Οι κανόνες δικαίου υποτίθεται ότι προστατεύουν τους αδυνάτους από τους δυνατούς και διασφαλίζουν ίση μεταχείριση για όλους. Ωστόσο, στην κρίση που ξέσπασε στην αγορά δανείων μειωμένων εξασφαλίσεων (subprime) των Ηνωμένων Πολιτειών δεν συνέβη τίποτα από τα δύο.
Το φιάσκο της στεγαστικής αγοράς στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει εγείρει βαθύτερα ερωτήματα σχετικά με τους «κανόνες δικαίου», οι οποίοι παγκοσμίως θεωρούνται ως το σήμα κατατεθέν μιας προηγμένης, πολιτισμένης κοινωνίας. Οι κανόνες δικαίου υποτίθεται ότι προστατεύουν τους αδυνάτους από τους δυνατούς και διασφαλίζουν ίση μεταχείριση για όλους. Ωστόσο, στην κρίση που ξέσπασε στην αγορά δανείων μειωμένων εξασφαλίσεων (subprime) των Ηνωμένων Πολιτειών δεν συνέβη τίποτα από τα δύο.
Ένα από αυτά που διασφαλίζει ο κανόνας δικαίου είναι η προστασία των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, εάν χρωστάς χρήματα για το σπίτι σου, για παράδειγμα, η τράπεζα δεν μπορεί να στο πάρει χωρίς να ακολουθήσει την προβλεπόμενη νομική διαδικασία. Τις τελευταίες εβδομάδες και μήνες, όμως, οι Αμερικανοί έχουν δει πολλά παραδείγματα ανθρώπων που έχασαν το σπίτι τους ακόμη και χωρίς να έχουν χρέη.
Για ορισμένες τράπεζες, αυτά τα περιστατικά δεν είναι παρά απώλεια κάποιων εξασφαλίσεων: Υπάρχουν ακόμη εκατομμύρια Αμερικανοί - πέραν των τεσσάρων εκατομμυρίων που υπολογίζονται για τα έτη 2008-09 - που πρόκειται να τους πετάξουν έξω από τα σπίτια τους. Η αλήθεια είναι πως, χωρίς την κρατική παρέμβαση, ο ρυθμός αύξησης των κατασχέσεων θα αυξανόταν. Στη διάρκεια της «φρενίτιδας», όμως, που είχε καταλάβει τις τράπεζες όταν χορηγούσαν επισφαλή δάνεια στη διάρκεια της φούσκας στην αγορά κατοικιών - με αποτέλεσμα την επίσπευση των διαδικασιών, την ανεπάρκεια των φακέλων και την ανεξέλεγκτη εξαπάτηση - η διαδικασία του νοικοκυρέματος του χάους που επακολούθησε έχει περιπλακεί αρκετά.
Για πολλούς τραπεζίτες, αυτές είναι λεπτομέρειες που πρέπει να παραβλεφθούν. Στην πλειονότητά τους, αυτοί που υπέστησαν έξωση από τα σπίτια τους δεν πλήρωναν το στεγαστικό δάνειο και, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, αυτοί που τους πετούν στο δρόμο έχουν έννομα δικαιώματα.
Υποτίθεται, όμως, ότι οι Αμερικανοί δεν πιστεύουν στη δικαιοσύνη «της πλειονότητας». Για παράδειγμα, θα ήταν παράλογο να πει κανείς ότι «οι ισοβίτες, στην πλειονότητά τους, έχουν δικαίως καταδικαστεί σε ισόβια», διότι θα πρέπει όλοι οι ισοβίτες να έχουν διαπράξει εγκλήματα που αξίζουν ισόβια, και όχι απλώς «οι περισσότεροι». Το αμερικανικό σύστημα δικαιοσύνης ζητεί περισσότερα και για το λόγο αυτό υπάρχουν θεσμικές δικλείδες ασφαλείας.
Οι τράπεζες, όμως, θέλουν να «κόψουν δρόμο» παρακάμπτοντας αυτές τις θεσμικές δικλείδες. Και αυτό δεν πρέπει να τους επιτραπεί.
Για κάποιους, όλα αυτά είναι υπολείμματα των όσων συνέβησαν στη Ρωσία, όπου ο κανόνας δικαίου - και συγκεκριμένα η νομοθεσία περί χρεοκοπίας - χρησιμοποιήθηκε ως νομικός μηχανισμός αντικατάστασης κάποιας ομάδας ιδιοκτητών με κάποια άλλη. Τα δικαστήρια εξαγοράστηκαν, τα έγγραφα πλαστογραφήθηκαν και τα πράγματα κύλησαν εύκολα.
Στην Αμερική, η δωροληψία συναντάται σε μεγαλύτερη έκταση. Δεν είναι οι δικαστές μόνο που εξαγοράζονται αλλά οι ίδιοι οι νόμοι, μέσω των χρηματοδοτήσεων των προεκλογικών εκστρατειών και της οργανωμένης άσκησης πιέσεων (lobbying), με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε αυτό που αποκαλείται «διαφθορά αμερικάνικου τύπου».
Είναι ευρέως γνωστό ότι οι τράπεζες και οι εταιρείες χορήγησης στεγαστικών δανείων εμπλέκονταν σε πρακτικές ληστρικού δανεισμού εις βάρος των πολιτών με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και μεγαλύτερη οικονομική ανάγκη με στόχο τη χορήγηση δανείων που πρόσφεραν μεγιστοποίηση των προμηθειών και εμπεριείχαν τεράστιο κίνδυνο για τους δανειολήπτες. (Για να είμαστε δίκαιοι, οι τράπεζες προσπάθησαν να επωφεληθούν και από τους πιο «ψαγμένους» παίκτες του χρηματοοικονομικού τομέα, πουλώντας τίτλους όπως αυτοί της Goldman Sachs που είχαν σχεδιαστεί για να φέρνουν ζημιές). Οι τράπεζες, όμως, χρησιμοποίησαν όλη την πολιτική τους επιρροή για να αποτρέψουν τις κυβερνήσεις από τη θέσπιση νόμων με στόχο την περιστολή του ληστρικού δανεισμού.
Όταν έγινε σαφές ότι ο κόσμος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις, οι κανόνες του παιχνιδιού άλλαξαν. Η νομοθεσία περί χρεοκοπίας τροποποιήθηκε καθιερώνοντας ένα σύστημα «μερικής συμβατικής δουλείας». Αυτό σημαίνει ότι ένας δανειολήπτης που έχει, για παράδειγμα, χρέη ίσα με το 100% των εισοδημάτων του είναι αναγκασμένος να αποδίδει στην τράπεζα το 25% του μικτού, προ φόρων εισοδήματός του για το υπόλοιπο της ζωής του, καθώς η τράπεζα μπορεί να επιβάλει, για παράδειγμα, ετήσιο τόκο 30% στα χρέη του. Εν τέλει, ο οφειλέτης του στεγαστικού δανείου θα χρωστά πολύ περισσότερα από αυτά που θα έχει εισπράξει η τράπεζα, ακόμη και εάν το ένα τέταρτο της ζωής του δουλεύει για την τράπεζα.
Όταν εγκρίθηκε αυτός ο νέος νόμος περί χρεοκοπίας, κανείς δεν παραπονέθηκε ότι παραβιάζει την ιερή αρχή των συμβάσεων: όταν οι δανειστές είχαν υπογράψει δημιουργώντας χρέος, ίσχυε μια πιο ανθρώπινη –και πιο εύλογη οικονομικά– νομοθεσία περί χρεοκοπίας που τους έδινε τουλάχιστον τη δυνατότητα να κάνουν μια νέα αρχή σε περίπτωση που το βάρος της αποπληρωμής γινόταν αβάστακτο.
Εάν το γνώριζαν αυτό, οι δανειστές θα είχαν το κίνητρο να συνάψουν δάνεια μόνο με εκείνους που θα μπορούσαν να αποπληρώσουν. Προφανώς, όμως, οι τράπεζες γνώριζαν ότι με τους Ρεπουμπλικανούς στην εξουσία θα μπορούσαν να συνάπτουν επισφαλή δάνεια και να τροποποιήσουν τη νομοθεσία για να είναι σίγουροι ότι θα «ξεζουμίσουν» τους φτωχούς.
Δεδομένου ότι ένα στα τέσσερα στεγαστικά δάνεια στις ΗΠΑ υπερβαίνουν την αξία του ακινήτου (under water), γίνεται ολοένα πιο σαφές ότι ο μοναδικός τρόπος να μπει μια τάξη στο χάος είναι να διαγραφεί η αξία του (οφειλόμενου) κεφαλαίου. Στην Αμερική ισχύει μια ειδική διαδικασία για τη χρεοκοπία των εταιρειών, το λεγόμενο Κεφάλαιο 11, η οποία προβλέπει τη συνοπτική αναδιάρθρωση μέσω διαγραφής του χρέους και μετατροπής μέρους αυτού σε μετοχικό κεφάλαιο.
Είναι σημαντικό να μείνουν οι επιχειρήσεις ζωντανές, προκειμένου να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας και ο ρυθμός ανάπτυξης. Όμως, σημαντικό, επίσης, είναι να επιβιώσουν τα νοικοκυριά και οι κοινότητες. Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, η Αμερική είναι ένα «Κεφάλαιο 11 για ιδιοκτήτες κατοικιών».
Οι τράπεζες παραπονιούνται ότι ένας τέτοιος νόμος θα παραβίαζε τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα. Σχεδόν όλες, όμως, οι τροποποιήσεις νόμων και κανονισμών ευνοούν ορισμένους εις βάρος κάποιων άλλων. Όταν ψηφίστηκε η νομοθεσία περί χρεοκοπίας του 2005, οι τράπεζες ανήκαν στους ευνοημένους και δεν αναρωτήθηκαν πώς η νέα νομοθεσία επηρεάζει τα δικαιώματα των δανειοληπτών.
Η εντεινόμενη ανισότητα, σε συνδυασμό με το προβληματικό σύστημα χρηματοδότησης των προεκλογικών εκστρατειών, απειλεί να οδηγήσει το αμερικανικό νομικό σύστημα σε παρωδία. Μπορεί κάποιοι να συνεχίζουν να το αποκαλούν «κανόνα δικαίου», αλλά δεν είναι ένας κανόνας δικαίου που προστατεύει τους αδυνάτους από τους ισχυρούς. Απεναντίας, δίνει στους ισχυρούς τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται τους αδυνάτους.
Στην Αμερική του σήμερα, η υπερήφανη αξίωση «δικαιοσύνη για όλους» αντικαθίσταται σταδιακά από τη μετριοπαθή απαίτηση «δικαιοσύνη για όσους μπορούν» -και αυτοί που «μπορούν» ελαττώνονται ανησυχητικά.
*Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και κάτοχος βραβείου Νόμπελ στα Οικονομικά. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Freefall: Free Markets and the Sinking of the Global Economy» με νέο επίλογο κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο.
Copyright: Project Syndicate, 2010