Προφανώς, η κατάσταση είναι δύσκολη και οι άνθρωποι είναι δυσαρεστημένοι. Θα έλεγα, όμως, ότι η μεγάλη πλειοψηφία του λαού αντιλαμβάνεται ότι έπρεπε να γίνουν αυτές οι αλλαγές, οι οποίες είχαν καθυστερήσει πολύ στη χώρα μας, προκειμένου να καταστεί πιο αξιόπιστο το σύστημα διακυβέρνησης και πιο διαφανής η λειτουργία της χώρας. Πρέπει όλοι να αναλάβουμε τις ατομικές μας ευθύνες απέναντι στη χώρα.
Νομίζω ότι το αίσθημα αυτό έχει επικρατήσει σαφώς, έστω και αν έγιναν διαδηλώσεις - που είναι κατανοητό. Σημαντική μερίδα των πολιτών καλούνται να αναλάβουν το βάρος, παρότι δεν ευθύνονται για την κρίση. Η κρίση οφείλεται στην κακή διαχείριση και διακυβέρνηση των τελευταίων έξι ετών, στην έλλειψη διαφάνειας, στην κηδεμονία και τις πελατειακές σχέσεις, ακόμη και στη διαφθορά. Και όλα αυτά εντάθηκαν από την διεθνή οικονομική κρίση.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Γεννηθήκατε και σπουδάσατε, κατά κύριο λόγο, στις ΗΠΑ. Πολλοί δε από τους στενότερους συμβούλους σας είναι Αμερικανοί. Πιστεύετε ότι το αμερικανικό καπιταλιστικό μοντέλο ευθύνεται, σε κάποιο βαθμό, για την κρίση που αντιμετωπίζουν σήμερα η Ευρώπη και η Ελλάδα;
Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Είναι προφανές ότι τα προβλήματα ξεκίνησαν στον χρηματοπιστωτικό τομέα, με τη διοχέτευση στην αγορά δομημένων ομόλογων και ειδικών προϊόντων, που ήταν απλά μια απάτη, παρόλο που είχαν αξιολόγηση 3 «Α». Νομίζω ότι βλέπουμε πια, ότι οι αγορές μπορεί να κάνουν λάθος και δεν πρέπει να τις λατρεύουμε σαν θεούς. Πρέπει να δούμε τώρα πώς θα τις αξιοποιήσουμε, ώστε να βοηθήσουν τις οικονομίες και τις κοινωνίες μας. Αλλά αυτό είναι πάλι θέμα κακής διακυβέρνησης. Γιατί δεν υπήρξε ρύθμιση; Γιατί δεν υπήρξε διαφάνεια;
Και όλα αυτά δεν έγιναν μόνο στο εσωτερικό των ΗΠΑ, αλλά παντού στον κόσμο. Επλήγη και η Ευρώπη, η οποία αγόρασε τόσα πολλά τοξικά ομόλογα. Επλήγησαν και οι αναπτυσσόμενες χώρες και λιγότερο οι αναδυόμενες αγορές. Αυτό δείχνει, όμως, ότι απαιτείται πολύ περισσότερη συντονισμένη δράση στον κόσμο και περισσότερη παγκόσμια διακυβέρνηση. Το G-20 μπορεί να μην είναι ο καλύτερος θεσμός, αλλά το γεγονός ότι γίνεται μια προσπάθεια τώρα για τον συντονισμό της δράσης είναι, πιστεύω, σημαντικό, υπό τον όρο ότι θα προχωρήσουμε σε εφαρμογή και δεν θα μείνουμε απλώς στις δηλώσεις.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ορισμένοι αναλυτές, μεταξύ των οποίων και ο Nouriel Roubini, ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μια μη βιώσιμη σχέση χρέους προς ΑΕΠ και ότι τα δάνεια στήριξης και τα μέτρα λιτότητας απλώς καθυστερούν την αναπόφευκτη αναδιαπραγμάτευση του χρέους - με μια λέξη, τη χρεοκοπία. Γιατί να μην εξοφλήσετε το χρέος, να τιμωρήσετε τους θεσμικούς επενδυτές, που για τόσο καιρό υποτιμούσαν τους κινδύνους και οι οποίοι ωφελήθηκαν, επιβάλλοντας οικονομική πειθαρχία στον δημόσιο τομέα;
Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Υπήρχαν δύο επιλογές - η μία ήταν η στάση πληρωμών και η άλλη να μην κηρύξουμε στάση πληρωμών, αλλά να ακολουθήσουμε άλλη οδό. Αυτή τη δεύτερη λύση επιλέξαμε, λοιπόν - όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπάρχουν πολλά αρνητικά σημεία στη στάση πληρωμών. Θα πλήττονταν οι τράπεζές μας, όχι μόνο οι δικές μας, αλλά και οι ευρωπαϊκές. Αυτό θα είχε, επίσης, ως αποτέλεσμα τη μετάδοση των προβλημάτων σε άλλες χώρες, πράγμα που θα δημιουργούσε μια σαφώς χειρότερη κατάσταση.
Έχουμε αυτό τον σημαντικό μηχανισμό στήριξης με τα δάνεια, που πρέπει να αποπληρώσουμε, δάνεια όμως με καλύτερα επιτόκια από αυτά που θα παίρναμε τότε στην αγορά. Αυτό μας έδωσε τον χρόνο να προβούμε στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Δεύτερον, έχουμε το πρόβλημα της εκτεταμένης σκιώδους οικονομίας, της παράνομης οικονομίας αν θέλετε, της φοροδιαφυγής, της διαφθοράς κ.λπ., που θεωρώ ότι μπορούν επίσης να αλλοιώσουν τις προοπτικές της Ελλάδας. Όλα αυτά θα χρειαστούν κάποιο χρόνο για να διορθωθούν, αλλά είμαστε αποφασισμένοι να τα αλλάξουμε. Η Κυβέρνησή μου, παραδείγματος χάρη, έχει περάσει τώρα νομοθεσία για απόλυτη διαφάνεια σε όλες τις υπογραφές του δημόσιου τομέα, με την ανάρτηση όλο και περισσότερων εσόδων από τη φορολογική μεταρρύθμιση και συμβάσεων, στο Διαδίκτυο. Έτσι, τα πράγματα θα είναι πιο διαφανή και, με τον τρόπο αυτό, πιστεύω, ότι θα αποκαλυφθεί η σκιώδης οικονομία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα ισχυρό αίσθημα εμπιστοσύνης, ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το μακροπρόθεσμο χρέος.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Σε προσωπικό επίπεδο, τι σημαίνει να ηγείται κανείς αυτής της χώρας, σε περίοδο κρίσης; Φαντάζομαι ότι δεν μπορούσατε να προβλέψετε τη σοβαρότητα των προβλημάτων, όταν αναλάβατε ως Κυβέρνηση.
Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Πρώτα απ’ όλα, ξέραμε ότι υπήρχαν προβλήματα, χρόνια προβλήματα, και είχαμε μάλιστα επισημάνει τη φύση τους πριν από τις εκλογές ακόμα. Είχαμε πει ότι δεν λειτουργούσε σωστά η χώρα μας. Υπήρχε έλλειψη διαφάνειας, πολλά χρήματα που χάνονταν, που σπαταλούνταν μέσα από την τεράστια γραφειοκρατία, το πελατειακό σύστημα, την κηδεμονία, τη χρήση για λάθος σκοπούς και, βεβαίως, υπήρχε και το πρόβλημα του χρηματισμού. Ξέραμε ότι τα πράγματα αυτά έπρεπε να αλλάξουν και, αλλάζοντάς τα, θα κάναμε την οικονομία μας πιο αποτελεσματική και ανταγωνιστική, ειδικότερα στον δημόσιο τομέα.
Δεν νομίζω ότι κανείς περίμενε την σχεδόν βίαιη αντίδραση των αγορών, καθώς περνούσε ο καιρός. Αν η αντίδραση των αγορών δεν ήταν τόσο βίαιη - σχετικά με το ύψος του ελληνικού χρέους - πιστεύω ότι θα είχαμε περισσότερο χρόνο να κάνουμε αυτές τις αλλαγές, με λιγότερο οδυνηρό τρόπο, με λιγότερο δραστικά μέτρα. Όλα αυτά, προφανώς, έχουν πλήξει ορισμένα από τα πλουσιότερα μέλη της κοινωνίας, αλλά και εκείνα της μεσαίας τάξης, καθώς και τους φτωχούς, οι οποίοι πρέπει να αποζημιωθούν, με διάφορους τρόπους.
Ένα άλλο μάθημα είναι ότι είμαστε μια μικρή χώρα και, οι αγορές, κυρίως οι αγορές παραγώγων, μπορούν να παίζουν με τις χώρες και τις κυβερνήσεις και με κάθε πολιτική που εφαρμόζουμε. Παρά το γεγονός ότι υπήρξε μια πρώτη θετική αντίδραση από τις αγορές, λίγες μέρες αργότερα, κάποιος αναλυτής, μια δήλωση, ένας τραπεζίτης, ή κάποιος που έπαιζε στις αγορές παραγώγων, άλλαξε αυτή την θετική αντίδραση και την μετέστρεψε. Μπορεί να επικρατήσει μια ψυχολογία στις αγορές, που δεν είναι ορθολογική και μπορεί να μεταβληθεί σε ψυχολογία του όχλου, η οποία μπορεί να κινηθεί προς μια - φαινομενικά - θετική κατεύθυνση, δημιουργώντας φούσκες, ή προς μια αρνητική κατεύθυνση, με καταστροφικές συνέπειες για τις χώρες.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Σπουδάστε κοινωνιολογία ως φοιτητής στο Amherst College και κατόπιν ως υποψήφιος για Μasters στο London School of Economics. Πώς σας βοήθησαν οι σπουδές σας, η κατάρτισή σας σε θέματα κοινωνιολογίας, στην αντιμετώπιση της κρίσης;
Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Βλέπω ότι υπάρχουν πολλές συζητήσεις τώρα μεταξύ οικονομολόγων, ακόμα και στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τόση πολλή εποικοδομητική ανταλλαγή στη φιλελεύθερη παιδεία και, κατά κάποιο τρόπο, αυτό για μένα είναι παράδοξο. Αυτό που έχω εκτιμήσει στις ΗΠΑ, είναι το γεγονός ότι, μπορεί κανείς να έχει φιλελεύθερη παιδεία, με μια ευρύτατη προσέγγιση σε πολλά διαφορετικά πράγματα και να μάθει από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους. Οι οικονομολόγοι ανακαλύπτουν τώρα το «πνεύμα των ζώων», ανακαλύπτουν την ψυχολογία, ανακαλύπτουν την κοινωνιολογία, για να ερμηνεύσουν συμπεριφορές που δεν είναι εξατομικευμένες, εγωκεντρικές, ιδιοτελείς, ορθολογικές ψυχολογίες, τύπου αγοράς. Δεν είμαστε τόσο αφελείς, ούτε είμαστε υπολογιστές, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε αυτά τα μαθηματικά μοντέλα που ελέγχουν τη ζωή μας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ο πατέρας σας φυλακίστηκε δυο φορές και ο παππούς σας έξι. Εξορίστηκαν. Πώς επηρέασαν οι αγώνες τους τον δικό σας αγώνα για το μέλλον της Ελλάδας;
Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Η εμπειρία μου είναι ουσιαστικά μια ελληνική εμπειρία - ζωή στο εξωτερικό, διασπορά, εξόριστος, πρόσφυγας, εμπειρία από δικτατορίες, φυλάκιση, διωγμός. Όλα αυτά είναι πράγματα που τα έχει βιώσει κάποιο μέλος σχεδόν κάθε ελληνικής οικογένειας. Κάτι που ακούτε στην Ελλάδα είναι «ναι, υπάρχει κρίση, αλλά έχουμε περάσει και στο παρελθόν από δύσκολες στιγμές. Ας συσπειρωθούμε και ας την ξεπεράσουμε».
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πιστεύετε ότι ο Ελληνικός λαός νιώθει, όμως, ότι το όλο θέμα βρίσκεται έξω από τον δικό του έλεγχο; Μιλήσατε για εκείνες τις ευρύτερες δυνάμεις που παρεμβαίνουν.
Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Αυτή είναι μια παράδοξη κατάσταση, που τη ζούμε σε όλο τον κόσμο. Βέβαια, αυτό που κάνουμε, όσο γίνεται πιο συστηματικά, είναι να δίνουμε στους πολίτες την αίσθηση ότι, ελέγχουμε την κατάσταση, ότι αντιμετωπίζουμε αυτή την κρίση.
Υπήρξε μια στιγμή σχεδόν τρόμου, όταν μας τρομοκρατούσαν καθημερινά οι αγορές, όταν μας έλεγαν ο ελληνικός και ο διεθνής Τύπος και όλοι οι «γκουρού» της οικονομίας, ότι θα χάσετε τα χρήματά σας, τα ευρώ σας, τις οικονομίες σας, θα γίνει καταστροφή κ.λπ. Χρειάστηκε λοιπόν να κινηθούμε μέσα σε ένα τέτοιο ψυχολογικό κλίμα. Ήταν πολύ δύσκολο, ασφαλώς, αλλά αυτό περίμεναν από εμάς οι άνθρωποι, τόσο από εμένα, όσο και από την Κυβέρνησή μου και, γενικά, αυτό περιμένουν από τους ηγέτες στη χώρα, να χαράξουν μια σταθερή πορεία.
Επειδή όμως τα προβλήματα αυτά είναι παγκόσμια, επειδή είναι αλληλένδετα, οι άνθρωποι νιώθουν ανήμποροι, και αυτό είναι πρόβλημα σε όλο τον κόσμο. Και αυτό το αίσθημα της αδυναμίας δημιουργεί μεγαλύτερη ανασφάλεια, μεγαλύτερη δυσπιστία στους πολιτικούς θεσμούς, που μπορεί να κυμαίνεται από την απάθεια στη βία, από τον ριζοσπαστισμό στον λαϊκισμό. Αυτό είναι ένα βαθιά δημοκρατικό ερώτημα: πώς εξασφαλίζουμε ότι οι δημοκρατικές δομές μας θα λειτουργούν σε έναν κόσμο τόσο αλληλένδετο; Και όμως, σε ό,τι αφορά τη διακυβέρνηση, παραμένουμε ακόμα σε εθνική και όχι σε διεθνή βάση. Πώς αντιμετωπίζουμε τα θέματα αυτά; Αυτή θα είναι η ουσία των προβλημάτων του πλανήτη μας, τους επόμενους μήνες και χρόνια.
Όταν χτύπησε η τραπεζική κρίση, όλοι ακούσαμε για αριθμούς, που ούτε τους είχαμε ποτέ ονειρευτεί - δισεκατομμύρια και τρισεκατομμύρια. Υπάρχουν οι φορολογικοί παράδεισοι, οι κινήσεις κεφαλαίων, που μπορεί να είναι πολύ γρήγορες και ανεξέλεγκτες, και οι χώρες μπορεί να βρεθούν εκτεθειμένες. Αλλά αυτό ισχύει και για το περιβάλλον, για τις πανδημίες, για τους πρόσφυγες, τις επικοινωνίες. Όλα αυτά προσφέρουν τεράστιες δυνατότητες, αλλά μπορεί επίσης να μην ελέγχονται και να γίνουν επικίνδυνα.
Πρέπει να βρούμε μια παγκόσμια διακυβέρνηση και πρέπει να στηρίζεται πάνω σε κοινές αξίες, στις οποίες να συμφωνούμε - δημοκρατικές αξίες. Και αυτή, πιστεύω, ότι θα είναι μια μεγάλη πρόκληση.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πιστεύετε ότι η απάντηση είναι οι πολυμερείς, διεθνείς Οργανισμοί; Ή χρειάζεται ακόμη να ηγούνται ισχυρά έθνη;
Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Νομίζω ότι χρειαζόμαστε χώρες που θα ηγούνται, δημιουργώντας όμως ένα πιο πολυμερές σύστημα. Εδώ μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμες οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση, για να εντάξουν χώρες, όπως η Κίνα ή άλλες αναδυόμενες χώρες, σε πολυμερείς Οργανισμούς. Ωστόσο, κάποιες φορές, ηγέτιδες χώρες, μεγάλες χώρες όπως οι ΗΠΑ, θέλουν να ηγούνται, αλλά δεν επιθυμούν, κατ’ ανάγκη, να περιορίζονται από αυτούς τους πολυμερείς Οργανισμούς. Εδώ, λοιπόν, υπάρχει ένα δίλημμα.
Η ενίσχυση της περιφερειακής συνεργασίας είναι ιδιαίτερα σημαντική, επειδή αυτός είναι ένας τρόπος να εξασφαλιστεί η εκπροσώπηση διαφόρων περιοχών του κόσμου, με οργανωμένο τρόπο. Και η Ε.Ε. αποτελεί, πιστεύω, ένα τέτοιο μοντέλο, ένα μοντέλο ειρήνης. Και θα μπορούσε να αποτελέσει και μοντέλο για μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, με την έννοια δηλαδή ότι είμαστε κυρίαρχα έθνη, που παραχωρούν μέρος της κυριαρχίας τους σε ένα ανώτερο όργανο, με ειρηνικό τρόπο. Είμαστε διαφορετικές χώρες, με διαφορετικές γλώσσες, διαφορετικούς πολιτισμούς, και βρήκαμε τον τρόπο να συνεργαζόμαστε μεταξύ μας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τι θα λέγατε στους πολίτες της Γερμανίας, της Γαλλίας και των άλλων χωρών της Ε.Ε., που παραπονιούνται ότι θα αναλάβουν μεγαλύτερο φορολογικό βάρος, λόγω των προβλημάτων της Ελλάδας;
Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Θα τους έλεγα ότι αν υπάρξει φορολογικό βάρος, αυτό δεν θα οφείλεται στην Ελλάδα. Εμείς θα εξοφλήσουμε τα δάνεια αυτά, με υψηλότερο επιτόκιο και, έτσι, οι χώρες αυτές θα κερδίσουν χρήματα από εμάς, αν όλα πάνε καλά - και ελπίζουμε ότι θα πάνε καλά.
Θα έλεγα όμως ότι, στην Ευρώπη, δεν χρειαζόμαστε λιτότητα, δεν είναι η κατάλληλη λέξη. Χρειαζόμαστε περισσότερη υπευθυνότητα στη διακυβέρνηση. Γι’ αυτό, θέλουμε να κάνουμε τις κυβερνήσεις και τα συνταξιοδοτικά μας συστήματα πιο αποτελεσματικά. Χρειαζόμαστε επίσης ανάπτυξη, επενδύσεις στην παιδεία, στην καινοτομία και την πράσινη ενέργεια και πρέπει, επίσης, να πατάξουμε τη φοροδιαφυγή, όχι μόνο από τους πολίτες, αλλά και από τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Δεν νομίζω ότι αυτό είναι κάτι το ανεκτό σε μια Δημοκρατία. Τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να πάνε στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, στη δημιουργία υποδομών, μιας πιο πράσινης οικονομίας κ.λπ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ένα από τα συνθήματα της προεκλογικής σας εκστρατείας ήταν «σηκώστε τα μανίκια». Με έξι γενικές απεργίες τις τελευταίες εβδομάδες, τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας να κλείνουν τα αεροδρόμια και τους αγρότες να κλείνουν τα σύνορα, πώς σκοπεύετε να πείσετε τον Ελληνικό λαό να σηκώσει τα μανίκια του;
Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Αυτές είναι μεγάλες προκλήσεις και, προφανώς, δεν αντιμετωπίζονται εύκολα. Πρώτα απ’ όλα, πιστεύω ότι πρέπει να δείξουμε ότι η Κυβέρνηση ενεργεί υπεύθυνα. Αυτό θα έχει θετική απήχηση. Όταν θα αρχίζει να βλέπει ο κόσμος ότι όλοι πληρώνουν αυτά που οφείλουν, θα νιώθει ότι υπάρχει συλλογική ευθύνη, ένα αίσθημα που είχε χαθεί.
Ένα από τα πράγματα που συζητήθηκαν είναι πόσο τεμπέληδες είναι οι Έλληνες εργαζόμενοι. Κοίταξα, όμως, τις στατιστικές του ΟΟΣΑ και, μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, έχουμε τον υψηλότερο αριθμό ωρών εργασίας, τον πρώτο στην Ευρώπη - όχι τον δεύτερο, τον πρώτο. Τον υψηλότερο αριθμό ωρών εργασίας στην Ευρώπη. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Ουγγαρία και στην τρίτη η Τσεχία. Η Γαλλία και η Γερμανία είναι πολύ πιο κάτω. Είμαστε λοιπόν ένα παραγωγικό έθνος, ανεξάρτητα από όλα τα στερεότυπα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ατενίζοντας τα επόμενα πέντε, δέκα χρόνια, τι βλέπετε για την Ευρώπη; Θα εξακολουθήσει να αναπτύσσεται η Ευρωζώνη; Θα εντάξει νέα μέλη η Ε.Ε.; Πριν από πέντε χρόνια, πιστεύαμε ότι η Τουρκία θα ήταν ήδη μέλος της Ε.Ε.
Γ. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Αυτό που μας έδειξε η παρούσα κρίση ήταν ότι χρειαζόμαστε περισσότερη, όχι λιγότερη Ευρώπη. Βλέπω επίσης ότι, όσο περισσότερο συντονισμένοι είμαστε, τόσο ταχύτερα μπορούμε να αντιδράσουμε στις κρίσεις. Υπήρξαμε πολύ γρήγοροι, για τα ευρωπαϊκά πρότυπα, όχι όμως αρκετά γρήγοροι για τα πρότυπα των αγορών, με αποτέλεσμα η κρίση να γίνει σχεδόν μεταδοτική.
Όταν όμως αποφασίσαμε παρέμβαση στις αγορές με αυτό το πακέτο διάσωσης, όχι μόνο με το ελληνικό πακέτο, αλλά και με το ευρύτερο, τότε τα πράγματα ηρέμησαν αμέσως. Όχι απόλυτα, αλλά υπήρξε αποτελεσματικό. Γι’ αυτό, χρειαζόμαστε περισσότερο συντονισμό για τη διακυβέρνηση και τις αναπτυξιακές στρατηγικές. Πιστεύω ότι αυτό θα σταθεροποιήσει την Ευρωζώνη, με έναν τρόπο που θα την καταστήσει πιο ελκυστική. Και υπάρχουν ακόμη χώρες που θέλουν να ενταχθούν στην Ευρωζώνη - πρόσφατα, εντάχθηκε η Εσθονία - είναι λοιπόν σημαντικό. Πρέπει όμως να ακολουθήσουμε μια πορεία εμβάθυνσης της ολοκλήρωσής μας. Αλλιώς, υπάρχει κίνδυνος να γυρίσουμε πίσω, σε πιο εθνικιστικές, πιο εγωκεντρικές πολιτικές, σε μεγαλύτερη ανασφάλεια, εύκολη απόδοση στερεοτύπων και αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων ανάμεσά μας. Και αυτό θεωρώ ότι θα ήταν πολύ λυπηρό, μετά από όλα αυτά που καταφέραμε να πετύχουμε στην Ευρώπη, τις τελευταίες δεκαετίες.