Η μεταρρύθμιση της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης βρίσκεται σταθερά στην ημερήσια διάταξη των αρμοδίων χάραξης πολιτικής, ωστόσο, δεν φαίνεται η Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει αναπτύξει μια διορατική, ολοκληρωμένη προσέγγιση σχετικά με τις νέες δομές που έχει δεσμευτεί να καθιερώσει το G20.
Των Πέδρo Σόλμπες και Ρίτσαρντ Γιανγκς*
Η μεταρρύθμιση της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης βρίσκεται σταθερά στην ημερήσια διάταξη των αρμοδίων χάραξης πολιτικής, ωστόσο, δεν φαίνεται η Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει αναπτύξει μια διορατική, ολοκληρωμένη προσέγγιση σχετικά με τις νέες δομές που έχει δεσμευτεί να καθιερώσει το G20.
Το G20, το οποίο συνεδριάζει εντός του μήνα στη Νότια Κορέα, είναι πεπεισμένο ότι η πολυμερής συνεργασία και η ανεξαρτησία είναι αυτές που θα βγάλουν τον πλανήτη από την κρίση. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές πολιτικές, ωστόσο, δεν συμβαδίζουν με το πνεύμα αυτών των εξαγγελιών. Μπορεί η ΕΕ να μην έχει επιβάλει σαρωτικά τέλη και δασμούς, αλλά «πίσω από τα σύνορα» έχει κάνει την εμφάνισή του ένας ισχυρός προστατευτισμός, ο οποίος έχει τη μορφή επιδοτήσεων, διασώσεων, ενέσεων για «αγορά εγχώριων προϊόντων» και νέων περιορισμών στις άμεσες ξένες επενδύσεις. Ο ανεξάρτητος φορέας Global Trade Alert έχει εντοπίσει μέχρι στιγμής τουλάχιστον 300 νέα προστατευτικά μέτρα τα οποία έχουν εφαρμοστεί σε κράτη μέλη του G20.
Μετά την περσινή υπόσχεση του G20 ότι οι διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ντόχα για το διεθνές εμπόριο θα οδηγήσουν σε χειροπιαστά αποτελέσματα, η ΕΕ δεν έχει κάνει τίποτα στην πράξη προς αυτή την κατεύθυνση. Αρνήθηκε να λάβει μέτρα με στόχο τη βελτίωση των κανονισμών του ΟΟΣΑ για απελευθέρωση των ροών επενδυτικών κεφαλαίων, ενώ στην Κομισιόν τα μέλη που τάσσονται υπέρ της αγοράς είναι σήμερα λιγότερα σε σύγκριση με την πρώτη θητεία του Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο. Πλέον, τα μέλη της Κομισιόν μοιάζουν στην πλειονότητά τους να τάσσονται υπέρ των «χαλαρωτικών» κανονισμών κρατικής βοήθειας για χρηματοδότηση των επενδύσεων στην Έρευνα και την Ανάπτυξη, συνεπώς, παρότι δεν έχουμε δει ακόμη την ενιαία αγορά να κατακερματίζεται, προς εκεί βαδίζουμε.
Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές αγορές έχουν κυριολεκτικά χρησιμοποιήσει το G20, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων διάσωσης που αποφασίστηκαν στο πλαίσιο του G20 κατευθύνθηκαν προς τα κράτη μεσαίων εισοδημάτων, εντός ή περιφερειακά της Ευρώπης. Δεν είναι μόνο το ότι η ΕΕ έχει ισχυρότερη εκπροσώπηση στο G20, αλλά φαίνεται πως χρησιμοποιεί το φόρουμ για να αξιοποιήσει τα έκτακτα κεφάλαια προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της και όχι ως ένα αυθεντικό μέτρο στην υπηρεσία μιας ευρύτερης και πιο ισορροπημένης πολυμερούς συνεργασίας.
Η υπέρ-αντιπροσώπευση των ευρωπαϊκών χωρών στο G20 δεν βοηθά ιδιαίτερα, δεδομένης της απουσίας συστηματικού συντονισμού μεταξύ των θέσεων των κρατών μελών και της Κομισιόν. Η ΕΕ, για παράδειγμα, δεν έχει πολλά να πει σχετικά με το είδος των κανονισμών διακυβέρνησης και των προτύπων που πρέπει να διέπουν τον δημόσιο διάλογο σχετικά με την πολυαναμενόμενη ανάκτηση της ισορροπίας ανάμεσα στα πλεονασματικά και ελλειμματικά κράτη. Πράγματι, όλα τα κράτη μέλη έχουν σπεύσει να επωφεληθούν κάθε μέτρου ευελιξίας που μπορεί να βοηθήσει στην άμεση ανάκαμψη της οικονομίας τους.
Πλέον, η ανάπτυξη δεν θα προέρχεται από τη Δύση –χάρη στα πλεονάσματα των αναδυόμενων αγορών– αλλά απευθείας από τον αναδυόμενο κόσμο, ο οποίος θα πρέπει να εγκαταλείψει τις οικονομικές πολιτικές που είναι αμιγώς προσανατολισμένες στις εξαγωγές. Η ΕΕ, όμως, δεν έχει καμία επιρροή στην Κίνα όσον αφορά στην ανατίμηση του γιουάν –και αυτό πρέπει να αλλάξει.
Δεδομένων όλων αυτών των δυσχερειών, γεννώνται έντονες αμφιβολίες σχετικά με τον ισχυρισμό της ΕΕ ότι θα ηγηθεί του δημόσιου διαλόγου για τη ριζική αναμόρφωση της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επαναλαμβάνουν τη μάντρα της «αποτελεσματικής πολυμέρειας» αλλά δεν φαίνεται να διαθέτουν μια ολοκληρωμένη στρατηγική για τη μετουσίωση αυτής σε μια συνεκτική πολιτική.
Η αλήθεια είναι ότι όταν οι Ευρωπαίοι μιλούν για μεταρρύθμιση της παγκόσμιας διακυβέρνησης, η σκέψη τους περιορίζεται στον αριθμό των εδρών και τις σταθμισμένες ψήφους στους διεθνείς φορείς. Πολύ πρόσφατα άρχισαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να παραδέχονται με δισταγμό την ανάγκη να μειωθεί η υπέρ-αντιπροσώπευσή τους στους πολυμερείς φορείς, αναγνωρίζοντας ότι στην ουσία υπονομεύει αντί να ενισχύει τη γενική επιρροή της ΕΕ, καθώς έτσι αναγκάζει τις υπόλοιπες δυνάμεις να συνάπτουν επιμέρους συμφωνίες.
Παρότι, λοιπόν, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στον βαθμό στον οποίο η Ευρώπη θα πρέπει να υπαναχωρήσει από τις ιστορικά κυριαρχικές της θέσεις στους πολυμερείς φορείς, το ενδιαφέρον αυτό δεν κρύβει κάποιο όραμα. Για παράδειγμα, η χρηματοοικονομική κρίση δεν επέφερε σύγκλιση των εθνικών συστημάτων χρηματοοικονομικής εποπτείας, μια παράλειψη που λειτουργεί εις βάρος του κοινού ευρωπαϊκού οράματος για μια αναδιαρθρωμένη παγκόσμια οικονομική συνεργασία.
Αντ' αυτού, όταν ξέσπασε η κρίση, η ΕΕ αποφάσισε να δώσει προτεραιότητα στις βασικές διμερείς σχέσεις. Έχει συνάψει στρατηγικές συνεργασίες με τη Βραζιλία, τον Καναδά, την Ινδία, την Κίνα, την Ιαπωνία, τη Ρωσία, το Μεξικό, τη Νότια Αφρική, τις ΗΠΑ, την Αφρικανική Ένωση και το ΝΑΤΟ. Οι περισσότερες από αυτές έχουν μικρή γεωπολιτική βαρύτητα και το ότι είναι τόσες πολλές αυτομάτως υποβιβάζει τη σπουδαιότητά τους στα μάτια των εταίρων. Παράλληλα, βρίσκονται σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις για έναν νέο καταιγισμό διμερών εμπορικών συμφωνιών.
Αυτή η τάση για σύναψη διμερών συμφωνιών μπορεί να γίνει κατανοητή υπό την έννοια της επιδίωξης άμεσων αποτελεσμάτων και μεγαλύτερου ελέγχου στις διεθνείς τάσεις. Το κόστος, όμως, είναι υψηλό, καθώς ανάλογες συμφωνίες υποσκάπτουν αυτή καθαυτή την πολυμέρεια την οποία η ΕΕ υπηρετεί πιστά σε γενικές γραμμές. Πώς μπορεί η ΕΕ να περιμένει από τις άλλες δυνάμεις να ακολουθήσουν τις αρχές πολυμέρειας που η ίδια παραβλέπει;
Ο υπόλοιπος πλανήτης αντιμετωπίζει την πολυμέρεια της ΕΕ ως έναν τρόπο νομιμοποίησης της ευρωπαϊκής παρεμβατικότητας στις υποθέσεις των πιο αδύναμων κρατών και του αποκλεισμού των αναδυόμενων δυνάμεων από τις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν αποδειχθεί τόσο άστατες στην οικοδόμηση των συμμαχιών τους όσο και οποιαδήποτε άλλη χώρα που θεωρητικά δεν διέπεται από αρχές.
Καθώς καταλαγιάζει η σκόνη από τη θύελλα της χρηματοοικονομικής κρίσης, και με τις τελευταίες τάσεις να υποδεικνύουν τον σινοαμερικανικό άξονα ως την βασική κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας ανάπτυξης, η Ευρώπη έχει αποκτήσει σαφώς πιο αμυντική διάθεση. Αντί να διαμορφώνει το περίγραμμα μιας νέας ισορροπημένης δομής παγκόσμιας διακυβέρνησης, η ΕΕ έχει περιοριστεί στη λήψη μιας σειράς θέσεων οπισθοφυλακής που στόχο έχουν να περιορίσουν την απώλεια του κύρους της.
Η ΕΕ μοιάζει σαν να έχει αποφασίσει ότι ο πλανήτης αποτελεί πεδίο μαχών των Μεγάλων Δυνάμεων και για το λόγο αυτό χρειάζεται μια προσέγγιση πολιτικής επιρροής στην παγκόσμια διακυβέρνηση. Στην πραγματικότητα, συνυπάρχουν πολλές διαφορετικές δυνάμεις οι οποίες είναι ακόμη ρευστές. Η ΕΕ θα μπορούσε να αδράξει την ευκαιρία να διαμορφώσει την αναδυόμενη τάξη που θα διαδεχθεί την κυριαρχία της Δύσης, αντί να αποδέχεται τους όρους αυτής με παθητική παραίτηση.
Η Ευρώπη, όμως, κινδυνεύει να φανεί υπερβολικά δουλοπρεπής στην προσέγγιση νέων συμμάχων, καθώς παραμένει καθηλωμένη στη σημερινή τακτική της επιδίωξης του στενού βραχυπρόθεσμου οφέλους. Και αδυνατεί να σκεφτεί κάποια ξεκάθαρη ιδέα για το πώς αυτές οι συμμαχίες θα μπορούσαν να συμβαδίζουν με το σύστημα αξιών που κρίνει ότι πρέπει να διέπει μια αναθεωρημένη παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση. Όλες αυτές τις ανεπάρκειες θα πρέπει να καλύψει σε σύντομο διάστημα η Γαλλία μετά την ανάληψη της ηγεσίας του G20 στη σύνοδο της Σεούλ.
Ο Πέδρο Σόλμπες, ο οποίος έχει διατελέσει υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών της Ισπανίας και Ευρωπαίος Επίτροπος επί των οικονομικών θεμάτων, είναι σήμερα πρόεδρος του think tank «Fundación para las Relaciones Internacionales y el Diálogo Exterior (FRIDE)» με έδρα τη Μαδρίτη. Ο Ρίτσαρντ Γιανγκς είναι γενικός διευθυντής του FRIDE.
Copyright: Project Syndicate/Europe’s World, 2010