Μια διαφορετική κινηματογραφική ξενάγηση στην Αθήνα μας επιφυλάσσει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στη νέα του ταινία με τίτλο «Τα Οπωροφόρα της Αθήνας» που θα προβληθεί στο Φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» στις 25/9. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο, ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Νίκος Κουρής περιπλανιούνται σε μια πόλη γεμάτη εκπλήξεις, ανακαλύπτοντας αρώματα, γεύσεις και ήχους.
Μια διαφορετική κινηματογραφική ξενάγηση στην Αθήνα μας επιφυλάσσει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στη νέα του ταινία με τίτλο «Τα Οπωροφόρα της Αθήνας» που θα προβληθεί στο Φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» στις 25/9 (και από τις 7/10 στις κινηματογραφικές αίθουσες). Το πρωταγωνιστικό δίδυμο, ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Νίκος Κουρής, περιπλανώνται σε μια πόλη γεμάτη εκπλήξεις, ανακαλύπτοντας αρώματα, γεύσεις και ήχους. Μετά τον Σωτήρη Γκορίτσα («ΑπΆ το χιόνι») και τη Φωτεινή Σισκοπούλου («Ζωή ενάμιση χιλιάρικο), ο Νίκος Παναγιωτόπουλος καταδύεται στο λογοτεχνικό σύμπαν του Σωτήρη Δημητρίου, του αγαπημένου συγγραφέα των ελλήνων σκηνοθετών. Ο σκηνοθέτης μας μίλησε για την ταινία του αλλά και για το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Από το καλάθι των αχρήστων» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Σωτήρη Δημητρίου; Είχε άποψη κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ή σας παραχώρησε το κείμενό του «εν λευκώ»;
H συνεργασία μας ήταν άψογη. Την πρώτη φορά που τον συνάντησα του είπα πως τα βιβλία μου αρέσουν πιο πολύ από τις ταινίες κι εκείνος μου απάντησε ότι αυτός προτιμάει τις ταινίες. Τι καλύτερο για να συνεργαστούν ένας σκηνοθέτης μΆ έναν συγγραφέα; ΠαρΆ όλα αυτά του ζήτησα να μου παραχωρήσει το βιβλίο του «εν λευκώ». Έγραψα μόνος μου το σενάριο και το άκουσε για πρώτη φορά τελειωμένο όταν το διάβασα στους ηθοποιούς. Ήρθε μερικές φόρες στα γυρίσματα και το έκανε με μεγάλη διακριτικότητα.
Θυμάστε την πρώτη αναγνωστική σας εμπειρία με τα «Οπωροφόρα της Αθήνας» του Σωτήρη Δημητρίου; Ποια στοιχεία του βιβλίου σας ώθησαν ώστε να με το μεταφέρετε στη μεγάλη οθόνη;
Με το βιβλίο είχα ένα είδος κεραυνοβόλου έρωτα. Ήξερα τα βιβλία του, αλλά αυτό δεν έμοιαζε με τα άλλα. Ήταν πιο κοντά στη δική μου ιδιοσυγκρασία. Πέθανα στα γέλια διαβάζοντας το και με εντυπωσίασε η αθωότητά του. Αυτό που κινητοποίησε μέσα μου μια σφοδρή επιθυμία να το μεταφέρω στον κινηματογράφο ήταν ακριβώς ότι η μεταφορά του παρουσίαζε τεράστιες δυσκολίες. Τελικά συνειδητοποίησα ότι δεν είναι τόσο δύσκολο να κάνεις την εξυπνάδα και τη χαζομάρα να συνυπάρξουν. Μάλλον αυτό είναι το πιο φυσικό.
Τα «Οπωροφόρα της Αθήνας» συνδυάζουν το δοκιμιακό λόγο και τη μυθοπλασία. Αναρωτιέμαι αν θα παρακάμψετε το δοκιμιακό κομμάτι του βιβλίου που μιλάει για την τέχνη της συγγραφής ή αν θα το εντάξετε με κάποιο τρόπο στην ταινία σας.
Ο δοκιμιακός λόγος είναι το μισό της ταινίας. Νομίζω βρήκα έναν τρόπο να τον εντάξω στην αφήγηση. Το ενδιαφέρον του βιβλίου και στη συνέχεια της ταινίας, βρίσκεται ακριβώς εκεί. Ένα δοκίμιο με μορφή κωμωδίας ή μια κωμωδία με μορφή δοκιμίου. Γιατί όχι;
Ο Λευτέρης Βογιατζής έχει πρωταγωνιστήσει σε πολλές ταινίες σας. Ποιο χαρακτηριστικό του ως ηθοποιού σας κάνει να τον επιλέγετε σταθερά και από ποιες διακυμάνσεις έχει περάσει η συνεργασία σας;
Είμαστε φίλοι πάρα πολλά χρόνια αλλά δεν νομίζω ότι είναι αυτό. ΜΆ ενδιαφέρει ο τρόπος που παιδεύει το κάθε τι. Με ταρακουνάει δημιουργικά ακόμα κι όταν θέλω να τον σκοτώσω.
Με τα «Οπωροφόρα της Αθήνας» θα ολοκληρώσετε μια άτυπη τριλογία που περιλαμβάνει και τις ταινίες σας «Αθήνα-Κωνσταντινούπολη» και «Πεθαίνοντας στην Αθήνα». Πώς αντανακλάται η Αθήνα σε αυτές τις τρεις ταινίες σας;
Είμαι κατά κάποιο τρόπο σκηνοθέτης του αστικού τοπιού. ΜΆ αρέσει να κινηματογραφώ τις πόλεις. Την Αθήνα την γνωρίζω καλύτερα από κάθε άλλη κι επιπλέον την αγαπώ. Στο «Delivery» χώθηκα στη σκοτεινή της πλευρά, με τα «Οπωροφόρα», ανακαλύπτω μια Αθήνα νοσταλγική και αθώα. Στο «Αθήνα – Κωνσταντινούπολη», είναι πιο πολύ η Κωνσταντινούπολη. Η Αθήνα παρίσταται ως απόηχος.
Μου έκανε εντύπωση η ονειρική εικόνα της πόλης στο «Πεθαίνοντας στην Αθήνα». Είναι απαραίτητο κάποιες φορές να δραπετεύουμε από τον ρεαλισμό;
Κατά τη γνώμη μου τα πάντα είναι ρεαλισμός. Ακόμα και οι πιο φευγάτες σκέψεις μας. Ακόμα και τα όνειρα. Δυστυχώς δεν γίνεται να δραπετεύσουμε από το ρεαλισμό. Ως καλλιτεχνικό κίνημα όμως, ο ρεαλισμός δεν μου λέει πολλά πράγματα. Ο θρίαμβος της τέχνης είναι το ψεύδος.
Πώς σχολιάζετε τη φράση του Ζαν Κοκτώ ότι «ο κινηματογράφος θα γίνει τέχνη μόνο όταν τα υλικά του γίνουν τόσο φθηνά όσο το μολύβι και το χαρτί;»
Κοιτάξτε, όποιος γράφει ένα ποίημα, δεν είναι ποιητής, όπως κι όποιος γυρίζει μια ταινία δεν είναι σκηνοθέτης. Φαίνεται ότι χρειάζεται και κάτι άλλο. Ο Κοκτώ θα εννοούσε το χρήμα που επενδύεται σε μια ταινία έχει μεγάλες πιθανότητες να παρασύρει την ταινία προς τον κόσμο των επιχειρήσεων παρά προς το κόσμο της τέχνης και δεν είχε άδικο. Πάντως δεν πιστεύω πως όσο πιο εύκολη είναι στους πολλούς η πρόσβαση σε μια μορφή τέχνης, τόσο καλύτερα είναι τα αποτελέσματα. Δεν πρέπει να υποτιμούμε και το ρολό που παίζει η δυσκολία. Υποπτεύομαι όλες τις ευκολίες.
Γενικότερα πώς πιστεύετε ότι εξελίσσεται η κινηματογραφική τέχνη με τη συνδρομή της ψηφιακής τεχνολογίας;
Και στην περίπτωση της ψηφιακής τεχνολογίας, παραμονεύει η ευκολία ως κακός σύμβουλος. Ξέρετε, η απόλυτη επιλογή είναι στο βάθος μη επιλογή. Θα χρειαστεί κάποιος καιρός ώστε μαζί με την τεχνολογία να προοδεύει παράλληλα και η εσωτερική μας ζωή.
Ποια είναι η πιο δύσκολη στιγμή για εσάς; Η περίοδος των γυρισμάτων ή η πρώτη προβολή της ταινίας σας;
Για μένα το γύρισμα μιας ταινίας μ΄ όλες τις δυσκολίες, είναι μια χαρά και μια εμπειρία αξεπέραστη. Μακάρι να μη τέλειωνε ποτέ και να μη χρειαζόταν να προβάλλω την ταινία. Ο Φελίνι έλεγε, ότι το πιο δυσάρεστο πράγμα για έναν σκηνοθέτη είναι να κουβαλάει την κόπια. Είναι σωστό αλλά και η πρώτη προβολή της ταινίας είναι μια δοκιμασία που θα την αντάλλαζα ευχαρίστως με πολλά κουβαλήματα.
Με τις ταινίες σας έχετε προκαλέσει ακραίες αντιδράσεις σε κοινό και κριτικούς. Πώς το αντιμετωπίζετε;
Από την απάθεια, προτιμώ την εμπάθεια.
Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο σας «Από το καλάθι των αχρήστων» (εκδ. Πατάκη) κάνετε ένα φλας μπακ σε όλη την πορεία σας. Αναρωτιέμαι κατά πόσο αυτή η διαδικασία σας βοήθησε να δείτε από κάποια απόσταση τις ταινίες σας. Ποιος ήταν ο απολογισμός σας;
Ούτε μια στιγμή, γράφοντας αυτό το βιβλίο, δεν αισθάνθηκα ότι κάνω κάποιου είδους απολογισμό. Ήταν μια μικρή παρένθεση. Είμαι ενεργός, ετοιμάζω ήδη την επομένη ταινία μου. Ίσως αυτό το βιβλίο να απευθύνεται σΆ αυτούς που έχοντας έρθει σε επαφή ευκαιριακά με τις ταινίες μου, έχουν δυσφορήσει, θυμώσει ακόμα και εξοργιστεί. Προσπαθώ να εξηγήσω πως αντιλαμβάνομαι τον κινηματογράφο ίσως και να δικαιολογηθώ για τις προτιμήσεις μου για τις οποίες όπως αναφέρω και στον πρόλογο του δεν είμαι καθόλου υπεύθυνος.
Αν σας ζητούσαν να σκηνοθετήσετε μια από τις πιο ευτυχισμένες αναμνήσεις σας, ποια θα ήταν αυτή;
Μια βραδιά έρωτα κάτω από τΆ άστρα.
«Είμαστε έρμαια του χαρακτήρα μας. Τα έργα μας δεν αντανακλούν παρά μια φύση που μας καταδυναστεύει», γράφετε στο βιβλίο σας. Τι είναι λοιπόν αυτό που σας βασανίζει και σας ωθεί να παίρνετε την κάμερα στο χέρι, κάθε τρεις και λίγο, κόντρα στις αντιξοότητες;
Τελικά το έχω καταλάβει. Γυρίζω ταινίες για να ξεγελάω το χρόνο.
Πώς αντιμετωπίσατε το ζήτημα της χρηματοδότησης της νέας σας ταινίας;
Προσπαθώ για πρώτη φορά να κάνω μια διεθνή συμπαραγωγή. Στην Ελλάδα κάθε φορά που γυρίζω μια ταινία αντιμετωπίζω δυσκολίες ενός πρωτοεμφανιζόμενου.
Info: «Τα Οπωροφόρα της Αθήνας» θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» (25/9) και στις κινηματογραφικές αίθουσες από τις 7 Οκτωβρίου 2010, σε διανομή της Feelgood Entertainment. Η ταινία βασίζεται στο ομότιτλο αφήγημα του Σωτήρη Δημητρίου (εκδ. Πατάκη). Από τον ίδιο εκδοτικό οίκο κυκλοφορεί και το χιουμοριστικό, αυτοβιογραφικό βιβλίο του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Από το καλάθι των αχρήστων».