Παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Ιταλία σε ό,τι αφορά την ονομασία «αγνή σοκολάτα» διαπιστώνει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Ιταλία σε ό,τι αφορά την ονομασία «αγνή σοκολάτα» διαπιστώνει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Σχετική με τη χρήση της εν λόγω ονομασίας το Δικαστήριο σημειώνει σε ανακοίνωσή του ότι όταν τα προϊόντα αυτά περιέχουν άλλες φυτικές λιπαρές ουσίες πλην του βουτύρου κακάο (καλούμενες υποκατάστατα) μέχρι ποσοστό 5%, η ονομασία τους παραμένει αμετάβλητη, αλλά στην επισήμανσή τους πρέπει να περιλαμβάνεται, με παχείς χαρακτήρες, η ειδική μνεία «περιέχει φυτικά λιπαρά επιπλέον του βουτύρου του κακάο».
Για τα προϊόντα σοκολάτας που περιέχουν αποκλειστικώς και μόνο βούτυρο κακάο, είναι δυνατή η αναγραφή της πληροφορίας αυτής στην επισήμανση, εφόσον είναι ορθή, ουδέτερη και αντικειμενική και δεν παραπλανά τον καταναλωτή.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η ιταλική κανονιστική ρύθμιση προβλέπει τη δυνατότητα προσθήκης ή ενσωματώσεως της μνείας «αγνή σοκολάτα» στις ονομασίες πωλήσεως ή αναγραφής της σε άλλο σημείο της επισημάνσεως των προϊόντων που δεν περιέχουν υποκατάστατες λιπαρές ουσίες και καθορίζει διοικητικά πρόστιμα (από 3 000 έως 8 000 ευρώ) για κάθε παράβαση της ρυθμίσεως αυτής.
Η Επιτροπή άσκησε προσφυγή λόγω παραβάσεως κράτους μέλους ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της Ιταλίας, ισχυριζόμενη ότι το εν λόγω κράτος μέλος εισήγαγε μια επιπλέον ονομασία πωλήσεως για τα προϊόντα σοκολάτας, αναλόγως του αν μπορούν να θεωρηθούν ως «αγνά» ή όχι, πράγμα το οποίο συνιστά παράβαση της οδηγίας και είναι αντίθετο προς τη νομολογία του Δικαστηρίου.
Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο καταναλωτής πρέπει να ενημερώνεται για την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη υποκαταστάτων λιπαρών ουσιών στη σοκολάτα με την επισήμανση και όχι με τη χρήση αυτοτελούς ονομασίας πωλήσεως.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει οι ονομασίες πωλήσεως των προϊόντων κακάο και σοκολάτας είναι υποχρεωτικές και συγχρόνως επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται μόνο για τα προϊόντα που απαριθμούνται στη νομοθεσία της Ένωσης.
Διαπιστώνει, λοιπόν, ότι η εν λόγω νομοθεσία δεν προβλέπει την ονομασία πωλήσεως «αγνή σοκολάτα» και δεν επιτρέπει τη θέσπισή της από εθνικό νομοθέτη. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ιταλική κανονιστική ρύθμιση αντιβαίνει στο σύστημα ονομασιών πωλήσεως που καθιερώνει το δίκαιο της Ένωσης.
Επιπλέον, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το σύστημα διττής ονομασίας το οποίο θεσπίζει ο Ιταλός νομοθέτης δεν πληροί ούτε τις προϋποθέσεις που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την ανάγκη να διαθέτει ο καταναλωτής ορθή, ουδέτερη και αντικειμενική πληροφόρηση η οποία δεν τον παραπλανά.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει με τη νομολογία του ότι η προσθήκη υποκαταστάτων λιπαρών ουσιών στα προϊόντα κακάο και σοκολάτας ως προς τα οποία έχει τηρηθεί η ελάχιστη περιεκτικότητα στις σχετικές ουσίες την οποία επιβάλλει η νομοθεσία της Ένωσης δεν μεταβάλλει ουσιωδώς τη φύση τους, σε σημείο που να τα μετατρέψει σε διαφορετικά προϊόντα, και, κατά συνέπεια, δεν δικαιολογεί τη διάκριση μεταξύ των ονομασιών πωλήσεώς τους.
Αντιθέτως, διευκρινίζει το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης, η προσθήκη, επί άλλου μέρους της επισημάνσεως, μιας ουδέτερης και αντικειμενικής ενδείξεως, ενημερώνουσας τους καταναλωτές σχετικά με τη μη ύπαρξη, στο εν λόγω προϊόν, φυτικών ουσιών εκτός του βουτύρου κακάο, θα αρκούσε για τη διασφάλιση της ορθής ενημερώσεως των καταναλωτών.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ιταλική κανονιστική ρύθμιση, επιτρέποντας τη διατήρηση δύο κατηγοριών ονομασιών πωλήσεως που χαρακτηρίζουν κατ’ ουσίαν το ίδιο προϊόν, είναι ικανή να παραπλανήσει τους καταναλωτές και, κατά τον τρόπο αυτό, να θίξει τo δικαίωμα αυτών να τύχουν ορθής, ουδέτερης και αντικειμενικής ενημερώσεως.