Η διορατική πρόταση της Κίνας για σύσταση ενός «υπερκρατικού αποθεματικού νομίσματος» δεν έτυχε ποτέ σοβαρής αντιμετώπισης. Οι ΗΠΑ ασκούν τώρα ισχυρές πιέσεις στην Κίνα για ανατίμηση του γιουάν και το αποτέλεσμα είναι ένας λεκτικός πόλεμος που μπορεί εύκολα να εξελιχθεί σε κάτι χειρότερο.
Του Ρόμπερτ Σκιντέλσκι*
Βλέπω συνεχώς τις ελπίδες μου για ταχεία ανάκαμψη να γκρεμίζονται. Η συντονισμένη δημοσιονομική επέκταση (ύψους 5 τρισ. δολαρίων) από τις μεγαλύτερες κυβερνήσεις του κόσμου ανέκοψαν την πτωτική πορεία αλλά δεν κατόρθωσαν να φέρουν μια υγιή ανάκαμψη. Η απογοήτευση που ζούμε σήμερα απεικονίζεται στο πρόσφατο εξώφυλλο του περιοδικού «The Economist» με τίτλο «Grow, dammit, grow».
Υπάρχουν δύο λόγοι για να είναι κανείς απαισιόδοξος: Ο πρώτος αφορά στην πρόωρη απόσυρση των μέτρων τόνωσης που αποφασίστηκε στη σύσκεψη του G20 τον Απρίλιο 2009. Όλες οι μεγάλες χώρες δεσμεύονται πλέον να μειώσουν το δημοσιονομικό τους έλλειμμα. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι δεν έχει γίνει τίποτα για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών σε επίπεδο ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Πράγματι, η συζήτηση που γίνεται τελευταία περί συναλλαγματικών πολέμων που οδηγούν σε εμπορικούς πολέμους φέρνει στο νου το παράδειγμα της δεκαετίας του 1930.
Το πρόβλημα των ανισορροπιών στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών συνδέεται στενά με την υπεραφθονία των παγκόσμιων αποταμιεύσεων. Η μία πλευρά του πλανήτη –με πρώτη και καλύτερη την Κίνα –κερδίζει περισσότερα απΆ όσα ξοδεύει, ενώ η άλλη πλευρά –ιδίως οι ΗΠΑ– ξοδεύει περισσότερα απΆ όσα βγάζει. Εάν τα πλεονασματικά κράτη επενδύουν στα ελλειμματικά κράτη, οι ανισορροπίες αυτές δεν θα συνιστούσαν μακροοικονομικό πρόβλημα.
Αυτό ακριβώς είναι το μοτίβο που ίσχυε τον 19ο αιώνα. Ένα σύστημα ξένων επενδύσεων, με επίκεντρο το Λονδίνο, διοχέτευε τις αποταμιεύσεις των πλούσιων (πλεονασματικών) κρατών στα φτωχά (ελλειμματικά) κράτη. Παρά τις διάφορες οικονομικές κρίσεις και πτωχεύσεις, αυτή η σχέση πιστωτή-δανειστή λειτουργούσε εν τέλει προς όφελος και των δύο πλευρών. Οι επενδυτές των πλούσιων κρατών πετύχαιναν μεγαλύτερη απόδοση απΆ ότι θα κέρδιζαν στη χώρα τους, ενώ οι αποδέκτες των κεφαλαίων στα φτωχά κράτη συγκέντρωναν τα αναπτυξιακά κεφάλαια που χρειάζονταν χωρίς να παρατηρείται επίμονη τάση για αποπληθωρισμό.
Με μια πρώτη ματιά, το σημερινό σύστημα θυμίζει αυτό το μοτίβο, ωστόσο, έχει μια ουσιαστική διαφορά: η ροή των αποταμιεύσεων κατευθύνεται από τις αναπτυσσόμενες χώρες –όπως η Κίνα– στις πλούσιες χώρες –όπως οι ΗΠΑ –δηλαδή, από τις χώρες όπου τα κεφάλαια είναι λιγοστά στις χώρες όπου τα κεφάλαια είναι άφθονα. Αποτέλεσμα της παράλογης αυτής σχέσης είναι η παγκόσμια υπεραφθονία αποταμιεύσεων.
Σε αντίθεση με τη Μεγάλη Βρετανία του 19ου αιώνα, η Κίνα δεν βλέπει το πλεόνασμά της σαν μια μηχανή επενδύσεων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 άρχισε να συσσωρεύει αποθεματικά ως ένα μέτρο αυτασφάλισης ενάντια τις εκροές κεφαλαίων. Η συσσώρευση αποθεματικών ήταν, επίσης, μια παρενέργεια της σκόπιμης υποτίμησης του κινεζικού νομίσματος με στόχο την προώθηση της αναπτυξιακής στρατηγικής της Κίνας που είχε βασικό άξονα τις εξαγωγές.
Ως εκ τούτου, η Κίνα και άλλες χώρες της Ανατολικής Ασίας κατάληξαν να έχουν στη διάθεσή τους ένα μεγάλο και διογκούμενο απόθεμα γραμματίων αμερικανικού δημοσίου. Μέσω της χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης, οι κρατικοί αυτοί τίτλοι συνέβαλαν στη χρηματοδότηση της «έκρηξης» κατανάλωσης και κερδοσκοπίας που σημειώθηκε στη Δύση και «ξεφούσκωσε» το 2008.
Στη Δύση, το φτηνό χρήμα θεωρούνταν ως η «σωστή» κεϋνσιανή απάντηση στο βομβαρδισμό αποταμιεύσεων από την Ανατολή. Επειδή, όμως, δεν υπήρχαν αρκετές διέξοδοι «πραγματικών» επενδύσεων στις χώρες που διέθεταν ήδη τα κεφάλαια που χρειάζονταν, το φτηνό χρήμα αποδείχθηκε ένας δυσλειτουργικός τρόπος αντιμετώπισης του πλεονάσματος επενδύσεων.
Η ύφεση ενίσχυσε το μοτίβο του δανεισμού των πλούσιων χωρών από τις φτωχές. Με την Ανατολική Ασία να σημειώνει ισχυρούς ρυθμούς ανάκαμψης και τη Δύση να βρίσκεται σε τέλμα, οι παγκόσμιες ανισορροπίες έχουν διευρυνθεί. Όπως επισήμανε πρόσφατα και ο πρώην διοικητής της Fed, ¶λαν Γκρίνσπαν, «οι αμερικανικές επενδύσεις σταθερού εισοδήματος υπολείπονται σημαντικά του επιπέδου όπου θα έπρεπε να βρίσκονται βάσει ιστορικών δεδομένων, δεδομένης της κατακόρυφης αύξησης στην κερδοφορία των εταιρειών». Εν ολίγοις, βρισκόμαστε καθΆ οδόν για την επόμενη κατάρρευση.
Υπάρχουν δύο γενικές στρατηγικές που μπορούν να εφαρμοστούν προκειμένου να λυθούν τα συνδεόμενα προβλήματα του ισοζυγίου τρέχοντος συναλλαγών και της ανισορροπίας επενδύσεων-αποταμιεύσεων. Η πρώτη αφορά στην αποδυνάμωση του κινήτρου της Κίνας για συσσώρευση αποθεματικών.
Τον Απρίλιο 2009, ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Κίνας, Τζου Ξιάο Τσουάν, πρότεινε τη σύσταση ενός «υπερκρατικού αποθεματικού νομίσματος» για την εξάλειψη των «εγγενών κινδύνων» που εμπεριέχουν τα εθνικά αποθεματικά νομίσματα τα οποία στηρίζονται στις πιστώσεις. Το νέο αυτό νόμισμα, το οποίο θα συστήνονταν στο πλαίσιο των Ειδικών Τραβηχτικών Δικαιωμάτων (SDRs) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου θα αντικαθιστούσε αυτόματα τα εθνικά αποθεματικά νομίσματα.
Ένας «λογαριασμός υποκατάστασης» που θα τηρούσε το ΔΝΤ θα παρείχε στις χώρες τη δυνατότητα να μετατρέπουν τις υφιστάμενες τοποθετήσεις τους σε αποθεματικά νομίσματα σε SDRs. Η αρχή που βρίσκεται πίσω από αυτό είναι ότι η συνολική ασφάλιση θα ήταν φτηνότερη άρα και λιγότερο αποπληθωριστική σε σύγκριση με την αυτασφάλιση. Η υποχώρηση της Κίνας από την τάση της να συσσωρεύει αποθεματικά θα είχε ως αποτέλεσμα την ανατίμηση του νομίσματός της και τη μείωση του εμπορικού της πλεονάσματος.
Η διορατική αυτή πρόταση της Κίνας δεν έτυχε ποτέ σοβαρής αντιμετώπισης. Αντιθέτως, οι ΗΠΑ ασκούν τώρα ισχυρές πιέσεις στην Κίνα για ανατίμηση του γιουάν. Το αποτέλεσμα είναι ένας λεκτικός πόλεμος που μπορεί εύκολα να εξελιχθεί σε κάτι χειρότερο. Οι ΗΠΑ κατηγορούν την Κίνα για υποτίμηση του νομίσματός της, ενώ η Κίνα κατηγορεί τη χαλαρή νομισματική πολιτική των ΗΠΑ για το ότι οι αναδυόμενες χώρες έχουν πλημμυρίσει στα δολάρια. Η Βουλή των Αντιπροσώπων έχει ψηφίσει έναν νόμο που επιτρέπει την επιβολή δασμών στις εισαγωγές από χώρες που χειραγωγούν το νόμισμά τους – όπως η Κίνα– αποβλέποντας στο εμπορικό τους πλεονέκτημα.
Εν τω μεταξύ , η υποτίμηση του δολαρίου ως αποτέλεσμα των προσδοκιών για περαιτέρω ποσοτική χαλάρωση έχει αναγκάσει τις κεντρικές τράπεζες της Ανατολικής Ασίας να επισπεύσουν την αγορά δολαρίων και να επιβάλλουν ελέγχους στις εισροές κεφαλαίων προκειμένου να αποτρέψουν την ανατίμηση του νομίσματός τους. Καθώς οι ασιατικές χώρες προσπαθούν να κρατήσουν μακριά τα κεφάλαια, η Δύση στρέφεται στον προστατευτισμό.
Μπορούμε να πάρουμε ένα σημαντικό μάθημα από το παράδειγμα της δεκαετίας του 1930. Όπως ξέρουμε, η παλίρροια σηκώνει όλες –ανεξαιρέτως– τις βάρκες ενώ η άμπωτη ρίχνει τη μία πάνω στην άλλη. Αυτό επαναφέρει το ζήτημα της πρόωρης απόσυρσης των δημοσιονομικών κινήτρων. Με τη συνολική ζήτηση να εξασθενεί σε Ευρώπη και ΗΠΑ, οι κυβερνήσεις στρέφονται όπως είναι λογικό στις εξαγωγικές αγορές για μείωση της εγχώριας ανεργίας. Δεν γίνεται, όμως, να έχουν όλες οι χώρες ταυτόχρονα εμπορικά πλεονάσματα. Η προσπάθεια για κάτι τέτοιο οδηγεί σε υποτίμηση των ανταγωνιστικών νομισμάτων και σε προστατευτισμό.
Όπως είχε πολύ εύστοχα παρατηρήσει ο Κέυνς, «εάν τα κράτη μπορούσαν να βρουν έναν τρόπο να επιτύχουν πλήρη απασχόληση μέσω των μέτρων εγχώριας πολιτικής… δεν θα υπήρχε ισχυρό κίνητρο για να προωθούν τα προϊόντα τους στο εξωτερικό ή να αρνούνται τα προσφερόμενα αγαθά των γειτόνων τους». Το εμπόριο μεταξύ των κρατών «δεν θα ήταν πια το ίδιο –δηλαδή, μια απεγνωσμένη προσπάθεια διατήρησης της απασχόλησης εντός των συνόρων με προώθηση των πωλήσεων στις ξένες αγορές και με περιορισμό των αγορών προϊόντων». ΑντΆ αυτού, θα ήταν «μια πρόθυμη και ανεμπόδιστη ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών υπό συνθήκες αμοιβαίου οφέλους».
Με άλλα λόγια, η σημερινή αναταραχή στην αγορά του συναλλάγματος και του διεθνούς εμπορίου είναι άμεση επίπτωση της αποτυχίας μας να λύσουμε το πρόβλημα της ανεργίας.
*Ο Ρόμπερτ Σκιντέλσκι είναι μέλος της Βουλής των Λόρδων στη Βρετανία και επίτιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Γουόρικ. Επίσης, είναι συγγραφέας της πολυβραβευμένης βιογραφίας του οικονομολόγου Τζον Μέυναρντ Κέυνς και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Σχολής Πολιτικών Σπουδών της Μόσχας.
Copyright: Project Syndicate, 2010.