Η αυξανόμενη ανεργία των νέων στην Ελλάδα, πέρα από την κρίση και τις κραυγαλέες ανεπάρκειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος, φέρνει στο προσκήνιο και την πλήρη αδυναμία της εγχώριας κοινωνίας να μπορεί να αποκτά γνώσεις.
Αναδημοσίευση από τη Ναυτεμπορική της 8ης Νοεμβρίου 2010
Η αυξανόμενη ανεργία των νέων στην Ελλάδα, πέρα από την κρίση και τις κραυγαλέες ανεπάρκειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος, φέρνει στο προσκήνιο και την πλήρη αδυναμία της εγχώριας κοινωνίας να μπορεί να αποκτά γνώσεις.
Η περίπτωση του Γιώργου Κ. είναι χαρακτηριστική και αποκαλυπτική. Σπούδασε νομικά, έμεινε δύο χρόνια χωρίς δουλειά, ωστόσο έμαθε κομπιούτερ, στη συνέχεια έπαιξε κομπάρσος σε ένα τηλεοπτικό σήριαλ και σήμερα εργάζεται ως υπεύθυνος… επικοινωνίας σε μία εταιρεία που διοργανώνει συνέδρια. «Είμαι σίγουρος», μάς λέει, «ότι τα νομικά δεν πρόκειται να μού χρησιμεύσουν σε τίποτα. Γι' αυτό τώρα παρακολουθώ, όταν έχω χρόνο, σεμινάρια μάρκετινγκ και επικοινωνίας και μαθαίνω καλά αγγλικά, γερμανικά και ρωσικά. Γνωρίζω δε ότι σε λίγα χρόνια θα πρέπει να κάνω μιαν άλλη δουλειά…».
Οικονομολόγος, με καλές σπουδές στην Αγγλία, ο Κ.Β. εργάζεται σε μία μεγάλη ελληνική τράπεζα, αλλά γνωρίζει ότι δεν έχει μέλλον. «Αργά ή γρήγορα, τα καθήκοντά μου θα καταργηθούν. Κατά συνέπεια, η τράπεζα είτε θα με απολύσει, είτε θα με περιθωριοποιήσει. Γι' αυτό το λόγο ειδικεύομαι στη χρηματοοικονομική διαχείριση, ώστε τη δεδομένη στιγμή να μπορέσω να πάω κάπου αλλού. Παράλληλα, έχω συνειδητοποιήσει ότι οι υπηρεσίες θα παίζουν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στην οικονομική δραστηριότητα και θα αφήσουν πίσω μακριά τα επαγγέλματα και τις ειδικότητες που σχετίζονται με την παραγωγική δραστηριότητα», μας λέει.
Την ίδια άποψη έχει και ο καθηγητής, Δημ. Παπούλιας, ο οποίος μάς λέει ότι οι σημερινοί νέοι, για να ξεπεράσουν όσο γίνεται καλύτερα τον κίνδυνο της ανεργίας, πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας αλλάζει και ότι τα παραδοσιακά επαγγέλματα θα εξαφανιστούν.
Πράγματι, ο γνωστός καθηγητής δεν έχει άδικο. Τα τελευταία χρόνια, για τον παρατηρητή των εξελίξεων στην παγκόσμια οικονομία, δύο είναι τα κύρια σημεία που συγκρατούν την προσοχή του. Πρώτον, το 90% των νέων επιχειρήσεων που ιδρύονται δεν είναι βιομηχανικές. Πρόκειται για επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, οι οποίες γνωρίζουν ταχύτατους ρυθμούς ανάπτυξης και διεθνοποίησης των δραστηριοτήτων τους. Έτσι, στην Ιαπωνία, τα 190 από τα 256 νοσοκομεία της χώρας διοικούνται από 16 αμερικανικές εταιρείες διοίκησης νοσοκομείων, ενώ στο Μανχάταν το 90% των γραφείων συντηρούνται από μία ευρωπαϊκή εταιρεία που έχει την έδρα της στο ’αρχους της Δανίας. Δεύτερον, η βαθμιαία παγκοσμιοποίηση όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων φέρνει στο προσκήνιο ένα νέο φαινόμενο, τον ανταγωνισμό των εκπαιδευτικών συστημάτων -ο οποίος, κατά το γνωστό βρετανικό περιοδικό «The Economist», επηρεάζει ανάλογα και τα ποσοστά ανεργίας των νέων, είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω.
Είναι έτσι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική μία παλαιότερη διεθνής έρευνα που έγινε πάνω στο θέμα αυτό, την οποία είχε φέρει στη δημοσιότητα το βρετανικό περιοδικό. Κατά το «Economist» είναι σαφές ότι, στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης και των μεγάλων διαρθρωτικών αλλαγών στους συντελεστές παραγωγής πλούτου, ανεξάρτητα και πέρα από την κρίση, τα εκπαιδευτικά συστήματα θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των επιπέδων οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας σε μια χώρα. Συνεπώς, πέρα από τον οικονομικό ανταγωνισμό που αναπτύσσεται έντονα μεταξύ χωρών, αλλά και μεγάλων περιφερειών, σημαντική θα είναι στη διεθνή αγορά και η συμβολή της εκπαιδευτικής άμιλλας. Μιας άμιλλας, εξάλλου, στο πλαίσιο της οποίας οι επιδόσεις μίας χώρας θα κρίνονται από το βαθμό προσαρμογής της στις σύγχρονες και πολύ γρήγορα μεταβαλλόμενες πραγματικότητες.
Έτσι, για τους νέους, η παιδεία αποτελεί σημαντικό συντελεστή διαμόρφωσης του επαγγελματικού τους μέλλοντος. Μελέτες που έγιναν τα τελευταία χρόνια σε 42 πολύ και λιγότερο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου αποδεικνύουν ότι οι οικονομικές επιδόσεις των χωρών αυτών συναρτώνται όλο και περισσότερο με το επίπεδο της εκπαίδευσης που παρέχουν στους νέους και της προσαρμογής του εκπαιδευτικού τους συστήματος στην κοινωνία των πληροφοριών. Επίσης, οι έρευνες που προαναφέρουμε καταδεικνύουν ότι σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας οι εργαζόμενοι πρέπει να είναι μορφωμένοι, ικανοί σε γρήγορες μεταβολές και ανοιχτοί σε μόνιμη επιμόρφωση. Είναι ακόμα απαραίτητο να γνωρίζουν και μια δεύτερη γλώσσα, πέρα από τη μητρική τους, θεωρείται δε μεγάλο τους πλεονέκτημα να διαθέτουν ευχέρεια στα μαθηματικά.
Από τις έρευνες αυτές προκύπτει επίσης ότι η ποιότητα ενός εκπαιδευτικού συστήματος δεν εξαρτάται ούτε από τις δαπάνες ανά φοιτητή ή μαθητή, ούτε από τις ώρες διδασκαλίας, ούτε βέβαια από το μέγεθος των αιθουσών διδασκαλίας. Το «κλειδί» της επιτυχίας είναι οι μέθοδοι διδασκαλίας και το κατά πόσον αυτές διευρύνουν τους ορίζοντες φοιτητών και μαθητών.
Όπως τονίζει ο Αμερικανός καθηγητής, Πάτρικ Βιζανόβα, κάθε άνθρωπος διαθέτει ένα πολύ μεγάλο δυναμικό «κοιμώμενης ευφυΐας», το οποίο, για να λειτουργήσει, είναι απαραίτητο να προσφερθούν στον άνθρωπο συγκεκριμένοι όγκοι γνώσεων και μέθοδοι χρησιμοποίησής τους. Έτσι, αυτό που αποκαλείται «ευφυΐα», στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο από την ικανότητα να διαχειρίζεται κανείς αποκτημένες γνώσεις. Προϋπόθεση λοιπόν ανάπτυξης της ευφυΐας ή και ανάδειξής της είναι η απόκτηση γνώσεων. Οι γνώσεις αυτές, όμως, δεν μπορούν να αποκτηθούν παρά μόνον αν εφαρμοσθεί μια αυστηρή μέθοδος μάθησης, η οποία ενσωματώνει και την αντίληψη του «στόχου» που πρέπει να επιτευχθεί. Κατά τον Π. Βιζανόβα, η ευφυΐα δεν είναι μία αφηρημένη έννοια, αλλά μία συγκεκριμένη λειτουργία η οποία, πριν απ' όλα, έγκειται στο να μπορεί κανείς να γνωρίζει πώς να μαθαίνει. Ευφυής, λοιπόν, είναι αυτός που γνωρίζει να οργανώνει τη μάθησή του. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι θεωρίες περί «ευφυών» ατόμων που υπήρξαν κακοί μαθητές είναι εξαιρετικά επικίνδυνες και κενές περιεχομένου.
Το ίδιο ισχύει και για τους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις. Αν δεν διαθέτουν γνώσεις και αν δεν γνωρίζουν πώς να τις αποκτήσουν, ποτέ δεν θα μπορέσουν να ανέβουν στην ιεραρχία. Διότι, ένας ευφυής εργαζόμενος είναι αυτός που γνωρίζει να διαχειρίζεται έναν όγκο γνώσεων που συνδέονται με την δραστηριότητά του.
Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις, στην ευφυΐα που προκύπτει από την απόκτηση γνώσεων έρχεται να προστεθεί και η αποκαλούμενη πρακτική εξυπνάδα, δηλαδή η έμφυτη ικανότητα που έχει ένα άτομο να βρίσκει απαντήσεις σε απρόσμενες καταστάσεις. Με άλλα λόγια, η διαισθητική ευφυΐα είναι, πρακτικά, η ικανότητα του ανθρώπου να προσαρμόζεται σε καταστάσεις ή σε συστήματα των οποίων οι υποθέσεις είναι μεταβαλλόμενες ή τυχαίες. Η ικανότητα όμως αυτή πολλαπλασιάζεται αν το συγκεκριμένο άτομο διαθέτει και έναν όγκο γνώσεων που θα τού επιτρέψει να αυξήσει τον αριθμό των καθαρών λύσεων σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα.
Όπως προκύπτει από έρευνα του διεθνούς εκπαιδευτικού οργανισμού TIMSS (Third International Maths and Science Study), στα μαθηματικά και στις επιστήμες πρώτη χώρα στον κόσμο είναι η Σιγκαπούρη, η οποία, με βάση το 500, συγκεντρώνει 643 βαθμούς στα μαθηματικά και 607 στις επιστήμες. Στα μαθηματικά την ακολουθούν η Νότιος Κορέα (607), η Ιαπωνία (605), το Χονγκ-Κονγκ (588), το φλαμανδόφωνο Βέλγιο (565), η Τσεχία (564), η Σλοβακία, η Ολλανδία, η Σλοβενία. Στις επιστήμες, την ακολουθούν η Τσεχία, η Ιαπωνία, η Νότιος Κορέα, η Βουλγαρία, η Ολλανδία, η Σλοβενία, η Αυστρία, η Ουγγαρία και η Αγγλία. Η Ελλάδα, στα μαθηματικά κατέχει την 31η θέση και στις επιστήμες την 30η, με την Γαλλία στην 28η θέση. Και στις δύο περιπτώσεις, τελευταία χώρα στην κατάταξη του TIMSS είναι η Νότιος Αφρική, με λιγότερους από 300 βαθμούς στους 500.
Όλες αυτές οι πτυχές του μέλλοντος των νέων, από κοινωνικής και οικονομικής πλευράς, απασχολούν σοβαρά τα τελευταία χρόνια τον ΟΟΣΑ. Έτσι, έχει δημιουργηθεί στους κόλπους του μία ομάδα προβληματισμού, υπό τον καθηγητή Στιούαρτ Μακλιούρ, με σκοπό να βρεθούν τρόποι διδασκαλίας που να βοηθούν το σκέπτεσθαι. «Γνωρίζουμε», τονίζει ο συνεργάτης του ΟΟΣΑ, «ότι η εποχή μας είναι αυτή της δημιουργικής καινοτομίας και προσφοράς, άρα απαιτεί δημιουργική σκέψη. Επιδιώκουμε λοιπόν να βοηθήσουμε τους νέους να αποκτήσουν δυναμική σχέση με τις εξελίξεις της εποχής μας και να ανακαλύψουν νέες δυνατότητες ανάδειξης τού είναι τους».
Στο πλαίσιο αυτό, ειδικοί ψυχολόγοι και εκπαιδευτικοί στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ μελετούν προγράμματα ανάπτυξης τού σκέπτεσθαι και πολλοί από αυτούς πιστεύουν ότι, για να είναι αποτελεσματική μία τέτοια προσπάθεια, θα πρέπει να καλλιεργηθεί στους νέους η ανάπτυξη της φαντασίας τους και του συναισθηματικού τους κόσμου, με μελέτη της ποίησης, της ιστορίας και της λογοτεχνίας. «Η αποκατάσταση σχέσεων μελέτης με τις συνιστώσες του πολιτισμού μας δεν μπορεί παρά να συμβάλει στην ανάπτυξη δημιουργικού πνεύματος, ικανού να γονιμοποιήσει και να κυοφορήσει τις πολιτιστικές εκφάνσεις του 21ου αιώνα», τονίζει ο καθηγητής Στ. Μακλιούρ.
Το ότι τα λόγια του είναι ιδιαιτέρως σημαντικά φαίνεται και από μία μεγάλη έρευνα που έκαναν αμερικανικοί, βρετανικοί και γερμανικοί οργανισμοί συνδέσεως της εκπαίδευσης με την παραγωγή. Η έρευνα κατέδειξε ότι οι εργοδότες θεωρούν ως βασικό προτέρημα στους νέους που πρωτομπαίνουν στην αγορά εργασίας την ικανότητά τους να σκέπτονται και να μπορούν να προσεγγίζουν όσο καλύτερα γίνεται τα πρακτικά προβλήματα.
Οι νέοι εγκαταλείπουν τη χώρα
Έφεση για γνώση, ξένες γλώσσες, διεθνείς ορίζοντες, εξυπηρετικότητα, πνεύμα πρωτοβουλίας και νεωτερισμού, δημιουργική φαντασία και πολυπολιτισμική κουλτούρα, αυτά είναι τα βασικά προσόντα που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν στους νέους τού σήμερα τις επαγγελματικές επιτυχίες τού αύριο. Όσο για τη θέση στο Δημόσιο που αρκετοί «ονειρεύονται», είναι ο σίγουρος δρόμος για την υποαπασχόληση και την μονοδιάστατη φτηνή ευτυχία. Αν και, στις σημερινές συνθήκες του χρεοκοπημένου δημόσιου τομέα, το «όνειρο» είναι πέρα για πέρα απατηλό. Αυτός προφανώς είναι και ο λόγος που οι πιο ταλαντούχοι των νέων μας εγκαταλείπουν την χώρα, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι αγορά εργασίας είναι πλέον γι αυτούς ολόκληρη η Ε.Ε. και όχι αποκλειστικά η Ελλάδα.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ