Κυριακή, 17 Οκτωβρίου 2010 12:10

Ο καταλυτικός ρόλος του ευρώ στις μεταρρυθμίσεις

Όσον αφορά στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που δρομολογούνται ή προγραμματίζονται, το πιο σημαντικό ερώτημα δεν είναι εάν το ευρώ, η κρίση ή ο συνδυασμός των δύο ήταν αυτός που τις κατέστησε αναγκαίες, αλλά εάν θα έχουν αποτέλεσμα.

Του Εντμόν Αλφαντερί*

Το 2000, λίγο αφότου κυκλοφόρησε το ευρώ, έγραψα ένα βιβλίο στο οποίο υποστήριζα ότι οι χώρες που υιοθετούν το ενιαίο νόμισμα θα αναγκαστούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να δρομολογήσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Πού βρισκόμαστε, όμως, 10 χρόνια μετά;

Το εντυπωσιακό είναι ότι η πρώτη χώρα που δρομολόγησε μεταρρυθμίσεις ήταν η Γερμανία. Χάρη στις συνθήκες που ευνοούσαν τις εξαγωγικές επιχειρήσεις και, κυρίως, στη μισθολογική πειθαρχία, η Γερμανία άρχισε να εμφανίζει υψηλά πλεονάσματα ισοζυγίου πληρωμών. Σήμερα, το φαινόμενο αυτό έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις και αποτελεί την ατμομηχανή της γερμανικής οικονομικής ανάπτυξης, διατηρώντας την ανεργία στα χαμηλότερα επίπεδα της Ευρώπης.

Η ιστορία κύλησε εντελώς διαφορετικά για τα υπόλοιπα κράτη της ευρωζώνης. Τα «PIIGS» – Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα και Ισπανία – επωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από το ευρώ χάρη - όχι μόνο στην εξάλειψη των συναλλαγματικών εμποδίων - αλλά και στην κάθετη πτώση των επιτοκίων τους σε επίπεδα που θεωρούνταν αδιανόητα προ ευρώ. Επιπλέον, δεδομένου ότι τα εν λόγω κράτη δεν αντιμετώπιζαν πλέον περιορισμούς εμπορικού ισοζυγίου, μπορούσαν να ξοδεύουν πέραν των δυνατοτήτων τους χωρίς άμεση επίπτωση στα οικονομικά τους. Με την τεχνητή αυτή εκτίναξη της οικονομικής τους ανάπτυξης, δεν είχαν ιδιαίτερο κίνητρο να προωθήσουν αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της ατζέντας της Συνθήκης της Λισαβόνας.

Έπειτα ήρθε η διεθνής κρίση. Τα δύσκολα έτη 2007-2009, η αξία της χρήσης του ευρώ και η ανθεκτικότητα της ευρωζώνης αναγνωρίστηκαν ευρέως σε όλο τον κόσμο. Τα προβλήματα δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους μέχρι που ξεκίνησε η έξοδος από την κρίση. Το ύψος των δημόσιων χρεών, τα οποία σε πολλές χώρες διογκώθηκαν στη διάρκεια της κρίσης, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ψαλίδα στην ανταγωνιστικότητα πολλών κρατών μελλών, άρχισαν να εμπνέουν ανησυχία στις αγορές. Κάποιοι επενδυτές, οι οποίοι αμφισβητούσαν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους ορισμένων κρατών, άρχισαν να αμφισβητούν και τη βιωσιμότητα του ίδιου του ευρώ.

Δεν άργησαν οι αντιδράσεις στην επικίνδυνη αυτή τάση. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρατηρήθηκε μεταστροφή και εντυπωσιακή κινητοποίηση των πόρων, ενώ ο πρόεδρος της ΕΕ, Χέρμαν βαν Ρόμπεϊ, καταρτίζει ένα πλαίσιο ενισχυμένης δημοσιονομικής εποπτείας, πρόληψης και λύσης. Όπως σημείωνε και ο Ζαν Μονέ –ένας από τους «πατέρες» της ευρωπαϊκής ενοποίησης– στα απομνημονεύματά του πριν από 35 χρόνια, «το ευρωπαϊκό οικοδόμημα προχωρά μπροστά μετά από κάθε κρίση και τελικώς αποτελεί αποκρυστάλλωμα των λύσεων που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπισή τους».

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός ότι σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης που επλήγησαν από την κρίση δρομολογούνται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ξαφνικά, δεδομένων των πιέσεων στη χρηματοοικονομική αγορά, οι μεταρρυθμίσεις έγιναν επιτακτική ανάγκη –αν όχι ζήτημα ζωής και θανάτου.

Ας δούμε για παράδειγμα την Ελλάδα –το μέλος της ευρωζώνης που δέχθηκε το σφοδρότερο πλήγμα. Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και το συνταξιοδοτικό, καθώς και οι υπόλοιπες που δρομολογούνται ή προγραμματίζονται σε πολλούς κλάδους και επαγγέλματα –όλες εκ των οποίων προσφέρουν τεράστιες δυνατότητες ενίσχυσης της ανάπτυξης και, ως εκ τούτου, ελπίδα– αντιπροσωπεύουν μια βαθύτερη αλλαγή στην αντίληψη που έχουν οι πολίτες σχετικά με τις μακροπρόθεσμες ανάγκες της χώρας. Πράγματι, παρά τις αναμενόμενες κοινωνικές αναταραχές, στην μεγάλη τους πλειονότητα, οι Έλληνες, αναγνωρίζουν την ανάγκη για αλλαγή και δεν εναντιώνονται σε αυτή.

Οι ευρωσκεπτικιστές θα υποστηρίξουν ότι δεν είναι το ευρώ αλλά η ίδια η κρίση που έκανε επιτακτική την ανάγκη μεταρρυθμίσεων. Το σίγουρο είναι ότι το ευρώ από μόνο του δεν θα αποτελούσε αρκετά ισχυρό παράγοντα. Δεδομένης, όμως, της ευρωπαϊκής εμπειρίας, έχουμε σοβαρό λόγο να αμφιβάλουμε σχετικά με το εάν η κρίση θα μπορούσε από μόνη της να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη για κάτι τέτοιο, εάν δεν υπήρχε το ευρώ.

Πριν το ευρώ, μια χώρα που αντιμετώπιζε δημοσιονομική κρίση θα είχε ακολουθήσει την προβλέψιμη οδό της απόγνωσης: υποβάθμιση του νομίσματός της και έπειτα πληθωρισμός, ο οποίος θα ελάφρυνε το βάρος του δημόσιου χρέους. Δεν θα αργούσε να επιστρέψει «στα συνηθισμένα» χωρίς να χρειαστεί να κάνει καμία διαρθρωτική μεταρρύθμιση. Πόσες κρίσεις στην Ελλάδα, άλλωστε, οδήγησαν στη σημερινή ελληνική κρίση;

Η ανταγωνιστική υποτίμηση, την οποία ζητούν οι σκεπτικιστές, πρέπει να αποφευχθεί σε αυτή τη φάση. Τα κράτη μέλη της ευρωζώνης που έχουν δεχθεί πλήγμα στην ανταγωνιστικότητά τους δεν μπορούν να αποφεύγουν άλλο τις δύσκολες αλλά απαραίτητες μεταρρυθμίσεις καταφεύγοντας σε νομισματική «ταχεία επιδιόρθωση» που μετακυλύει το βάρος στους εμπορικούς τους εταίρους –και, ως συνήθως, οι πολιτικές προάσπισης των ιδίων συμφερόντων επί ζημία των ανταγωνιστών («beggar thy neighbor») επιβραβεύουν την ολιγωρία και τιμωρούν την αρετή.

Όσον αφορά στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που δρομολογούνται ή προγραμματίζονται, το πιο σημαντικό ερώτημα δεν είναι εάν το ευρώ, η κρίση ή ο συνδυασμός των δύο ήταν αυτός που τις κατέστησε αναγκαίες, αλλά εάν θα έχουν αποτέλεσμα. Προφανώς, μια αποτυχία θα επιφέρει τεράστιο πολιτικό κόστος, το οποίο σημαίνει ότι οι ηγέτες θα λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να το αποφύγουν. Μέχρι στιγμής έχουν επιδείξει αξιοσημείωτη αποφασιστικότητα, θέτοντας τις βάσεις για να ελπίζουμε ότι αυτή τη φορά η κατάσταση, πράγματι, θα αλλάξει.

*Ο Εντμόν Αλφαντερί, πρώην υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, είναι σήμερα πρόεδρος του Euro50 Group.

Copyright: Project Syndicate, 2010