Πολιτική
Παρασκευή, 12 Νοεμβρίου 2010 18:01

ΕΕΔΑ: Παρατηρήσεις επί του ν/σ για τις δίκες «εξπρές»

Παρατηρήσεις επί του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης για τον εξορθολογισμό διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης - «δίκες εξπρές» διατυπώνει σε έκθεσή της η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ).

Παρατηρήσεις επί του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης για τον εξορθολογισμό διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης - «δίκες εξπρές» διατυπώνει σε έκθεσή της η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ).

Σύμφωνα με την ΕΕΔΑ, το νομοσχέδιο εισάγει «τολμηρές δικονομικές τομές», αρκετές από τις οποίες μπορούν να ελαφρύνουν το βαρύτατο φόρτο των δικαστηρίων.

Όπως αναφέρει, «κύρια αίτια της συσσώρευσης των υποθέσεων και της υπερβολικής διάρκειας των διοικητικών δικών είναι η κακοδιοίκηση, σε συνδυασμό με τη δαιδαλώδη πολυνομία, και η αλόγιστη άσκηση ένδικων μέσων από το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ, που αποτελούν τεράστιο ποσοστό του αριθμού των εκκρεμών στο ΣτΕ υποθέσεων. Γι' αυτό, και οι επιτυχέστερες δικονομικές μεταρρυθμίσεις δεν αρκούν, όσο η λειτουργία και η νοοτροπία της διοίκησης δεν αλλάζει. Υπό τις παρούσες όμως συνθήκες, μόνο με τη δραστική μείωση των ένδικων μέσων που ασκούν το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ μπορεί να επιτευχθεί αξιόλογη μείωση του φόρτου των δικαστηρίων».

Εκφράζει, ωστόσο, ενδοιασμούςως προς το άρθρο 1 του νομοσχεδίου το οποίο εισάγει το θεσμό της «Πρότυπης δίκης» που συνίσταται στην εκδίκαση από το Συμβούλιο της Επικρατείας κάθε ένδικου μέσου ή βοηθήματος που ασκήθηκε σε οποιοδήποτε διοικητικό δικαστήριο, εφόσον θέτει «ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων».

Η υπόθεση εισάγεται στο ΣτΕ, κατ' αίτηση ενός διαδίκου ή ύστερα από προδικαστικό ερώτημα του διοικητικού δικαστηρίου, στο οποίο έχει ασκηθεί το ένδικο βοήθημα ή μέσο, με πράξη τριμελούς Επιτροπής του ΣτΕ που δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες. Η εισαγωγή στο ΣτΕ συνεπάγεται την «αναβολή» εκδίκασης της υπόθεσης στο διοικητικό δικαστήριο. Η τριμελής Επιτροπή θα εκδίδει είτε θετική πράξη, αποδεχόμενη την εισαγωγή της υπόθεσης στο ΣτΕ, είτε απορριπτική πράξη.

Η ΕΕΔΑ αναφέρει ότι κατ' εφαρμογή των άρθρων 20, παρ. 1 του Συντάγματος και 6, παρ. 1 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, θα πρέπει να παρέχεται στους διαδίκους, είτε ζήτησαν την εισαγωγή της υπόθεσης στο ΣτΕ είτε όχι, δυνατότητα να εκθέσουν τις απόψεις τους στην τριμελή Επιτροπή, πριν αυτή εκδώσει την πράξη, τουλάχιστον με υποβολή υπομνήματος. Η μη παροχή τέτοιας δυνατότητας - αναφέρει η Εθνική Επιτροπή - μπορεί να θεωρηθεί ασύμβατη και με τον συνταγματικό κανόνα περί φυσικού δικαστή (άρθρο 8 Συντάγματος).

Ακόμη, εκφράζει επιφυλάξεις ως προς τη διάταξη του νομοσχεδίου (άρθρο 6) που αναφέρεται στις εισηγήσεις των δικαστών στις συζητήσεις των υποθέσεων στο ΣτΕ. Με τη νέα ρύθμιση ο εισηγητής - σύμβουλος Επικρατείας - περιορίζεται πλέον στο ιστορικό της υπόθεσης που απασχολεί το δικαστήριο και στα ζητήματα που ανακύπτουν χωρίς να εκφράζει τη γνώμη του όπως γίνεται μέχρι σήμερα.

Σχετικά με αυτό η Επιτροπή σημειώνει ότι η δημόσια διατύπωση της γνώμης του εισηγητή προάγει τον διάλογο και διευκολύνει τη «συνεργασία» των διαδίκων με το ΣτΕ, προς όφελος της Δικαιοσύνης και της εύρυθμης λειτουργίας της Διοίκησης.

Προσθέτει μάλιστα ότι «πρέπει επίσης να ορίζεται, ότι οι διάδικοι θα λαμβάνουν αντίγραφο της έκθεσης, μόλις κατατεθεί. Η ρητή αυτή μνεία είναι αναγκαία, καθώς σήμερα δεν χορηγείται αντίγραφο της έκθεσης. Οι διάδικοι μπορούν απλώς να τη διαβάσουν, πράγμα που δεν ικανοποιεί τα δικαιώματά τους. Όλα τα προαναφερόμενα πρέπει να ισχύουν και στην ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου ακυρωτική δίκη».

Ως προς την αύξηση των παραβόλων στο ΣτΕ επισημαίνει ότι «με την επιβολή αυξημένου παραβόλου για τη συζήτηση ένδικου βοηθήματος ή μέσου που απέρριψε ο δικαστικός σχηματισμός, δυσχεραίνεται η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη μόνο για τους ιδιώτες, αφού μόνον αυτοί καταβάλλουν παράβολο. Την κύρια ευθύνη όμως για την επιβάρυνση των δικαστηρίων φέρουν το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ. Ένας τρόπος να αποτρέπονται το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ από την επιδίωξη της συζήτησης της υπόθεσης είναι να επιβάλλει ο δικαστικός σχηματισμός, με την απορριπτική απόφασή του, δικαστική δαπάνη».

Η Επιτροπή προτείνει ακόμη τη βελτίωση το άρθρου 12 του νομοσχεδίου που θέτει «φίλτρο» εισόδου των υποθέσεων από τα Διοικητικά Δικαστήρια (μέσω εφέσεων ή αναιρέσεων) στο ΣτΕ.

Σύμφωνα με την ΕΕΔΑ, ΤΟ άρθρο 22 του νομοσχεδίου είναι αντίθετο στις συνταγματικές επιταγές και στις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι «το άρθρο θέτει ως προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης σε φορολογικές και τελωνειακές διαφορές την καταβολή του 50% τού κατά την πρωτόδικη απόφαση οφειλόμενου φόρου, δασμού ή τέλους. Kατά την αιτιολογική έκθεση, επιδιώκεται ο συγκερασμός της ανάγκης άμβλυνσης των δυσμενών για το Δημόσιο συνεπειών της διατήρησης δικαστικών εκκρεμοτήτων σε φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις, με το σεβασμό του δικαιώματος του διοικουμένου για παροχή δικαστικής προστασίας. Το ΣτΕ όμως έχει κρίνει, σε φορολογικές διαφορές, ότι η καταβολή υψηλού χρηματικού ποσού ως προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, αντίκειται στο άρθρο 20, παρ. 1 Σ, διότι υπερακοντίζει το σκοπό της επιβολής του, που είναι η αποτροπή της απερίσκεπτης άσκησης αστήρικτων εφέσεων και καθιστά υπερμέτρως δυσχερή την άσκηση του ένδικου μέσου».

Η κρίση αυτή του ΣτΕ συμπίπτει με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, κατά την οποία το άρθρο 6 ΕΣΔΑ «δεν απαιτεί μεν να υπάρχουν οπωσδήποτε ένδικα μέσα κατά αποφάσεων πρώτου βαθμού, όταν όμως αυτά υπάρχουν, πρέπει να εξασφαλίζονται οι εγγυήσεις πραγματικής πρόσβασης στο ανώτερο δικαστήριο».

Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ