Διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή διατάξεων του άρθρου 17 του ν. 3833/2010 περί του ειδικού φόρου σε είδη πολυτελείας, δίνει με εγκύκλιό του το ΥΠΟΙΚ απαντώντας σε ερωτήματα μεταποιητικών και εμπορικών επιχειρήσεων αργυροχρυσοχοΐας. Ποια είδη απαλλάσσονται του φόρου.
Διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή διατάξεων του άρθρου 17 του ν. 3833/2010 περί του ειδικού φόρου σε είδη πολυτελείας, δίνει με εγκύκλιό του το ΥΠΟΙΚ απαντώντας σε ερωτήματα μεταποιητικών και εμπορικών επιχειρήσεων αργυροχρυσοχοΐας, των οποίων το αντικείμενο εργασιών συναρτάται με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου.
Συγκεκριμένα, με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 17 του ν. 3833/2010, όπως αυτές ισχύουν, προβλέπεται ότι για τα είδη της παραγράφου 4 του ίδιου αυτού άρθρου του νόμου, που προέρχονται από άλλα Κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή τα εγχωρίως παραγόμενα, ο φόρος αποδίδεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. της έδρας του επιτηδευματία. Υπόχρεος για την απόδοση του φόρου για μεν τα εγχωρίως παραγόμενα είναι ο παραγωγός των προϊόντων, για δε τα προερχόμενα από τα λοιπά Κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης το πρόσωπο που πραγματοποιεί την ενδοκοινοτική απόκτηση. Για τα εγχωρίως παραγόμενα είδη της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού του νόμου, δεν επιβάλλεται ο ειδικός φόρος πολυτελείας, εάν αυτά εξάγονται ή αποτελούν αντικείμενο ενδοκοινοτικής παράδοσης.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του ίδιου αυτού άρθρου του νόμου ορίζεται ότι τα είδη της παραγράφου 4 που παραλαμβάνονται ως πρώτες ύλες για την παραγωγή ετοίμων προϊόντων της ίδιας παραγράφου, απαλλάσσονται του φόρου πολυτελείας.
Ετσι, όπως διευκρινίζεται, οι ακατέργαστες πολύτιμες ή ημιπολύτιμες πέτρες που εμπίπτουν στα είδη που ορίζονται από τις διατάξεις της περίπτωσης στ) της παραγράφου 4 του άρθρου 17 του ν. 3833/2010, εφόσον παραλαμβάνονται ως πρώτες ύλες για την παραγωγή προϊόντων της ίδιας αυτής παραγράφου, απαλλάσσονται του φόρου πολυτελείας.
Το ίδιο ισχύει και επί της παραλαβής πολύτιμων ή ημιπολύτιμων λίθων που έχουν υποστεί μερική κατεργασία ή προκειμένου για πολύτιμους λίθους πλήρως επεξεργασμένων που επίσης παραλαμβάνονται ως πρώτες ύλες για την παραγωγή προϊόντων.
Ειδικότερα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 17 του ν. 3833/2010 ρητά ορίζεται ότι, υπόχρεος για την απόδοση του ειδικού αυτού φόρου που αφορά τα παραγόμενα εγχωρίως αυτά είδη είναι ο παραγωγός των προϊόντων και ότι χρόνος γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης είναι ο χρόνος της πώλησης αυτών από τον παραγωγό.
Οι πωλήσεις στο εσωτερικό της χώρας, από μεταποιητική επιχείρηση των παραχθέντων από αυτή εγχωρίως προϊόντων που εμπίπτουν στην έννοια των ειδών της παραγράφου 4, σε άλλες μεταποιητικές επιχειρήσεις ή εργαστήρια για την περαιτέρω από αυτές συμπληρωματική κατασκευή ή επεξεργασία των ειδών αυτών, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων της παραγράφου 6 του άρθρου 17 του ν. 3833/2010, εξακολουθούν να έχουν την έννοια των πρώτων υλών που παραλαμβάνονται για την παραγωγή των τελικών ετοίμων προϊόντων της τελευταίας μεταποιητικής επιχείρησης. Από το λόγο αυτό οι ενδιάμεσες αυτές παραδόσεις (πωλήσεις)μέχρι την τελευταία μεταποιητική επιχείρηση, απαλλάσσονται του φόρου πολυτελείας. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ειδικός φόρος πολυτελείας, επιβάλλεται στα τελικά προϊόντα της μεταποιητικής αυτής επιχείρησης, κατά το χρόνο της πώλησης αυτών από τον παραγωγό τους.
Tα εγχωρίως όμως παραγόμενα από μεταποιητική επιχείρηση είδη της παραγράφου 4 του προαναφερόμενου άρθρου του νόμου, τα οποία πωλούνται σε αγοραστή χωρίς παραγωγική δραστηριότητα (ιδιώτης ή εμπορική επιχείρηση), αυτά αποτελούν τελικά προϊόντα της μεταποιητικής επιχείρησης και είναι υποκείμενα του ειδικού φόρου πολυτελείας.
Τέλος, προκειμένου περί εισαγωγής πολύτιμων λίθων που εμπίπτουν στις προαναφερόμενες διατάξεις του νόμου, που παραλαμβάνονται στο εσωτερικό της χώρας ως έτοιμα προϊόντα που πρόκειται περαιτέρω να εξαχθούν ή να ακολουθήσει ενδοκοινοτική παράδοσή τους, επιβάλλεται ο ειδικός φόρος πολυτελείας με βάση την αξία του κόστους αυτών κατά την ημερομηνία παραλαβής τους, εφόσον από τις διατάξεις του νόμου δεν διακρίνεται αν τα είδη αυτά, που παραλαμβάνονται ως έτοιμα προϊόντα, στη συνέχεια πρόκειται να πωληθούν στο εσωτερικό της χώρας ή αποτελούν περαιτέρω αντικείμενο εξαγωγής ή ενδοκοινοτικής παράδοσης.