Πολιτιστικά
Πέμπτη, 29 Ιουλίου 2010 07:35

Οι ταινίες της εβδομάδας

Στις προβολές αυτής της εβδομάδας ξεχωρίζουν η Έλεν Μίρεν και ο Κρίστοφερ Πλάμερ στο βιογραφικό δράμα του Μάικλ Χόφμαν «Ο τελευταίος σταθμός», για τη ζωή του Λ.Τολστόι. Ο Τορνατόρε επιστρέφει με το φιλμ του «Baaria-H πόλη των ανέμων», την πιο ακριβή παραγωγή των τελευταίων χρόνων στην Ιταλία, ενώ ο Ζαν Ρενώ εμφανίζεται ως άγγελος εκδίκησης στο γκανγκστερικό θρίλερ του Ρίτσαρντ Μπέρι «22 Σφαίρες».

Στις προβολές αυτής της εβδομάδας ξεχωρίζουν η Έλεν Μίρεν και ο Κρίστοφερ Πλάμερ στο βιογραφικό δράμα του Μάικλ Χόφμαν «Ο τελευταίος σταθμός», για τη ζωή του Λ.Τολστόι. Ο Τορνατόρε επιστρέφει με το φιλμ του «Baaria-H πόλη των ανέμων», την πιο ακριβή παραγωγή των τελευταίων χρόνων στην Ιταλία, ενώ ο Ζαν Ρενώ εμφανίζεται ως άγγελος εκδίκησης στο γκανγκστερικό θρίλερ του Ρίτσαρντ Μπέρι «22 Σφαίρες». Στις επανεκδόσεις συμπεριλαμβάνονται το κλασικό πλέον «Μπόνι και Κλάιντ» (1967) του ¶ρθουρ Πεν και το συμβολικό, ποιητικό φιλμ του στυλίστα Βίκτορ Ερίθε «Το πνεύμα του μελισσιού» (1972).

«Τελευταίος σταθμός»

Ο τελευταίος χρόνος της ζωής του Τολστόι

Η ταινία με μια ματιά: Ο Λέων Τολστόι (Κρίστοφερ Πλάμερ) γίνεται το μήλον της έριδος ανάμεσα στη σύζυγό του Σοφία (Έλεν Μίρεν) και τον αφοσιωμένο μαθητή και θαυμαστή του, Τσέρτκοφ που τον διεκδικούν με το ίδιο πάθος. Ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας, στη δύση της ζωής του έχει μετατραπεί σε προφήτη και πνευματικό ταγό της ρωσικής διανόησης, με τις ριζοσπαστικές αντιλήψεις του για την ιδιοκτησία και τον χριστιανισμό.

Λίγα χρόνια πριν την εκκολαπτόμενη Οκτωβριανή επανάσταση, ο Τολστόι βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι ανάμεσα στην ιδεολογία του και στη διαιρεμένη οικογένειά του, με σημείο αιχμής τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του.

Ο Τσέρτκοφ (Ο Πολ Τζιαμάτι) τον ωθεί να κληροδοτήσει γενναιόδωρα στο ρωσικό λαό το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου ώστε να ενδυναμώσει το πνευματικό κίνημα που βρίσκεται ακόμη στα πρώτα του βήματα.

Ανακαλύπτει όμως έναν ισχυρότατο αντίπαλο στο πρόσωπο της κόμισσας Σοφίας, η οποία είναι αποφασισμένη να υπερασπίσει τα οικονομικά συμφέροντα της αριστοκρατικής οικογένειά της, επιστρατεύοντας όλο το οπλοστάσιο της γοητείας της.

Οι αντιφάσεις και ο ιδεαλισμός του Τολστόι συγκρούονται μετωπικά με την εκρηκτική προσωπικότητα της συζύγου του Σοφίας, στη νέα ταινία του Μάικλ Χόφμαν «Τελευταίος σταθμός». Η Έλεν Μίρεν και ο Κρίστοφερ Πλάμερ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, μας καθηλώνουν με τις ερμηνείες τους, σε μια από τις καλύτερες ταινίες του καλοκαιριού.

Η διαμάχη δεν περιορίζεται μόνο στις υλικές διεκδικήσεις. Το ζήτημα είναι σε ποιον πραγματικά ανήκει ο Τολστόι: στο λαό ή την οικογένειά του; Η Σοφία, μια γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα και έμφυτη θεατρικότητα παλεύει για να επιβεβαιώσει την επιρροή της ως πρώην μούσα και έμπιστη σύμβουλος του Τολστόι.

Διαθέτει όμως ένα εχθρό εκ των έσω: την αγαπημένη κόρη του συγγραφέα, τη Σάσα, η οποία συμμερίζεται τα ανθρωπιστικά και ουτοπικά ιδεώδη του πατέρα της. Σε αυτό το περιβάλλον, το γεμάτο συγκρούσεις και συνομωσίες, καταφθάνει ο νεαρός ιδεαλιστής Μπουλγκάκοφ (ο Τζέιμς Μακ Αβόι), ο νέος γραμματέας του Τολστόι και κρυφός κατάσκοπος του Τσέρτκοφ, για να ανακαλύψει τον έρωτα και το νόημα της πραγματικής αγάπης στο κτήμα της Γιάσναγια Πολιάνα.

Η ιστορία του τελευταίου χρόνου της ζωής του Τολστόι μας δίνεται κυρίως μέσα από τη δική του ματιά, ενώ στη συνέχεια ο νεαρός άντρας γίνεται διαμεσολαβητής ανάμεσα στην οργισμένη κι εύθραυστη Σοφία και τον βαθύτατα πικραμένο συγγραφέα.

Η ταινία κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή με τους κοφτερούς διαλόγους αλλά και την ξαφνική εναλλαγή των τόνων: από το δράμα, περνάει αβίαστα στην κωμωδία και τη ρομαντική κομεντί, εστιάζοντας σε μια μόνο πτυχή της ζωής και της προσωπικότητας του διάσημου ρώσου συγγραφέα.

Ο Κρίστοφερ Πλάμερ κατορθώνει να δώσει ένα θαυμάσιο πορτρέτο των εσωτερικών συγκρούσεων του Τολστόι, όμως η ερμηνεία της Έλεν Μίρεν κυριολεκτικά «κλέβει την παράσταση» από οποιονδήποτε άλλο ηθοποιό: μας δίνει μια πλούσια γκάμα συναισθημάτων, ενσαρκώνοντας με θαυμαστή ισορροπία την πληθωρική Σοφία, με τα μελοδραματικά ξεσπάσματα, την απελπισία και τις κωμικοτραγικές στιγμές της.

Ο Μάικλ Χόφμαν δεν περιορίζεται να σκιαγραφήσει την αντίθεση ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον πραγματισμό. Ουσιαστικά ξετυλίγει ένα δράμα που επαναλαμβάνεται συχνά στην Ιστορία : τη διάσταση δηλαδή ανάμεσα στη διδασκαλία μιας σημαντικής προσωπικότητας και τις απόψεις των αφοσιωμένων μαθητών της.

Το αρχικό όραμα νοθεύεται σταδιακά από τους υποστηρικτές της ιδεολογικής ορθοδοξίας και ο δογματισμός απειλεί με διάλυση τις όποιες θετικές προθέσεις. «Ο τελευταίος σταθμός» του Χόφμαν, βασίζεται στο μπεστ σέλερ του Τζέι Παρίνι. Η ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα, ΑΆ Γυναικείου και ΒΆ Ανδρικού Ρόλου.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τη Filmopolis.

«22 σφαίρες»

Η σκοτεινή πλευρά της Μασσαλίας

Η ταινία με μια ματιά: Ο Τσάρλι Ματέι έγινε γνωστός στον υπόκοσμο της Μασσαλίας, ως «τρελός». Όταν αποφάσισε όμως να αποσυρθεί από το επάγγελμα, απέκτησε την ταμπέλα του «αθάνατου», γιατί δέχτηκε 22 σφαίρες στο κορμί του και επιβίωσε. Φεύγοντας από νοσοκομείο όπου νοσηλεύτηκε βαριά τραυματισμένος, ο Ματέι μεταμορφώνεται σε άγγελο-τιμωρό, αναζητώντας τους υπεύθυνους για την παρΆ ολίγο εκτέλεσή του αλλά και τη δολοφονία των αγαπημένων του συνεργατών. Στα ίχνη του βρίσκεται η αστυνόμος Κλοτίλντ, η οποία με τη σειρά της ονειρεύεται να εκδικηθεί τον βίαιο θάνατο του συζύγου της.

Ο Ρίτσαρντ Μπέρι σκηνοθετεί ένα “αιματοβαμμένο”, γρήγορο, γκανγκστερικό θρίλερ, ενώ συμμετέχει παράλληλα στο πρωταγωνιστικό καστ. Με τον επιβλητικό Ζαν Ρενώ να ερμηνεύει τον Τσάρλι Ματέι και τον Καντ Μεράντ ως αντίπαλο δέος στο ρόλο του Τόνι Ζακιά, ο γνωστός σκηνοθέτης και ηθοποιός, αιχμαλωτίζει τη σκοτεινή γοητεία της Μασσαλίας.

Το σενάριο είναι βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Φραντς Ολιβιέ Γκισμπέρ και αντανακλά κάποια πραγματικά γεγονότα που έχει πυροδοτήσει η μαφία της περιοχής. ¶λλωστε η Μασσαλία σταδιακά αποκτά τους δικούς της συγγραφείς όπως η Σικελία, αν θυμηθούμε και τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Ζαν Κλοντ Ιζό.

Στη διαφθορά της Μασσαλίας, ο Ρίτσαρντ Μπέρι προσέθεσε μια αύρα εξωτισμού, σκιαγραφώντας με σύντομες, κοφτές σκηνές τα έθιμα των μουσουλμάνων γκάνγκστερ που συμμετέχουν ως πρωτοπαλίκαρα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.

Η σκηνοθεσία εκμεταλλεύεται τη δυναμική των αντιθέσεων τόσο στην επιλογή των εξωτερικών χώρων στα γυρίσματα, όσο και στις αναπάντεχες εμφανίσεις του Ματέι. Τα υποψήφια θύματα του γκάνγκστερ γνωρίζουν ότι είναι «καταδικασμένα» αλλά περιμένουν εναγωνίως το τελειωτικό χτύπημα.

Στο επίκεντρο της εκρηκτικής βίας βρίσκεται ο σκληρός πυρήνας των αξιών του κεντρικού ήρωα: η οικογένεια και η φιλία. Περίεργος συνοδοιπόρος σε αυτή τη διαδρομή του είναι η Κλοτίλντ, η οποία έχασε τον άντρα της που υπηρετούσε ευσυνείδητα το ίδιο επάγγελμα με εκείνη.

Όπως όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου, η Κλοτίλντ παλεύει με τις πιο σκοτεινές πλευρές του χαρακτήρα της, καθώς είναι εθισμένη στο αλκοόλ και αισθάνεται ενοχές για την αδυναμία της να ανταποκριθεί στο ρόλο της μητέρας. Οι έντονες φωτοσκιάσεις στην ψυχολογία και τα κίνητρα των ηρώων του έργου αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του σασπένς.

Ο Ρίτσαρντ Μπέρι δεν περιορίζεται μόνο στις έντονα περιγραφικές και σχεδόν χορογραφημένες σκηνές βίας, αλλά κατορθώνει να εκπλήσσει τον θεατή με τις απρόβλεπτες αντιδράσεις του Ματέι.

Δεν λείπει και ο αιχμηρός πολιτικός σχολιασμός: στην υψηλή κοινωνία της Μασσαλίας οι τοπικοί επιχειρηματίες, οι μαφιόζοι και οι πολιτικοί αποτελούν τα γρανάζια του ίδιου συστήματος, ενώ οι διεφθαρμένοι κρατικοί λειτουργοί αναρτούν τη φωτογραφία του Νικολά Σαρκοζί, προσβλέποντας στην ανέλιξή τους.

Πρωταγωνιστούν οι: Ζαν Ρενώ, Καντ Μεράντ, Ζαν Πιερ Νταρουσίν, Ρίτσαρντ Μπέρι, Ντομινίκ Τομάς κ.α. Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τη Nutopia.

«Το πνεύμα του μελισσιού» (1972)

Μια ταινία για τους σινεφίλ

Η ταινία με μια ματιά: Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Καστίλλης το 1940, η εξάχρονη ¶ννα ανακαλύπτει τη μαγεία του κινηματογράφου, μέσα από την προβολή του κλασικού φιλμ «Φράνκεσταϊν», με τον Μπορίς Καρλόφ. Η μικρή ηρωίδα αναζητά το κατατρεγμένο τέρας στην πραγματική ζωή για να του προσφέρει τη βοήθεια που του αξίζει. Στη θέση του βρίσκει έναν δραπέτη που κρύβεται στα ερείπια ενός παλιού κτιρίου.

Ο Βίκτορ Ερίθε, ο εκλεκτικός ποιητής της εικόνας επιβλήθηκε στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο με μόλις τρεις ταινίες («Ο Νότος», «Το όνειρο του φωτός», «Το πνεύμα του μελισσιού») σε διάρκεια τριάντα χρόνων (από το Ά70-90). Το «Πνεύμα του μελισσιού», η ταινία που συμπυκνώνει την αισθητική του πολυβραβευμένου ισπανού δημιουργού, προβλήθηκε το 1972, λίγο πριν εκπνεύσει και τυπικά η δικτατορία του Φράνκο.

Ο Ερίθε «αποχαιρετά» το υπό κατάρρευση καθεστώς με μια πολιτική αλληγορία που περνάει μέσα από το αθώο βλέμμα της εκφραστικής ¶ννας (¶ννα Τόρεντ). Τα γεγονότα της ταινίας διαδραματίζονται το 1940, όταν δηλαδή ο Ισπανικός Εμφύλιος θεωρείται επίσημα παρελθόν, αλλά η πολιτική αναταραχή δεν έχει κοπάσει.

Ο δραπέτης που βοηθά η μικρή ¶ννα –παρότι δεν διευκρινίζεται ανοιχτά-μπορεί και να ήταν πολιτικός κρατούμενος. Η ¶ννα, είναι μια μικρή Αλίκη στη χώρα των κινηματογραφικών θαυμάτων. Η ευαισθησία της για τον άγνωστο φυγά, ο οποίος αποτελεί μια περίεργη αντανάκλαση του περιθωριακού Φράνκεσταϊν, την οδηγεί στη δραματική απόδρασή της από τον κόσμο των ενηλίκων, έναν σύμπαν βίαιο και υποκριτικό.

Οι αργοί ρυθμοί της ταινίας στόχο έχουν να συστήσουν στον θεατή έναν σουρεαλιστικό κόσμο φτιαγμένο από τα παιδικά όνειρα και τις φοβίες. Τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία καταργούνται, ενώ οι περίεργες γωνίες λήψης και η εισβολή των εικόνων του κλασικού κινηματογράφου υποστηρίζουν τον συμβολικό λεξιλόγιο του Ερίθε.

Η κοινωνία στην ταινία του τελειομανή κινηματογραφιστή απεικονίζεται σαν ένα μελίσσι που δεν υπακούει στους φυσικούς νόμους αλλά στα πειράματα και την τερατώδη φιλοδοξία ενός αινιγματικού μελισσοκόμου.

Στο ποιητικό παζλ του σκηνοθέτη συνυπάρχουν η πολιτική, ο υπαρξιακός στοχασμός, η γοητεία του κλασικού κινηματογράφου και η ανθρώπινη σκληρότητα. Όσοι έχουν εθιστεί στις γρήγορες εναλλαγές εικόνων του σύγχρονου σινεμά, ίσως νιώσουν αμήχανα στην αρχή. Πρόκειται για μια εξαιρετική ταινία που απαιτεί όμως τη συμμετοχή και την εγρήγορση του θεατή.

Παίζουν οι : ¶ννα Τόρεντ, Φερνάντο Φερνάν Γκομέζ, Τερέζα Γκιμπέρα, Ιζαμπέλ Τελερία, Κέτι ντε λα Καμάρα, Χοσέ Βιλάντε.

Η ταινία προβάλλεται στον κινηματογράφο Ριβιέρα από την Carousel Films.

«Μπόνι και Κλάιντ» (1967)

Μπόνι και Κλάιντ : ο μύθος τους δεν έχει ξεθωριάσει

Η ταινία με μια ματιά: Η νεαρή Μπόνι Πάρκερ, μια σερβιτόρα χωρίς αξιόλογες προοπτικές για το μέλλον, γνωρίζει τον μικροκακοποιό Κλάιντ Μπάροου που μόλις έχει βγει από τη φυλακή. Μαζί θα αποτελέσουν ένα θρυλικό ζευγάρι παρανόμων που θα ταπεινώσει τις διωκτικές αρχές και θα γράψει τη δική του ξεχωριστή Ιστορία.

Η Μπόνι Πάρκερ και ο Κλάιντ Μπάροου, τα «παιδιά» της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του Ά30, επιστρέφουν εν μέσω κρίσης στους θερινούς κινηματογράφους. Η επανέκδοση του κλασικού αριστουργήματος του ¶ρθουρ Πεν από τη Seven Films, προσφέρει στους θεατές μια από τις 100 καλύτερες ταινίες του Παγκόσμιου Κινηματογράφου.

To θρυλικό ζευγάρι παρανόμων που ενσάρκωσαν υποδειγματικά ο Γουόρεν Μπίτι και η Φέι Νταναγουέι, «μίλησε» στην καρδιά της επαναστατημένης νεολαίας της δεκαετίας του Ά60, ενώ η αντισυμβατική σκηνοθεσία του ¶ρθουρ Πεν ενθάρρυνε κι άλλους ομότεχνούς του να ξεπεράσουν τον παραδοσιακό συντηρητισμό του Χόλιγουντ ώστε να συμπεριλάβουν στα έργα τους σκηνές βίας και σεξ.

Όπως συμβαίνει στις τυπικές γκανγκστερικές ταινίες το σενάριο εστιάζει στο μηδενισμό και στην έκρηξη βίας, τις παράπλευρες συνέπειες του Μεγάλου Κραχ στην Αμερικανική κοινωνία. Στην κινηματογραφική εκδοχή του ¶ρθουρ Πεν, οι δύο ήρωες προσπαθούν να αποτινάξουν την οικονομική μιζέρια και τη μικροαστική ηθική για να αδράξουν τη ζωή που τους αξίζει.

Στην πραγματική ιστορία του θρυλικού διδύμου η παράνομη δραστηριότητα του Κλάιντ ξεκίνησε όταν γνώρισε τη 19χρονη Μπόνι, η οποία ήταν ήδη παντρεμένη με ένα φυλακισμένο δολοφόνο. Στην ταινία όμως, η Μπόνι παρασύρεται στην ιλιγγιώδη πορεία της από τον Κλάιντ, τον από μηχανής θεό, ο οποίος μαγεύει τη βαριεστημένη, γοητευτική σερβιτόρα με την προοπτική μιας συναρπαστικής, ανέμελης ζωής. Στο σκηνοθετικό εγχείρημα του ¶ρθουρ Πεν ο ρομαντισμός και οι κωμικές πινελιές προστίθενται ακόμη και στις πιο δραματικές στιγμές του έργου.

Στην αρχή της πορείας τους, οι Μπόνι και Κλάιντ χτίζουν τη φήμη τους στρεφόμενοι ενάντια στις τράπεζες. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές δείχνει τον Κλάιντ να δανείζει το πιστόλι του σε έναν οικογενειάρχη που μόλις έχει κατασχεθεί το σπίτι του για χρέη προς την τράπεζα. Ο δρόμος της παρανομίας όμως σταδιακά οδηγεί τους ήρωες σε μια αιματοβαμμένη διαδρομή, χωρίς γυρισμό.

Συνοδοιπόροι τους είναι ο αδελφός του Κλάιντ, ο Μπακ (ο εξαιρετικός Τζιν Χάκμαν) μαζί με την υστερική γυναίκα του, Μπλανς (Έστελ Πάρσονς) και ο νεαρός Μος (Μάικλ Πόλαρ), πρώην τρόφιμος του αναμορφωτηρίου. Η σύγκρουση ανάμεσα στην Μπλανς και την αντισυμβατική Μπόνι θέτει σε δοκιμασία τη συμμορία.

Τολμηρά διαγράφεται και το ψυχολογικό υπόβαθρο του Κλάιντ: οι εκρήξεις βίας εμφανίζονται ως μια προσπάθεια αντιστάθμισης του τραυματισμένου ανδρισμού του, εξαιτίας των προβλημάτων που αντιμετωπίζει στην σεξουαλική του ζωή.

Δεν είναι τυχαίο ότι το φιλμ του ¶ρθουρ Πεν έχει δεχτεί επιρροές από το Νέο Κύμα του Γαλλικού Κινηματογράφου. Αρχικά οι παραγωγοί είχαν προτείνει στον Φρανσουά Τρυφώ και αργότερα στον Ζαν Λικ Γκοντάρ να αναλάβουν τη σκηνοθεσία. Ο πρώτος όμως ήθελε να επικεντρωθεί στα γυρίσματα του «Φάρεναϊτ 451» ενώ ο δεύτερος αρνήθηκε τη συμμετοχή του για λόγους που μέχρι τώρα παραμένουν μυστήριο στα παρασκήνια της κινηματογραφικής βιομηχανίας.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τη Seven Films.

«Βaaria: Η πόλη του ανέμου»

Η Σικελία του Τορνατόρε

Η ταινία με μια ματιά: Οικογενειακή σάγκα που ξετυλίγει τη ζωή και τα όνειρα τριών διαφορετικών γενεών στη Σικελία, από τη δεκαετία του Ά30 ως τη δεκαετία του Ά80.

Ο βραβευμένος με Όσκαρ Τζουζέπε Τορνατόρε έχει δηλώσει πως δεν πρόκειται για μια αυτοβιογραφική ταινία αλλά για την πιο προσωπική δουλειά του μέχρι σήμερα. Η «Baaria-η πόλη του ανέμου» είναι ένα έπος, με ισχυρές δόσεις χιούμορ, με φόντο την ιδιαίτερη πατρίδα του σκηνοθέτη. Πρόκειται για μια από τις πιο ακριβοπληρωμένες παραγωγές που έχουν γυριστεί στην Ιταλία τα τελευταία χρόνια, αφού κόστισε περίπου 30 εκατομμύρια. Πρωταγωνιστούν ο Φρανσέσκο Σιάνα, και η πρωτοεμφανιζόμενη Μαργκαρέτ Μαντέ, πλαισιωμένοι από ένα κάστ 100 Ιταλών ηθοποιών. Ανάμεσά τους και η Μόνικα Μπελούτσι η οποία κάνει ένα σύντομο πέρασμα. Ο μάγος της κινηματογραφικής μουσικής, Ένιο Μορικόνε επιστρέφει και πάλι με αφορμή τον Τορνατόρε.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Odeon.