Τετάρτη, 08 Δεκεμβρίου 2010 11:58

Τζ. Στίγκλιτς: Αντιπροτάσεις στη λιτότητα

Δεν είναι καθόλου δύσκολο να καταρτίσει κανείς ένα πακέτο μείωσης του ελλείμματος που θα δώσει ώθηση στην αποτελεσματικότητα, θα τονώσει την ανάπτυξη και θα μειώσει τις ανισότητες. Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα: το εν λόγω πακέτο δεν ευνοεί την ελίτ, ούτε τα εταιρικά και άλλα συμφέροντα που έχουν καταλήξει να διαμορφώνουν την πολιτική στις ΗΠΑ.

Μετά τη Μεγάλη Ύφεση, τα κράτη βρέθηκαν με πρωτοφανή - για καιρό ειρήνης- ελλείμματα, ενώ εντείνονται οι ανησυχίες για περαιτέρω γιγάντωση του εθνικού τους χρέους.

Σε πολλές χώρες, το αποτέλεσμα ήταν να ακολουθήσει νέος κύκλος λιτότητας, με μέτρα που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε εξασθένηση των εθνικών και παγκόσμιων οικονομιών και σε αξιοσημείωτη επιβράδυνση της ανάκαμψης. Όσοι ελπίζουν σε σημαντικές μειώσεις των ελλειμμάτων θα απογοητευτούν οικτρά, καθώς η οικονομική επιβράδυνση θα επιφέρει μείωση των εσόδων από φόρους και αύξηση των αιτήσεων για επίδομα ανεργίας και άλλες παροχές κοινωνικής πρόνοιας.

Η προσπάθεια συγκράτησης του ρυθμού αύξησης του χρέους λειτουργεί ως ένας τρόπος συνέτισης - αναγκάζει τις χώρες να επικεντρωθούν στις προτεραιότητες και να προσδιορίσουν τις αξίες. Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναμένεται να προχωρήσουν σε μαζικές δημοσιονομικές περικοπές όπως έκανε η Βρετανία. Οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις, ωστόσο, επιδεινώνονται σημαντικά εξαιτίας της αδυναμίας των μεταρρυθμίσεων στην υγεία να συγκρατήσουν την αύξηση του κόστους, με αποτέλεσμα να είναι τόσο δυσοίωνες που έχουν οδηγήσει σε μια διακομματική δυναμική για «να γίνει κάτι». Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα έχει ορίσει μια διακομματική επιτροπή μείωσης του ελλείμματος και πρόσφατα οι πρόεδροι της επιτροπής έδωσαν μια πρόγευση της έκθεσης που πρόκειται να δημοσιεύσουν.

Από τεχνικής πλευράς, η μείωση του ελλείμματος είναι κάτι ξεκάθαρο: θα πρέπει είτε να μειωθούν οι δαπάνες είτε να αυξηθούν οι φόροι. Είναι ήδη σαφές, ωστόσο, ότι η ατζέντα μείωσης του ελλείμματος, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, προχωρά ακόμη πιο πέρα: πρόκειται για μια προσπάθεια αποδυνάμωσης των κοινωνικών συστημάτων προστασίας, μείωσης της παραγωγικότητας του συστήματος φορολογίας και συρρίκνωσης του ρόλου και του μεγέθους της κυβέρνησης, ενώ τα εδραιωμένα συμφέροντα –όπως το σύμπλεγμα στρατιωτικής βιομηχανίας- αφήνονται όσο το δυνατόν πιο ανεπηρέαστα.

Στις ΗΠΑ (και σε ορισμένες άλλες προηγμένες βιομηχανικές χώρες), οποιαδήποτε ατζέντα μείωσης του ελλείμματος θα πρέπει να λαμβάνει υπ' όψιν της αυτά που έχουν συμβεί στην προηγούμενη δεκαετία:

• τη μαζική αύξηση των αμυντικών δαπανών, οι οποίες έλαβαν μεγάλη ώθηση από δύο ανώφελους πόλεμους, αλλά επεκτάθηκαν πολύ περισσότερο,

• την κλιμάκωση της ανισότητας, με το 1% του πληθυσμού να συγκεντρώνει περισσότερο του 20% του εθνικού εισοδήματος, σε συνδυασμό με αποδυνάμωση της μέσης τάξης –το μέσο εισόδημα του αμερικανικού νοικοκυριού υποχώρησε άνω του 5% την περασμένη δεκαετία, ενώ σημείωνε πτώση ακόμη και πριν την ύφεση,

• την υποεπένδυση στον δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των υποδομών, γεγονός που αποδείχθηκε από τη βουτιά των φόρων στη Νέα Ορλεάνη, και

• την εντατικοποίηση των μέτρων πρόνοιας προς τις επιχειρήσεις -από τις διασώσεις των τραπεζών και την επιδότηση της αιθανόλης, ως τη διατήρηση των γεωργικών επιδοτήσεων, ακόμη και όταν οι εν λόγω επιδοτήσεις έχουν κριθεί παράνομες από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.

Συνεπώς, δεν είναι καθόλου δύσκολο να καταρτίσει κανείς ένα πακέτο μείωσης του ελλείμματος που θα δώσει ώθηση στην αποτελεσματικότητα, θα τονώσει την ανάπτυξη και θα μειώσει τις ανισότητες. Πρέπει, όμως, να γίνουν πέντε βασικά βήματα: Πρώτον, πρέπει να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες για επενδύσεις υψηλής αποδοτικότητας. Ακόμη και αν αυτό οδηγήσει βραχυπρόθεσμα σε διεύρυνση του ελλείμματος, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του δημόσιου χρέους. Ποια επιχείρηση δεν θα έπεφτε με τα μούτρα σε επενδυτικές ευκαιρίες με αποδόσεις άνω του 10% εάν μπορούσε– και η αμερικανική κυβέρνηση μπορεί- να δανειστεί κεφάλαια με τόκο που δεν ξεπερνά το 3%;

Δεύτερον, οι αμυντικές δαπάνες πρέπει να μειωθούν –όχι μόνο οι δαπάνες για τη χρηματοδότηση των ανώφελων πολέμων, αλλά και για την αγορά όπλων που δεν χρησιμοποιούνται γιατί οι εχθροί είναι ανύπαρκτοι. Συνεχίζουμε λες και δεν έχει τελειώσει ο Ψυχρός Πόλεμος και ξοδεύουμε για την άμυνα όσα ξοδεύει όλος ο υπόλοιπος πλανήτης μαζί.

Έπειτα, σειρά έχει η ελαχιστοποίηση των μέτρων πρόνοιας προς τις επιχειρήσεις. Παρότι η αμερικανική κυβέρνηση απέσυρε το δίχτυ προστασίας για τους πολίτες, ενίσχυσε το δίχτυ προστασίας για τις επιχειρήσεις, κάτι που έγινε ξεκάθαρο στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης με τις διασώσεις της AIG, της Goldman Sachs και άλλων τραπεζών. Η πρόνοια προς τις επιχειρήσεις αντιστοιχεί στο μισό περίπου των συνολικών εσόδων σε ορισμένους τομείς της αγροτικής οικονομίας στις ΗΠΑ. Για παράδειγμα, παρέχονται επιδοτήσεις εκατομμυρίων για το βαμβάκι από τις οποίες επωφελούνται ελάχιστοι πλούσιοι αγρότες, την ώρα που οι τιμές πέφτουν και η φτώχια αυξάνεται μεταξύ των ανταγωνιστών του αναπτυσσόμενου κόσμου.

Ένα εξόφθαλμο παράδειγμα ευνοϊκής μεταχείρισης των επιχειρήσεων είναι ότι η αμερικανική κυβέρνηση ανέχεται τις φαρμακευτικές εταιρείες. Παρότι αποτελεί τον μεγαλύτερο αγοραστή των προϊόντων τους, δεν έχει το δικαίωμα να διαπραγματεύεται τις τιμές, με αποτέλεσμα να συμβάλει στην αύξηση των εταιρικών εσόδων - και ταυτόχρονα στην αύξηση των κρατικών εξόδων- κατά 1 τρισ. δολάρια την τελευταία δεκαετία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι η πλούσια γκάμα ειδικών προνομίων που απολαμβάνει ο κλάδος ενέργειας, ιδίως οι εταιρείες πετρελαίου κα φυσικού αερίου, με συνέπεια τη ληστρική αντιμετώπιση του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς διαστρεβλώνεται ο καταμερισμός των πόρων, και την καταστροφή του περιβάλλοντος. Έπειτα, υπάρχουν οι κατά τα φαινόμενα απεριόριστες παραχωρήσεις των φυσικών πόρων - από το δωρεάν φάσμα συχνοτήτων που παρέχεται στα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά δίκτυα και τα χαμηλά δικαιώματα που καταβάλλουν οι εταιρείες εξορύξεων, έως την επιδότηση των εταιρειών υλοτομίας.

Αυτό που χρειάζεται, επίσης, είναι η δημιουργία ενός πιο δίκαιου και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος χωρίς ειδική φορολογική μεταχείριση των κεφαλαιακών κερδών και των μερισμάτων. Γιατί αυτοί που μοχθούν για τα προς το ζην να φορολογούνται με υψηλότερο δείκτη από εκείνους που δρέπουν τους καρπούς της κερδοσκοπίας (πολλές φορές εις βάρος των άλλων);

Τέλος, δεδομένου ότι το 20% του συνολικού εθνικού εισοδήματος συγκεντρώνεται στο 1% του πληθυσμού, μια μικρή αύξηση των άμεσων φόρων κατά 5%, για παράδειγμα, θα απέδιδε περισσότερο από 1 τρισ. δολάρια σε διάστημα δέκα ετών.

Ένα πακέτο μείωσης του ελλείμματος που θα καταρτιζόταν πάνω σε αυτές τις βάσεις θα ικανοποιούσε και με το παραπάνω ακόμη και τις πιο ευφάνταστες απαιτήσεις των υποστηρικτών συντηρητικής δημοσιονομικής πολιτικής.

Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα: το εν λόγω πακέτο δεν ευνοεί την ελίτ, ούτε τα εταιρικά και άλλα συμφέροντα που έχουν καταλήξει να διαμορφώνουν την πολιτική στις ΗΠΑ. Εξαιτίας αυτής της ακαταμάχητης λογικής της, η εν λόγω πρόταση έχει ελάχιστες ελπίδες να υιοθετηθεί κάποια στιγμή.

*Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και κάτοχος βραβείου Νόμπελ στα Οικονομικά. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Freefall: Free Markets and the Sinking of the Global Economy» κυκλοφορεί στα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Ιαπωνικά και τα Ισπανικά.

Copyright: Project Syndicate, 2010