Παρασκευή, 24 Σεπτεμβρίου 2010 10:26

«Στην ελληνική οικονομία υπάρχουν πολλές αγκυλώσεις»

Για να επιτευχθεί δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα θα πρέπει να δοθεί περισσότερη έμφαση στη μείωση των δαπανών και λιγότερη στην αύξηση της φορολογίας, τόνισε, μιλώντας στο naftemporiki.gr, o καθηγητής Λέζεκ Μπαλσερόβιτς, υπουργός Οικονομικών και αντιπρόεδρος της πρώτης κυβέρνησης της Πολωνίας μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Για να επιτευχθεί δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα θα πρέπει να δοθεί περισσότερη έμφαση στη μείωση των δαπανών και λιγότερη στην αύξηση της φορολογίας, τόνισε, μιλώντας στο naftemporiki.gr, o καθηγητής Λέζεκ Μπαλσερόβιτς, υπουργός Οικονομικών και αντιπρόεδρος της πρώτης κυβέρνησης της Πολωνίας μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Ως γνωστός υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς, ο καθηγητής τόνισε επίσης ότι πρέπει να δοθεί έμφαση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, καθώς «στην Ελλάδα έχουν υπάρξει πολλές αγκυλώσεις, που σημαίνει ότι οι αγορές δεν ήταν ελεύθερες ή ήταν μονοπωλιακές», όπως μας είπε.

Ο κ. Μπαλσερόβιτς θεωρείται αρχιτέκτονας των μεταρρυθμίσεων που μετέτρεψαν την Πολωνία από μία κομμουνιστική σε μία ελεύθερη οικονομία, μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει γνωστές και ως «θεραπεία-σοκ». Ο ίδιος απορρίπτει αυτόν τον όρο τόσο σε σχέση με την Πολωνία όσο και σε σχέση με την Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι στόχος στη χώρα του ήταν να σβηστεί γρήγορα η «φωτιά» του υπερβολικού πληθωρισμού.

Ισχυρίζεται ότι έχει δοθεί υπερβολική έμφαση στα πακέτα στήριξης των οικονομιών για την έξοδο από την κρίση, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου οι προσδοκίες για αύξηση της απασχόλησης δεν έχουν εκπληρωθεί. Ωστόσο θεωρεί θετικό το γεγονός ότι οι Αμερικανοί ανησυχούν περισσότερο για το μέγεθος του δημόσιου χρέους καθώς «είναι πολύ επικίνδυνο να πιστεύεις στον ¶γιο Βασίλη στην πολιτική».

Όσο για την τρέχουσα κρίση θεωρεί ότι ουσιαστικά προκλήθηκε από λανθασμένες παρεμβάσεις δημόσιων φορέων και είναι εκεί που πρέπει να επικεντρωθούμε αν θέλουμε να αποφύγουμε παρόμοιες κρίσεις στο μέλλον.

O κ. Μπαλσερόβιτς βρέθηκε στην Αθήνα με αφορμή διάλεξη που διοργάνωσε το ΕΛΙΑΜΕΠ.

Θεωρήστε ως ο αρχιτέκτονας των αλλαγών που μετέτρεψαν την Πολωνία σε οικονομία της αγοράς. Αυτές οι αλλαγές έχουν ευρέως χαρακτηριστεί ως «θεραπεία σοκ». Ο ίδιος όρος έχει χρησιμοποιηθεί για το πρόγραμμα που εφαρμόζεται τώρα στην Ελλάδα: το πρόγραμμα λιτότητας και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Θεωρείτε ότι είναι μία βάσιμη σύγκριση;

Οι λέξεις μπορούν να είναι παραπλανητικές. Ποτέ δεν χρησιμοποίησα τον όρο «θεραπεία σοκ» για τις μεταρρυθμίσεις στην Πολωνία. Αυτό που εννοούσα ήταν ότι έπρεπε να ξεκινήσουμε από ένα ευρύ μέτωπο και να είμαστε αρκετά γρήγοροι γιατί είχαμε υπερβολικό πληθωρισμό στην Πολωνία το 1989, οι τιμές αυξάνονταν κατά 40-50% κάθε μήνα. Αυτό είναι σαν μία φωτιά σε ένα σπίτι - είναι πολύ επικίνδυνο να σβήνεις μια φωτιά σιγά-σιγά, πρέπει να είμαστε γρήγοροι. Εσείς δεν έχετε αυτό το πρόβλημα του υπερβολικού πληθωρισμού, οπότε η αναλογία δεν είναι σε καμία περίπτωση πλήρης. Στην Πολωνία έπρεπε επίσης να απελευθερώσουμε την οικονομία, επειδή ήταν σοσιαλιστική και το κάναμε με διεξοδικό τρόπο ώστε να λειτουργήσουν οι δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς. Νομίζω ότι κάθε οικονομικό πρόγραμμα πρέπει να βασίζεται στη σωστή διάγνωση των προβλημάτων και η ερμηνεία μου για την ελληνική εμπειρία είναι ότι υπάρχουν δύο προβλήματα που είναι αλληλένδετα, πρώτον το δημοσιονομικό και δεύτερον το διαρθρωτικό. Το δημοσιονομικό έχει να κάνει με την υπερβολική αύξηση των δαπανών ανά τα έτη, που οδήγησε σε εκρηκτικό χρέος. Αυτό πρέπει να μειωθεί, κατά προτίμηση μέσω της περικοπής των δαπανών και όχι της αύξησης της φορολογίας. Μπορεί κανείς να προσπαθήσει να αυξήσει τα έσοδα χωρίς να αυξήσει τους φορολογικούς συντελεστές. Δεν βρίσκεστε πάντως σε μία άνευ προηγουμένου κατάσταση, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις επιτυχημένης δημοσιονομικής προσαρμογής. Και η επιτυχής δημοσιονομική προσαρμογή, όπως είπα, είναι περισσότερο βασισμένη σε μεταρρυθμίσεις στην πλευρά των δαπανών, όχι στους φορολογικούς συντελεστές, και δεύτερον σχετίζονται με τις διαρθρωτικές αλλαγές. Στην Ελλάδα έχουν υπάρξει πολλές αγκυλώσεις, που σημαίνει ότι οι αγορές δεν ήταν ελεύθερες ή ήταν μονοπωλιακές. Μία οικονομία της αγοράς με πολλές αγκυλώσεις και μονοπώλια δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά, μπορεί να λειτουργήσει μόνο με εξωτερικό δανεισμό, αλλά αυτό κάποτε τελειώνει. Οπότε νομίζω ότι είναι πολύ κρίσιμο για την Ελλάδα να απελευθερώσει την οικονομία και ιδιαίτερα μια πολύ σημαντική αγορά που είναι η αγορά εργασίας. Γιατί είναι τόσο σημαντική; Γιατί είστε μέλη της ευρωζώνης και στην ευρωζώνη δεν μπορείτε να υποτιμήσετε το νόμισμά σας, οπότε πρέπει να έχετε άλλους μηχανισμούς προσαρμογής. Και ένας απολύτως απαραίτητος μηχανισμός προσαρμογής είναι η ελεύθερη αγορά εργασίας.

Πιστεύετε λοιπόν ότι είμαστε στη σωστή κατεύθυνση τώρα στην Ελλάδα; Γιατί μία συνηθισμένη κριτική είναι ότι οι φόροι ανέβηκαν υπερβολικά αλλά, λόγω ύφεσης, τα κρατικά έσοδα δεν αυξήθηκαν ανάλογα…

Μπορώ μόνο να απαντήσω με βάση αυτά που έχω διαβάσει και διάβασα την πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ που λέει ότι η Ελλάδα είναι στη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν υπάρχει αρκετή βελτίωση στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, είναι ακόμα μεγάλο. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί αντανακλά τη σχετική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, που σημαίνει ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να πάνε βαθύτερα για να αποδώσουν καρπούς. Ως αποτέλεσμα αυτού του μεγάλου ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, η Ελλάδα βασίζεται σε επίσημες πηγές χρηματοδότησης, κάτι που δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον.

Στο παρελθόν έχετε επανειλημμένως ταχθεί ενάντια στα πακέτα δημοσιονομικής τόνωσης σε καιρούς κρίσης και συγκεκριμένα στην τρέχουσα παγκόσμια κρίση. Ωστόσο οι περισσότερες κυβερνήσεις κινήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση και προσέφεραν τεράστια πακέτα με στόχο να βγουν από την κρίση. Αυτή η στρατηγική θεωρήθηκε κατά κανόνα ως επιτυχημένη. Εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι ήταν λάθος;

Αυτό που έχω πει, και είχα δημοσιεύσει ένα άρθρο το 2008 στους Financial Times, είναι ότι πρέπει να υπάρχει ένα όριο στα πακέτα που προσφέρονται κατά τη διακριτική ευχέρεια των κυβερνήσεων, αλλά δεν έχω αμφισβητήσει τη λειτουργία των αυτόματων μηχανισμών σταθεροποίησης, όταν μια χώρα το αντέχει. Αλλά τώρα όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι έχουν αμφιβολίες για τη χρησιμότητα των μεγάλων πακέτων, για παράδειγμα στις ΗΠΑ. Υπήρχαν μεγάλες προσδοκίες ότι αυτό το πακέτο θα δημιουργούσε τρία εκατομμύρια επιπλέον θέσεις εργασίας αλλά κανείς δεν μπορεί να δει αυτά τα τρία εκατομμύρια παραπάνω θέσεις εργασίας. Οπότε ακόμα και οι ΗΠΑ πρέπει να είναι προσεκτικές. Δεν υπάρχει υποκατάστατο για τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική προσαρμογή. Επίσης, όταν υπάρχει υπερβολική δημοσιονομική τόνωση τότε υπάρχει αβεβαιότητα, υπάρχει ένας επιπλέον κίνδυνος στην οικονομική ζωή και αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές, και ακόμα χειρότερα οι επενδυτές, διστάζουν να επενδύσουν. Υπήρξε υπερβολική έμφαση στη δημοσιονομική ώθηση και όχι αρκετή έμφαση στις μεταρρυθμίσεις σε κάποιες χώρες, ειδικά στις ΗΠΑ, και νομίζω ότι συνολικά η Ευρώπη είχε δίκιο που αντιστάθηκε σε αυτές τις πιέσεις από τις ΗΠΑ για τόνωση.

Οπότε νομίζετε ότι η κυβέρνηση Ομπάμα το έχει παρακάνει;

Αν κοιτάξει κανείς τα στοιχεία, δεν θα δει την εκπλήρωση αυτών των προσδοκιών και μάλλον το παράκαναν από πολιτικής άποψης, γιατί πολλοί Αμερικανοί φοβούνται ότι το δημόσιο χρέος αυξάνεται. Νομίζω ότι αυτό είναι πολύ θετικό για τις ΗΠΑ, γιατί η πιο σίγουρη εγγύηση δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι να υπάρχει μία πλειονότητα δημοσιονομικά συντηρητικών ανθρώπων σε μία χώρα. Τότε θα παρακολουθούν τους πολιτικούς, δεν θα πιστεύουν στον ¶γιο Βασίλη. Είναι πολύ επικίνδυνο να πιστεύεις στον ¶γιο Βασίλη στην πολιτική.

Είστε ικανοποιημένος με τα όσα γίνονται σε παγκόσμιο επίπεδο για να αποτραπεί μία μελλοντική κρίση;

Αρχικά υπήρξαν κάποια λαϊκίστικα μέτρα, για παράδειγμα ο επιπλέον φόρος στις τράπεζες. Οι τράπεζες χρειάζονται παραπάνω κεφάλαιο, αν τις φορολογήσεις περισσότερο, τα κονδύλια για το επιπλέον κεφάλαιο θα μειωθούν. Αυτό δεν έχει νόημα στα οικονομικά, αλλά είναι αποτέλεσμα πολιτικών τακτικισμών στις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γαλλία. Δεύτερον, μία συγκριτική ανάλυση των κρίσεων αποκαλύπτει ότι η θεμελιώδης αιτία είναι συνήθως λανθασμένες παρεμβάσεις δημόσιων φορέων, για παράδειγμα τα υπερβολικά χαμηλά επιτόκια της Fed, η πολιτική πίεση που ασκείται στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να δανείσουν σε φτωχά νοικοκυριά, που οδήγησε στην κρίση στην αγορά sub-prime στις ΗΠΑ, κάποια λάθη στη ρύθμιση, όπως στη Βασιλεία Ι, που οδήγησε στην υπερβολική τιτλοποίηση στις τράπεζες, κτλ, κτλ. Οπότε αν αυτή η διάγνωση είναι σωστή, τότε πρέπει κανείς να κοιτάξει πώς να αποφύγει μελλοντικά λάθη στις δημόσιες πολιτικές. Δεν έχει δοθεί αρκετή έμφαση σε αυτό, αλλά στην ενίσχυση του ρυθμιστικού πλαισίου.

ΑΛΙΝΑ ΣΑΡΑΝΤΗ