Οι πολιτικοί, αν και λαμβάνουν αποφάσεις οι οποίες επηρεάζουν και το μέλλον μας, πέρα από την καθημερινότητά μας, εντούτοις επηρεασμένοι από τη γνωστή ρήση του Βρετανού οικονομολόγου Τζον Μέιναρντ Κέινς (1883-1946), ότι «μακροπροθέσμως, όλοι θα είμαστε νεκροί», δεν δείχνουν μεγάλο ζήλο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του αύριο.
Aναδημοσίευση από τη Ναυτεμπορική
Οι πολιτικοί, αν και λαμβάνουν αποφάσεις οι οποίες επηρεάζουν και το μέλλον μας, πέρα από την καθημερινότητά μας, εντούτοις επηρεασμένοι από τη γνωστή ρήση του Βρετανού οικονομολόγου Τζον Μέιναρντ Κέινς (1883-1946), ότι «μακροπροθέσμως, όλοι θα είμαστε νεκροί», δεν δείχνουν μεγάλο ζήλο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του αύριο.
Αύριο ποιος ζει και ποιος πεθαίνει, λέει η ελληνική θυμοσοφία. Υπό αυτή την έννοια, γιατί να μας ενδιαφέρει η δημογραφική γήρανση στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο αναπτυγμένο κόσμο; Και όμως!
Το πρόβλημα είναι σοβαρό και η επιδερμική αντιμετώπισή του το κάνει και επικίνδυνο. Αν όχι γι' αυτούς που βρίσκονται στην τελική ευθεία πριν από τον τερματισμό, για τα παιδιά και τα εγγόνια τους - αν βεβαίως ενδιαφέρονται γι' αυτά, πράγμα που δεν είναι πάντα δεδομένο. Ας δούμε, όμως, πριν απ' όλα, τι λένε οι αριθμοί, έστω και αν κάποιοι δεν τους εμπιστεύονται.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της αμερικανικής Στατιστικής Υπηρεσίας (Ιούλιος 2009), τα παγκόσμια δεδομένα έχουν ως εξής: Ο αριθμός των ηλικιωμένων ατόμων, άνω των 65 ετών, θα υπερδιπλασιαστεί μέχρι το 2040 φθάνοντας το 1,3 δισεκατομμύριο, από τα 506 εκατομμύρια που ήταν το 2008.
Μέσα στην επόμενη δεκαετία, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, τα άτομα άνω των 65 ετών θα είναι περισσότερα από τα παιδιά κάτω των 5 ετών. Ο παγκόσμιος πληθυσμός, συνεπώς, γερνάει χωρίς προηγούμενο, καθώς, μέχρι το 2040, η ηλικιακή ομάδα άνω των 65 ετών θα αυξηθεί κατά 160% και τα άτομα άνω των 80 ετών κατά 233%. Τα άτομα της τρίτης ηλικίας θα αποτελούν το 14% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Οι αναπτυγμένες χώρες, όπως οι ΗΠΑ και τα κράτη της Ευρώπης, ήδη αντιμετωπίζουν τη γήρανση του πληθυσμού. Η τάση όμως φαίνεται να επεκτείνεται και στις αναπτυσσόμενες χώρες, κυρίως στη Λατινική Αμερική και στην Ασία.
Η Κίνα έχει τους περισσότερους ηλικιωμένους στον κόσμο με 106 εκατομμύρια το 2008, όμως σε ποσοστιαία βάση ξεχωρίζει η Ιαπωνία όπου το 22% του πληθυσμού είναι άνω των 65 ετών. Σε κλίμακα ηπείρων, η Ευρώπη είναι πράγματι η πιο «γηραιά», ενώ η υποσαχάρια Αφρική, αν και αφυδατωμένη, είναι πιο «νέα».
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.), έως το 2020 το 25% του πληθυσμού της Ε.Ε. θα είναι άνω των 65 ετών. Εως το 2020, περί τα 20 εκατομμύρια Ευρωπαίοι θα είναι μεγαλύτεροι των 80 ετών, αριθμός τριπλάσιος αυτού της δεκαετίας τού '60. Εως το 2050 αναμένεται να τριπλασιασθούν οι δαπάνες για συντάξεις, ιατρική περίθαλψη και μακροχρόνια μέριμνα. Και ποιοι θα δουλεύουν για να «λαδώνουν τη μηχανή»;
Αυτά τα στοιχεία παρέθετε σε αφιέρωμά του το γνωστό βρετανικό περιοδικό The Economist και όποιος θέλει ας τα βάλει κάτω. Γιατί, όμως; Διότι, όπως επισημαίνει ο νομπελίστας Αμερικανός οικονομολόγος, Γκάρι Μπέκερ, η παρούσα χρηματοοικονομική κρίση θα είναι, περί το 2040, ανέκδοτο μπροστά στη δημογραφική γήρανση που θα πλήττει τις αναπτυγμένες οικονομίες και όχι μόνον αυτές. «Εγώ, βέβαια, ογδοντάρης και πλέον σήμερα, δεν θα ζήσω αυτή την κατάσταση, αλλά για την ιστορία έχω χρέος να την επισημάνω», λέει.
Πράγματι, ο γηραιός νομπελίστας οικονομολόγος δεν έχει άδικο. Επιβεβαιώνεται και από τις αντίστοιχες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που ήδη τονίζει ότι το 2020 τα δημοσιονομικά ελλείμματα στις αναπτυγμένες χώρες θα είναι ασήμαντα, από πλευράς κόστους, σε σύγκριση με το δημογραφικό κόστος.
Πιο αναλυτικά το ΔΝΤ προέβλεψε, για το διάστημα από τώρα έως το 2050, ότι «στις πλουσιότερες χώρες η δημοσιονομική επιβάρυνση της κρίσης θα αντιστοιχεί περίπου στο 10% των δαπανών που σχετίζονται με τη δημογραφική γήρανση». Το υπόλοιπο 90% θα αντιστοιχεί σε επιπρόσθετες δαπάνες για συντάξεις, υγειονομική περίθαλψη και μακροχρόνια φροντίδα.
Πρόκειται για μία αργή αλλά αμετάκλητη εξέλιξη, που εν καιρώ θα έχει τεράστιες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Προς το παρόν, μόνον λίγες χώρες με ήδη γερασμένο πληθυσμό αρχίζουν να διαπιστώνουν τις συνέπειες. Εντούτοις, το εργατικό δυναμικό ολοένα συρρικνώνεται, ενώ ο αριθμός των συνταξιούχων συνεχώς αυξάνεται. Περίπου έως το 2020, η δημογραφική γήρανση θα είναι εμφανής.
Δεν υπάρχει, μάλιστα, τρόπος διαφυγής: αν εξαιρέσουμε τις τεράστιες φυσικές και ανθρωπογενείς καταστροφές, οι δημογραφικές αλλαγές είναι πολύ πιο βέβαιες από άλλες μακροπρόθεσμες προβλέψεις - όπως, για παράδειγμα, η κλιματική αλλαγή. Τα 2 δισεκατομμύρια άτομα που το 2050 θα είναι άνω των 60 ετών, έχουν ήδη γεννηθεί.
Πού οφείλεται, όμως, αυτή η τεράστια δημογραφική αλλαγή, που συνεχώς εξελίσσεται και ανατρέπει κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά και οικονομικά δεδομένα; Οικονομολόγοι και ιστορικοί της οικονομίας, όπως λόγου χάρη ο Ελβετός Πολ Μπαϊρόχ, υποστηρίζουν ότι οι δημογραφικές εξελίξεις και τάσεις διαμορφώνονται από δύο μακροπρόθεσμα αίτια και ένα μάλλον παροδικό.
Ο πρώτος σημαντικός λόγος είναι πως σε όλα τα μέρη του κόσμου ο μέσος όρος ζωής είναι πολύ υψηλότερος απ' ό,τι στο παρελθόν. Η τάση αυτή ξεκίνησε με τη βιομηχανική επανάσταση και έκτοτε ακολούθησε ανοδική πορεία.
Το 1900, το μέσο προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση για όλο τον κόσμο έφθανε μόλις τα 30 έτη, ενώ στις πλούσιες χώρες βρισκόταν κάτω από τα 50 έτη. Σήμερα, οι αριθμοί αυτοί έχουν διαμορφωθεί σε 67 και 78 έτη αντίστοιχα και εξακολουθούν να αυξάνονται.
Αν εξαιρέσουμε τους φόβους για την επερχόμενη δημογραφική κρίση, αυτό είναι κάτι για το οποίο πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι - ιδίως από τη στιγμή που οι ηλικιωμένοι παραμένουν σήμερα υγιείς, σε καλή φυσική κατάσταση και ενεργοί για πολύ περισσότερα χρόνια. Η τάση αυτή, εξάλλου, αποτελεί ένα σημαντικό φαινόμενο με μεγάλη επίπτωση στη δομή, στη λειτουργία και στη φύση της αγοράς εργασίας.
Ενα δεύτερο και ακόμη σοβαρότερο αίτιο της δημογραφικής γήρανσης είναι ότι τα ποσοστά των γεννήσεων σε όλο τον κόσμο έχουν μειωθεί, με αποτέλεσμα οι νεαρές ηλικιακές ομάδες να μην μπορούν να αντισταθμίσουν τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό των ηλικιωμένων.
Η τάση αυτή εμφανίστηκε αργότερα από εκείνη της μεγαλύτερης διάρκειας ζωής, αρχικά στις αναπτυγμένες χώρες και εν συνεχεία στις φτωχές. Στις αρχές της δεκαετίας τού '70, οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο εξακολουθούσαν να αποκτούν 4,3 παιδιά, κατά μέσον όρο, η κάθε μία. Σήμερα γεννιούνται κατά μέσον όρο, παγκοσμίως, 2,6 παιδιά ανά γυναίκα, ενώ στις πλούσιες χώρες μόλις 1,6 παιδιά.
Σύμφωνα με πρόβλεψη των Ηνωμένων Εθνών, έως το 2050 ο αριθμός αυτός θα έχει μειωθεί παγκοσμίως στα 2 παιδιά ανά γυναίκα, γεγονός που θα καταστήσει το φαινόμενο της γήρανσης το ίδιο έντονο παντού, από τα μέσα του αιώνα και μετά. Σε ορισμένες αναπτυγμένες χώρες, οι αριθμοί έχουν ήδη αρχίσει να συρρικνώνονται. Ανάλογα με την οπτική γωνία, αυτό μπορεί να είναι θετικό ή αρνητικό, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, αλλάζει την πολιτικο-οικονομική μορφή του κόσμου μας, αργά αλλά πολύ σταθερά.
Το παροδικό φαινόμενο που επέτεινε τις συνέπειες της υπογεννητικότητας και της μακροζωίας είναι η πληθυσμιακή έκρηξη («baby boom») που έλαβε χώρα στα περισσότερα πλούσια κράτη μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η έκρηξη αυτή δεν συνέβη ταυτόχρονα σε όλες τις χώρες, όμως στην Αμερική -όπου το φαινόμενο ήταν πιο έντονο- διήρκεσε σχεδόν ολόκληρη την εικοσαετία μετά το 1945 - περίοδος κατά την οποία γεννήθηκαν σχεδόν 80 εκατομμύρια Αμερικανοί. Οι πρώτοι από αυτούς βγαίνουν τώρα στη σύνταξη. Για τα επόμενα είκοσι χρόνια, αυτή η γενιά της μεταπολεμικής πληθυσμιακής έκρηξης θα πυκνώνει τις τάξεις των συνταξιούχων, γεγονός που θα οδηγήσει σε ραγδαία πτώση του εργατικού δυναμικού σε όλες τις πλούσιες χώρες του κόσμου, αλλά θα δημιουργήσει και νέες πολιτικές συμπεριφορές, καταναλωτικές συνήθειες και πολιτιστικές τάσεις.
Ταυτοχρόνως, από χρηματοοικονομικής πλευράς, οι επενδυτικές συμπεριφορές θα αλλάξουν και αυτές, πράγμα που ήδη απασχολεί τις ασφαλιστικές εταιρείες.
Στα θέματα αυτά, ωστόσο, θα επανέλθουμε διότι όντως, παρά και πέρα από τη σημερινή κρίση, οδηγούν και σε νέες πολιτικές και κοινωνικο-οικονομικές καταστάσεις, τις οποίες, παρά τη ρήση του Κέινς, δεν βλάπτει να τις ιχνογραφήσουμε.
ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ