Τόσο η Κομισιόν όσο και η ΕΚΤ υποστηρίζουν ότι οι μακροοικονομικές ανισορροπίες στην Ευρώπη είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των διευρυνόμενων διαφορών σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας.
Του Μπενεντίκτα Μαρτζινότο*
Οι κυβερνήσεις του G20 έχουν ξεκαθαρίσει ότι πρέπει να αποφευχθούν οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις (ή οι συναλλαγματικοί πόλεμοι). Εκτιμούν, επίσης, ότι οι εξωτερικές ανισορροπίες πρέπει να παρακολουθούνται και να αντιμετωπίζονται με συλλογικό τρόπο.
Αυτές οι λύσεις μοιάζουν ήπιες αλλά δεν υπάρχει λόγος να αντιμετωπιστούν διαφορετικά αυτά τα προβλήματα. Εξάλλου, δεν υπάρχουν τα μέσα για την επιβολή αυστηρών κανόνων σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ μπορεί να αποδειχθεί ζήτημα χρόνου η άμβλυνση των σημερινών ανισορροπιών, οι οποίες έχουν προκληθεί από τη σχετική ανατίμηση του γιουάν και τη στροφή της Κίνας σε ένα αναπτυξιακό μοντέλο που προϋποθέτει ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση.
Ωστόσο, οι εσωτερικές ανισορροπίες στην Ευρώπη αποτελούν ένα πολύ πιο σύνθετο πρόβλημα. Το G20 αποφάσισε να μην ασχοληθεί με το πρόβλημα και συμφώνησε να αντιμετωπίζει την ΕΕ27 ως ενιαία περιοχή. Από αυτή τη σκοπιά, το πρόβλημα αυτομάτως εξαλείφεται, καθώς το έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου της ΕΕ ανέρχεται μόλις στο 0,35% επί του ΑΕΠ της - παρόλο που τα κράτη μέλη μεμονωμένα παρουσιάζουν πολύ διαφορετική εικόνα.
Αυτά τα «στατιστικά μαγικά» αποκαλύπτουν ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε ευαίσθητη θέση πολιτικά εξαιτίας των εμπορικών ανισορροπιών, δεδομένου ότι τα μέλη της ευρωζώνης δεν έχουν τη δυνατότητα να στραφούν στις συναλλαγματικές ισοτιμίες για να αποκαταστήσουν την ισορροπία. Για να διορθωθεί μια ανισορροπία στο εσωτερικό της ΕΕ, τα ελλειμματικά κράτη θα πρέπει να δεχθούν μειώσεις σε όρους πραγματικής παραγωγής, ενώ τα πλεονασματικά κράτη θα πρέπει να διατηρήσουν ή να ενισχύσουν τον αναπτυξιακό τους ρυθμό.
Τόσο η Κομισιόν όσο και η ΕΚΤ υποστηρίζουν ότι οι μακροοικονομικές ανισορροπίες στην Ευρώπη είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των διευρυνόμενων διαφορών σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας. Επομένως, τα ελλειμματικά κράτη πρέπει να ελέγχουν την αύξηση τιμών και μισθών προκειμένου να βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητά τους, ενώ τα πλεονασματικά κράτη θα πρέπει ως ένα βαθμό να αποδεχθούν τον πληθωρισμό.
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο απλά. Καταρχάς, δεν υπάρχει σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στις εξωτερικές θέσεις και τις τάσεις ανταγωνιστικότητας - ούτε με την ανταγωνιστικότητα τιμών και κόστους που παρακολουθούν η Κομισιόν και η ΕΚΤ, ούτε με την ανταγωνιστικότητα βάσει ανάπτυξης (αύξηση εξαγωγών και αλλαγή στα μερίδια της αγοράς εξαγορών). Οι εξαγωγές της Ισπανίας, για παράδειγμα, έχουν αυξηθεί χωρίς ουσιαστικά οφέλη για το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας.
Η συσχέτιση μεγαλώνει εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας την εξέλιξη της πραγματικής ισοτιμίας κάθε χώρας με βάση τον αποπληθωριστικό συντελεστή του ΑΕΠ. Ο δείκτης αυτός χρησιμοποιείται συχνά από την Κομισιόν και την ΕΚΤ ως ένδειξη για την απόκλιση των τάσεων ανταγωνιστικότητας εντός της ευρωζώνης αλλά στην πραγματικότητα δεν αντιμετωπίζει την ανταγωνιστικότητα τιμών και κόστους ως έχει - αντ' αυτού, αντανακλά τις επιπτώσεις που έχουν στις τιμές οι μεταβολές της συνολικής ζήτησης. Με την επιμονή της για επικέντρωση στην «ανταγωνιστικότητα», η Κομισιόν ουσιαστικά προτείνει μια λύση από την πλευρά της προσφοράς για ένα πρόβλημα που εντοπίζεται στην πλευρά της ζήτησης.
Η λεπτή πολιτικά θέση της Ευρώπης συνίσταται στο ότι πρέπει να ζητήσει από τα ελλειμματικά κράτη να αποδεχθούν το γεγονός ότι θα περάσουν δύσκολες μέρες, ενώ από τα πλεονασματικά κράτη θα ζητήσει απλώς να περιορίσουν λίγο τις αποταμιεύσεις τους. Σε αυτό το σημείο υπάρχει και ένα τεχνικό θέμα που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν: είναι πολύ πιο εύκολο να περιοριστεί η κατανάλωση μέσω της μείωσης των μισθών ή να μειωθεί η πιστωτική επέκταση παρά να ενισχυθεί, ιδίως εάν στην πλεονασματική χώρα υπάρχει έντονη τάση αποταμίευσης λόγω πολιτισμικών και θεσμικών παραγόντων.
Επιπλέον, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η αύξηση τιμών και μισθών στη Γερμανία θα οδηγήσει σε μείωση του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας. Όσο τα γερμανικά προϊόντα παραμένουν ανταγωνιστικά λόγω ποιότητας και όχι τιμής, το εμπορικό πλεόνασμα θα διατηρηθεί ακόμη και αν αυξηθούν οι τιμές στη Γερμανία.
Τέλος, οι εξελίξεις σε επίπεδο τιμών και κόστους στο εσωτερικό μιας χώρας δεν έχουν επιπτώσεις στο εμπόριο ανάμεσα στα μέλη της ευρωζώνης. Η Γερμανία είναι η χώρα της ΕΕ με τις περισσότερες εξαγωγές στην Κίνα - της οποίας ο ρόλος στην εμπορική σκηνή ενισχύεται ραγδαία. Το 2005, οι εξαγωγές της Γερμανίας στην Κίνα αναλογούσαν μόλις στο 0,3% του ΑΕΠ της, ενώ το 2008 είχαν αυξηθεί στο 1,4%. Αν μη τι άλλο, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ θα πρέπει να παρακολουθούν τους λογαριασμούς μεταξύ των μελών της ευρωζώνης.
Ακόμη, όμως, και όταν οι θέσεις των εμπορικών ισοζυγίων των μελών της ΕΕ εξαρτώνται κυρίως από παράγοντες που σχετίζονται με την εγχώρια ζήτηση, η διεθνής ανταγωνιστικότητα παραμένει σημαντική. Μπορεί να μην είναι η αιτία των εσωτερικών ανισορροπιών της Ευρώπης, αλλά ενδεχομένως να αποτελεί τη λύση.
Κατ' αρχάς, ίσως να μην χρειαστεί να παραταθεί η ύφεση των ελλειμματικών κρατών προκειμένου να επιτευχθεί εξωτερική προσαρμογή εάν τα εν λόγω κράτη καταφέρουν να εξασφαλίσουν αρκετά έσοδα από τις εξαγωγές για να εξυπηρετήσουν το εξωτερικό τους χρέος.
Προφανώς, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα είναι πιο εύκολο να μεταβληθούν οι τιμές και οι μισθοί παρά να αυξηθεί η παραγωγικότητα. Ωστόσο, εάν η ανταγωνιστικότητα στηρίζει τη βιωσιμότητα των εμπορικών ελλειμμάτων, δεν υπάρχει ουσιαστικά λόγος από οικονομικής πλευράς να ληφθούν βραχυπρόθεσμα μέτρα - προσαρμογές τιμών και μισθών - για την επίτευξη ενός μακροχρόνιου στόχου, εκτός εάν στόχος της προσαρμογής τιμών και μισθών είναι όντως η άμβλυνση της ζήτησης.
Το πρόβλημα είναι ότι κάποιες χώρες δεν έχουν άλλη στρατηγική προσαρμογής από την επιβράδυνση της ανάπτυξης. Αυτό ισχύει όταν το εξωτερικό χρέος χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση των κλάδων μη εμπορεύσιμων αγαθών χαμηλής παραγωγικότητας (για παράδειγμα, η αγορά στέγης στην Ισπανία και την Ιρλανδία).
Στις πιο ελλειμματικές χώρες, η ισχυρή πιστωτική επέκταση της τελευταίας δεκαετίας πυροδότησε μη βιώσιμες εκρήξεις προ κρίσης. Υπό αυτή την έννοια, η τελευταία προκαταρκτική συμφωνία της Βασιλείας ΙΙΙ και η σύσταση νέων δομών επίβλεψης του ευρωπαϊκού χρηματοοικονομικού τομέα ίσως αποδειχθούν πιο σημαντικά μέσα για τη διόρθωση και την αποτροπή εξωτερικών ανισορροπιών σε σύγκριση με τα πρόσφατα σχέδια της ΕΕ για διεύρυνση της εποπτείας των οικονομικών των κρατών μελών –ή ακόμη επιβολή κυρώσεων για προώθηση των μη δημοσιονομικών μακροοικονομικών στόχων.
Το επιτακτικό πρόβλημα, φυσικά, είναι η διόρθωση των σημερινών ανισορροπιών. Και δεδομένων των πολιτικών παραμέτρων από τις οποίες εξαρτάται ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το πρόβλημα η ΕΕ, η διαδικασία προσαρμογής δεν μπορεί παρά να είναι γρήγορη και ήπια.
*Ο Μπενεντίκτα Μαρτζινότο είναι επιστημονικός συνεργάτης του Bruegel και λέκτορας Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Ούντινε.
Copyright: Project Syndicate, 2010.