Συνολικά 17 καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία έχει δεχθεί ο Συνήγορος του Πολίτη (ΣτΠ) την τριετία 2008 – 2010. Το 35% αυτών αφορά τον δημόσιο τομέα και το 65% τον ιδιωτικό. Ποια διαδικασία ακολουθείται.
Συνολικά 17 καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία έχει δεχθεί ο Συνήγορος του Πολίτη (ΣτΠ) την τριετία 2008 – 2010. Το 35% αυτών αφορά τον δημόσιο τομέα και το 65% τον ιδιωτικό.
Και οι 17 καταγγελίες προέρχονται από γυναίκες. Σημειώνεται πάντως ότι το 2010 οι καταγγελίες που αφορούν το δημόσιο τομέα πενταπλασιάστηκαν σε σχέση με το 2009, ενώ το ίδιο διάστημα αυτές που αφορούν τον ιδιωτικό τομέα σχεδόν τριπλασιάστηκαν.
Κατά την εξέταση των καταγγελιών για σεξουαλική παρενόχληση, ο Συνήγορος του Πολίτη ενεργεί ως εξωδικαστικός φορέας διαμεσολάβησης για την άρση της διάκρισης που συνιστά η παρενόχληση. Οι πράξεις και ενέργειές του δεν είναι εκτελεστές και δεν δεσμεύουν τη διοίκηση και τους ιδιώτες.
Ο στο δεν παρέχει δικαστική εκπροσώπηση στα θύματα της σεξουαλικής παρενόχλησης. Επίσης, δεν χορηγεί αποζημιώσεις, ούτε επιβάλλει ο ίδιος πρόστιμα ή κυρώσεις. Εισηγείται, όμως, την επιβολή προστίμων και την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου από τα αρμόδια όργανα. Αν η υπόθεση αφορά εργοδότη του ιδιωτικού τομέα, ο Συνήγορος του Πολίτη συνεργάζεται με το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) είτε για τη συμφιλιωτική επίλυση της διαφοράς είτε την επιβολή διοικητικού προστίμου σε βάρος του από το ΣΕΠΕ.
Διαδικασία παρέμβασης του ΣτΠ
Ο ΣτΠ αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εξώδικη αντιμετώπιση καταγγελιών για σεξουαλική παρενόχληση λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων και λόγω της δυσκολίας να εφαρμοστεί η διάταξη περί αντιστροφής του βάρους απόδειξης.
Η τελευταία προβλέπει ότι, όταν ο θιγόμενος επικαλείται στοιχεία ή πραγματικά περιστατικά από τα οποία πιθανολογείται η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, εναπόκειται στο αντίθετο μέρος να αποδείξει ότι δεν προέβη στην παραβίαση αυτή.
Αν δεν προσκομίζονται αποδεικτικά στοιχεία, μαρτυρικές καταθέσεις ή οτιδήποτε μπορεί να στηρίξει την αναφορά ως βάσιμη, ο ΣτΠ ζητάει από την αναφερόμενη να τα στείλει εντός εύλογου χρόνου. Σε περίπτωση που δεν το κάνει, διακόπτεται η έρευνα και η υπόθεση τίθεται στο αρχείο. Κι αυτό γιατί δεν μπορεί ούτε καν να πιθανολογηθεί η επίμαχη πράξη ή συμπεριφορά, προκειμένου να επιβληθεί έστω κάποιο διοικητικό πρόστιμο.
Για το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης ο ΣτΠ συνεργάζεται στενά με το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ). Όταν η παρενόχληση λαμβάνει χώρα στον ιδιωτικό τομέα, οι κατά τόπον επιθεωρητές εργασίας υποχρεούνται να ενημερώνουν τον ΣτΠ για τις καταγγελίες που δέχονται σχετικά με θέματα σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία και να υποβάλλουν σε αυτόν τα αποτελέσματα των ενεργειών αρμοδιότητάς τους.
Ο ΣτΠ καλείται να παρευρεθεί στην τριμερή συζήτηση της εργατικής διαφοράς. Εν συνεχεία, του παρέχεται η αρμοδιότητα να διεξαγάγει τη δική του έρευνα προκειμένου να διαμορφωθεί το τελικό πόρισμα επί της καταγγελίας. Όταν ο καταγγελλόμενος είναι ο εργοδότης, ο ΣτΠ συνήθως διατυπώνει έγγραφη σύσταση προς αυτόν σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά του προς τους υπαλλήλους του, ενημερώνοντάς τον για το τι συνιστά σεξουαλική παρενόχληση και ότι τυχόν νέα καταγγελία με ανάλογο περιεχόμενο από μέρους εργαζομένων, θα θεωρηθεί πιθανολόγηση σεξουαλικής παρενόχλησης, η οποία επιφέρει μετακύλιση του βάρους απόδειξης στον εργοδότη.
Αν υπάρχει εκκρεμής δίκη, βάσει του μέχρι πρόσφατα ισχύοντος νόμου (3488/2006), ο ΣτΠ δεν μπορούσε να μεσολαβήσει και η αναφορά τίθεται στο αρχείο. Σύμφωνα με τον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο (3896/2010), που ενσωματώνει την οδηγία 2006/54/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη, ειδικά και μόνο όταν δέχεται αναφορές για διακρίσεις λόγω φύλου στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, ο ΣτΠ μπορεί να επιλαμβάνεται υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίων, δικαστικών ή εισαγγελικών αρχών, έως τη διεξαγωγή της πρώτης συζήτησης στο ακροατήριο ή την άσκηση ποινικής δίωξης ή έως ότου το αρμόδιο δικαστήριο ή η αρμόδια δικαστική αρχή αποφανθεί επί αιτήσεως παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας. Επομένως, άρθηκε ένα εμπόδιο που στο παρελθόν ανάγκαζε τον ΣτΠ να θέσει κάποιες υποθέσεις στο αρχείο.
Στον δημόσιο τομέα, όταν πρόκειται για σεξουαλική παρενόχληση μεταξύ συναδέλφων, ο ΣτΠ συστήνει στον προϊστάμενο να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προς τον σκοπό της προστασίας του μισθωτού. Μπορεί να του υποδείξει είτε τη διενέργεια ένορκης Διοικητικής Εξέτασης (ΕΔΕ) είτε ακόμη τη μετάταξη κάποιου από τους δύο υπαλλήλους (σε υπόθεση του 2009 το συνέστησε για την παρενοχλούμενη υπάλληλο), προκειμένου να αποκαταστήσει ένα ήρεμο και αξιοπρεπές εργασιακό περιβάλλον.
Όταν η αναφορά χρειάζεται εμπλουτισμό με περισσότερα στοιχεία, ο ΣτΠ μπορεί να απευθυνθεί στην κατά τόπο αρμόδια Διεύθυνση (π.χ. σε μια περίπτωση απευθύνθηκε στον κατά τόπο Δημοτικό Οργανισμό Υγείας και Πρόνοιας) ζητώντας επιτόπια διερεύνηση και αξιολόγηση του περιστατικού. Σε μία αναφορά για παρενόχληση από γιατρό του δημοσίου, η αναφερόμενη, μετά τη διαμεσολάβηση του ΣτΠ, κλήθηκε από τη Διοίκηση του αντίστοιχου Οργανισμού προκειμένου να της δοθούν εξηγήσεις.
Με αφορμή τα παραπάνω ο Συνήγορος του Πολίτη τονίζει:
- Η διερεύνηση των καταγγελιών για σεξουαλική παρενόχληση προσκρούει στην έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων
Είναι πολύ δύσκολο να αποδειχτούν εξωδίκως καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση, που φαίνεται ότι είναι συνήθεις στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, με θύματα γυναίκες. Συνήθως δεν προσκομίζεται κανένα αποδεικτικό στοιχείο από την καταγγέλλουσα (π.χ. επιστολές, τηλεφωνήματα, SMS, e-mail κ.λπ) ούτε υφίστανται μάρτυρες, κατά συνέπεια δεν μπορεί ούτε καν να πιθανολογηθεί η πράξη ή συμπεριφορά για να επιβληθεί έστω κάποιο είδος διοικητικού προστίμου.
- η διάταξη περί αντιστροφής του βάρους απόδειξης αποδεικνύεται δύσκολη στην εφαρμογή
Η πρακτική εφαρμογή της διάταξης περί αντιστροφής του βάρους απόδειξης σε διαδικασίες ενώπιον του Συνηγόρου του Πολίτη είναι εξαιρετικά δύσκολη, δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλη αντίστοιχη εμπειρία. Οι δικηγόροι φαίνεται να αγνοούν την ύπαρξη της σχετικής διάταξης και να μην την επικαλούνται στο ακροατήριο, ενώ δεν έχει καταγραφεί δικαστική απόφαση που να στηρίζεται σε αυτήν για την αποδεικτική διαδικασία. Μία πρακτική που έχει υιοθετήσει ο ΣτΠ όταν η καταγγελία δεν είναι προδήλως αβάσιμη αλλά η αναφερόμενη δεν προσκομίζει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, είναι να απευθύνει, είτε αυτοτελώς είτε από κοινού με το ΣΕΠΕ, έγγραφη σύσταση στον καταγγελλόμενο, ότι αν επαναληφθεί παρόμοιου περιεχομένου καταγγελία για το πρόσωπό του στο μέλλον, θα πιθανολογηθεί από μόνη την καταγγελία ότι αυτός διέπραξε την καταγγελθείσα συμπεριφορά και θα υποχρεωθεί, δυνάμει της διάταξης περί αντιστροφής του βάρους απόδειξης, να αποδείξει ότι δεν συνέτρεξε από πλευράς του τέτοια συμπεριφορά.