Ρωσικό δικαστήριο επέβαλε ποινή κάθειρξης έξι επιπλέον ετών στον πρώην μεγιστάνα Μιχαήλ Χοντορκόφκσι, ο οποίος βρέθηκε ένοχος για υπεξαίρεση και ξέπλυμα χρήματος.
Ρωσικό δικαστήριο επέβαλε ποινή κάθειρξης έξι επιπλέον ετών στον πρώην μεγιστάνα Μιχαήλ Χοντορκόφκσι, ο οποίος βρέθηκε ένοχος για υπεξαίρεση και ξέπλυμα χρήματος.
Συνολικά ο δικαστής επέβαλε 14 χρόνια φυλάκισης, στα οποία όμως περιλαμβάνονται τα οκτώ που εκτίει από το 2003, οπότε ο Χοντορκόφσκι θα παραμείνει στη φυλακή μέχρι το 2017.
Σύμφωνα με το δικαστή, ο καταδικασθείς «μπορεί να σωφρονιστεί μόνο μέσω της απομόνωσης από την κοινωνία».
Ο συνήγορός του κατηγόρησε τον πρωθυπουργό Βλαντιμίρ Πούτιν για ανάμειξη στο έργο της δικαιοσύνης. «Η ποινή εκδόθηκε ξεκάθαρα υπό την πίεση των εκτελεστικών αρχών, με επικεφαλής τον κ. Πούτιν», όπως είπε ο Γιούρι Σμιτ. «Ο Πούτιν υπέδειξε στο δικαστήριο που σήμερα αποφασίζει για τη μοίρα και τη ζωή του Χοντορκόφσκι».
Στο Κρεμλίνο, ο εκπρόσωπος του πρωθυπουργού Πούτιν τόνισε ότι «οι δικαστικές αποφάσεις γενικώς, ειδικώς δε αυτή για τον Χοντορκόφσκι, δεν σχολιάζονται» από τη ρωσική κυβέρνηση.
Την περασμένη Δευτέρα, ο Χοντορκόφσκι και ο συνεργάτης του Πλάτων Λεμπεντέφ κρίθηκαν ένοχοι για την υπεξαίρεση 218 εκατομμυρίων τόνων πετρελαίου αξίας 27 δισ. δολαρίων από την πετρελαϊκή εταιρεία Yukos και για ξέπλυμα χρήματος.
Η καταδίκη προκάλεσε αντιδράσεις σε πολλές χώρες, που κατηγόρησαν τη Ρωσία για επιλεκτική δικαιοσύνη, ενώ το Κρεμλίνο απέρριψε τις κατηγορίες χαρακτηρίζοντάς τις ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας.
Ο Χοντορκόφσκι υποστηρίζει ότι οι κατηγορίες εναντίον του είναι πολιτικά υποκινούμενες, καθώς χρηματοδοτούσε την αντιπολίτευση επί προεδρίας Βλαντιμίρ Πούτιν.
Σε συνέντευξή του στην τηλεόραση την περασμένη εβδομάδα, ο Πούτιν είχε δηλώσει ότι «οι κλέφτες ανήκουν στη φυλακή», αναφερόμενος στο Χοντορκόφσκι. Η υπεράσπιση είχε καταγγείλει τότε «άμεση ανάμειξη» στη δίκη.
«Ανησυχία» γερμανικής κυβέρνησης
Η γερμανική κυβέρνηση εξέφρασε «μεγάλη ανησυχία» μετά την ανακοίνωση της απόφασης, εγείροντας θέμα «αμφισβήτησης της κυριαρχίας του κράτους δικαίου» στη Ρωσία.
Η σχετική δήλωση έγινε από τον εκπρόσωπο της καγκελαρίας, Κριστόφ Στίγκμανς. «Η διεξαγωγή αυτής της (δεύτερης) δίκης εγείρει και θέμα αμφισβήτησης της κυριαρχίας του κράτους δικαίου στη Ρωσία, αποτελεί δε οπισθοδρόμηση στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού, που επιχειρείται από τον πρόεδρο Μεντβιέντεφ».
Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας, Γκουΐντο Βεστερβέλε, μίλησε «για έναν θλιβερό επίλογο μιάς δίκης στιγματισμένης από πολλές παρανομίες».
«Επιβεβαιώθηκαν οι χειρότεροι φόβοι μας», δήλωσε η υπουργός Δικαιοσύνης, Σαμπίνα Λόϊτχόϊσερ-Σαρενμπέργκερ. «Η δίωξη είναι καθαρά πολιτική», πρόσθεσε.