Την καταδίκη της Ελλάδας και πέντε άλλων κρατών για την πρόσβαση στο επάγγελμα του συμβολαιογράφου, πρότεινε ο γενικός εισαγγελέας του Δικαστηρίου της Ε.Ε..
Την καταδίκη της Ελλάδας και πέντε άλλων κρατών για την πρόσβαση στο επάγγελμα του συμβολαιογράφου, πρότεινε ο γενικός εισαγγελέας του Δικαστηρίου της Ε.Ε..
Κατά τον γενικό εισαγγελέα Cruz Villalón, έξι κράτη μέλη (Βέλγιο, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Αυστρία, Γερμανία, και Ελλάδα) παρέβησαν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τη Συνθήκη περιορίζοντας την πρόσβαση στο επάγγελμα του συμβολαιογράφου μόνο στους υπηκόους τους. Όπως επισημαίνει, η συμμετοχή του επαγγέλματος του συμβολαιογράφου στην άσκηση δημόσιας εξουσίας δεν μπορεί να δικαιολογήσει άμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας.
Το ζήτημα που ετέθη είναι το αν το λειτούργημα του συμβολαιογράφου σχετίζεται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Συγκεκριμένα, αφενός, η Συνθήκη προβλέπει ότι οι δραστηριότητες που σχετίζονται, έστω και περιστασιακώς, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Αφετέρου, σύμφωνα με την οδηγία 2005/36, το καθεστώς αναγνωρίσεως επαγγελματικών προσόντων που καθιερώνει δεν προβλέπει τέτοιο αποκλεισμό, ιδίως όσον αφορά τους συμβολαιογράφους.
Με την πρώτη σειρά προσφυγών η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητούσε από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Βέλγιο, η Γαλλία, το Λουξεμβούργο, η Αυστρία, η Γερμανία και η Ελλάδα -προβλέποντας απαίτηση ιθαγένειας η οποία περιορίζει την πρόσβαση στο επάγγελμα του συμβολαιογράφου αποκλειστικώς στους υπηκόους τους- παρέβησαν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τη Συνθήκη καθώς και, εξαιρουμένης της Γαλλίας, από την οδηγία 2005/36, λόγω μη εφαρμογής της στην περίπτωση των συμβολαιογράφων.
Μέχρι τούδε το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί υποθέσεων που αφορούσαν άλλα επαγγέλματα, έκρινε ότι τα εν λόγω επαγγέλματα δεν σχετίζονταν άμεσα και ειδικά με την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Ωστόσο, μολονότι η δραστηριότητα του συμβολαιογράφου σχετίζεται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας, ο γενικός εισαγγελέας Cruz Villalón επισημαίνει με τις προτάσεις του ότι λαμβανομένης υπόψη της εκτάσεως συμμετοχής της δραστηριότητας του συμβολαιογράφου στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, είναι σκόπιμος ο καθορισμός του βαθμού στον οποίο η εν λόγω απαίτηση ιθαγένειας είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των επιδιωκόμενων σκοπών.
Πράγματι, πρώτον, ο γενικός εισαγγελέας εξετάζει αν το επάγγελμα του συμβολαιογράφου σχετίζεται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζει ότι από το πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως αποκλείονται μόνον οι δραστηριότητες οι οποίες συνιστούν, αυτές καθαυτές, άμεση και ειδική συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και ότι αποκλεισμός ολόκληρης κατηγορίας επαγγελματιών από το εν λόγω πεδίο εφαρμογής νοείται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες οι δραστηριότητες δημόσιας εξουσίας δεν μπορούν να διακριθούν από τις λοιπές δραστηριότητες. Επιπλέον, κατά τον γενικό εισαγγελέα, το αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας πράξεως ως προερχόμενης από τη δημόσια εξουσία είναι η φύση της σχέσεώς της προς την κρατική οργάνωση.
Ως εκ τούτου, προσδίδοντας δημόσιο χαρακτήρα σε πράξεις, αποφάσεις και συμπεριφορές οι οποίες, ειδάλλως, δεν θα είχαν μεγαλύτερη νομική αξία από αυτήν που προσήκει στην έκφραση της ιδιωτικής βουλήσεως και δεδομένου ότι η βεβαίωση της αυθεντικότητας αποτελεί σε όλα τα καθών κράτη τον ουσιώδη πυρήνα της δραστηριότητας των συμβολαιογράφων, το επάγγελμα του συμβολαιογράφου σχετίζεται, εν γένει και στο σύνολό του, κατά τρόπο άμεσο και ειδικό με την άσκηση δημόσιας εξουσίας.
Δεύτερον, ο γενικός εισαγγελέας εξετάζει αν η εν λόγω συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας μπορεί να δικαιολογήσει απαίτηση ιθαγένειας για την άσκηση του επαγγέλματος του συμβολαιογράφου. Συναφώς, υπενθυμίζει ότι το γεγονός ότι μια δραστηριότητα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση τηρήσεως του δικαίου της Ενώσεως. Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι πρόκειται για τη δραστηριότητα των συμβολαιογράφων, μιας κατηγορίας επαγγελματιών αποτελούμενης από φυσικά πρόσωπα, το οικείο μέτρο πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα του νομικού καθεστώτος που απορρέει από την ιθαγένεια της Ενώσεως, το οποίο επιβάλλει την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων όταν δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των οικονομικής φύσεως ελευθεριών.
Συνεπώς, στο μέτρο που μια απαίτηση ιθαγένειας χρησιμοποιεί το κριτήριο καθαυτό της ιθαγένειας ως λόγο για να εμποδιστεί η πρόσβαση σε συγκεκριμένη δραστηριότητα, η εν λόγω δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγένειας συνιστά σοβαρή επέμβαση στη σφαίρα του πολίτη της Ενώσεως η οποία θα ήταν επιτρεπτή μόνον κατόπιν αυστηρού ελέγχου βάσει της αρχής της αναλογικότητας.
Συναφώς, ο γενικός εισαγγελέας επισημαίνει ότι καμία από τις εγγυήσεις και τις ιδιαιτερότητες που περιβάλλουν το επάγγελμα του συμβολαιογράφου δεν δικαιολογεί ένα τόσο επαχθές και δραστικό μέτρο όσο η άμεση δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγένειας. Ειδικότερα, όσον αφορά τον όρκο που δίδουν οι συμβολαιογράφοι πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους, ο γενικός εισαγγελέας εκτιμά ότι η έννοια της πιστότητας δεν απαιτεί οπωσδήποτε δεσμό ιθαγένειας.
Ως εκ τούτου, ο γενικός εισαγγελέας κρίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων υπό τις οποίες ασκείται το επάγγελμα του συμβολαιογράφου, η Συνθήκη απαγορεύει τη λήψη κρατικού μέτρου το οποίο εισάγει δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας εις βάρος προσώπων τα οποία επιθυμούν πρόσβαση στο εν λόγω επάγγελμα, καθόσον το μέτρο αυτό, ως μη αναγκαίο δεδομένου του βαθμού συμμετοχής της δραστηριότητας αυτής στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, είναι δυσανάλογο. Κατά συνέπεια, ο γενικός εισαγγελέας προτείνει στο Δικαστήριο να κρίνει ότι τα έξι ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, περιορίζοντας την πρόσβαση στο επάγγελμα του συμβολαιογράφου αποκλειστικώς στους υπηκόους τους, παρέβησαν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τη Συνθήκη.
Τέλος, όσον αφορά την παράβαση της οδηγίας 2005/36, ο γενικός εισαγγελέας υπενθυμίζει ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι το κάθε κράτος μέλος ενήργησε κατά παράβαση του δικαίου της Ενώσεως. Ο γενικός εισαγγελέας υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε επαρκή επιχειρήματα όσον αφορά την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας στο επάγγελμα του συμβολαιογράφου και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο πρέπει να απορρίψει την προσφυγή κατά τα λοιπά.