Πολιτική
Τρίτη, 24 Φεβρουαρίου 2009 05:40

«Εξαιρετικές οι σχέσεις Ελλάδας-ΗΠΑ, αλλά δεν αναμένονται εκπλήξεις»

«Οι σχέσεις Ελλάδας και ΗΠΑ είναι εξαιρετικά καλές και ενισχύονται από τη σημαντική παρουσία της ελληνικής ομογένειας, ωστόσο δεν θα πρέπει να αναμένονται σημαντικές αλλαγές και εκπλήξεις σε αυτές μετά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα», τόνισε η υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην ημερήσια ομογενειακή εφημερίδα «Εθνικός Κήρυξ», με αφορμή την επίσκεψή της στις ΗΠΑ.

«Οι σχέσεις Ελλάδας και ΗΠΑ είναι εξαιρετικά καλές και ενισχύονται από τη σημαντική παρουσία της ελληνικής ομογένειας, ωστόσο δεν θα πρέπει να αναμένονται σημαντικές αλλαγές και εκπλήξεις σε αυτές μετά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα», τόνισε η υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην ημερήσια ομογενειακή εφημερίδα «Εθνικός Κήρυξ», με αφορμή την επίσκεψή της στις ΗΠΑ.

Η κ. Μπακογιάννη, αναφερόμενη στην επικείμενη συνάντησή της με την Αμερικανίδα ομόλογό της Χίλαρι Κλίντον και απαντώντας σε ερώτηση για το ποιες αλλαγές θα ήθελε να δει στις σχέσεις Ελλάδας-ΗΠΑ, δήλωσε: «Κοιτάξτε, δε θεωρώ πως μας περιμένουν σημαντικές αλλαγές και εκπλήξεις στις διμερείς σχέσεις της χώρας μας με τις ΗΠΑ. Παραδοσιακά οι σχέσεις μας είναι εξαιρετικά καλές και ενισχύονται σαφώς από τη σημαντική παρουσία της ελληνικής ομογένειας στις ΗΠΑ. Θεωρώ ότι σ’ αυτό το πλαίσιο, με τη νέα αμερικανική ηγεσία θα έχουμε μια γόνιμη και αποδοτική συνεργασία για την προώθηση των σχέσεων των δύο χωρών μας και γενικότερα τη συνεργασία μας στη διεθνή σκηνή».

Στη συνέχεια, επεσήμανε: «Εξάλλου, τόσο ο ίδιος ο νέος Πρόεδρος, όσο και οι συνεργάτες του, έχουν δείξει ότι έχουν πολύ καλή γνώση των ζητημάτων ιδιαίτερου ελληνικού ενδιαφέροντος. Πιστεύω ότι η Χίλαρι Κλίντον θα είναι μια ιδιαίτερα δραστήρια Υπουργός Εξωτερικών, η οποία με την ευρεία εμπειρία της θα φέρει νέο δυναμισμό στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, πάντα στο πλαίσιο των πάγιων στρατηγικών συμφερόντων της χώρας της. Προσβλέπουμε, λοιπόν, σε μια γόνιμη συνεργασία με την ίδια και τους συνεργάτες της, προς αμοιβαίο όφελος των δύο χωρών μας».

Σε ερώτηση για την «έξαρση της τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο» και κατά πόσο η Ελλάδα σκέφτεται να αλλάξει τη στάση της απέναντι στη γειτονική χώρα, η υπουργός Εξωτερικών της χώρας μας υπογράμμισε: «Έχουμε μια μακροχρόνια στρατηγική για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το 2008, οι εξελίξεις δεν βοήθησαν να υπάρξουν πιο γρήγορα και αποτελεσματικά βήματα για τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Η τουρκική προκλητικότητα δεν είναι ένα καινούργιο φαινόμενο, ούτε υπήρξαν περίοδοι κατά τις οποίες αυτή περιορίστηκε. Υπήρχε και υπάρχει τις τελευταίες δεκαετίες και την αντιμετωπίζουμε με σταθερή πολιτική, νηφάλια και ψύχραιμα. Συγκροτημένα και αποτελεσματικά. Με ξεκάθαρες θέσεις και ισχυρά επιχειρήματα, προστατεύοντας στο ακέραιο τα εθνικά μας συμφέροντα. Δεν θεωρώ ότι η πολιτική μας, που βασίζεται σε μια συγκροτημένη και μακροπρόθεσμη στρατηγική, πρέπει να αλλάξει απέναντι στην Τουρκία. Συνεχίζουμε να επαγρυπνούμε και κάθε φορά να εφιστούμε την προσοχή των φίλων και συμμάχων μας στην προκλητική της συμπεριφορά».

Αναφερόμενη στο θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, η κ. Μπακογιάννη τόνισε: «Η Ελλάδα παραμένει σταθερά και εποικοδομητικά στη διαπραγματευτική διαδικασία με την ΠΓΔΜ, παρά την παρελκυστική τακτική που ακολουθεί η γειτονική μας χώρα. Οι θέσεις μας ήταν και παραμένουν ξεκάθαρες. Παράλληλα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι θέσεις της Ελλάδας είναι και συμμαχικές θέσεις τόσο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και του ΝΑΤΟ. Πρέπει, όμως, να σας πω ότι λυπάμαι ειλικρινά για το αποτέλεσμα που έχει η στάση του γειτονικού μας κράτους. Οι κυβερνώντες της ΠΓΔΜ από μόνοι τους θέτουν εμπόδια στην εκπλήρωση των ευρωπαϊκών και ευρωατλαντικών προσδοκιών του λαού τους, γνωρίζοντας ότι η επίλυση του ζητήματος της ονομασίας αποτελεί προϋπόθεση για την ένταξη της ΠΓΔΜ στην ατλαντική συμμαχία και για την απρόσκοπτη πορεία της προς την Ευρώπη. Εμείς ελπίζουμε η γειτονική χώρα να εγκαταλείψει παρωχημένες τακτικές που θυμίζουν ένα κακό βαλκανικό παρελθόν».

Όσον αφορά την οικονομική κατάσταση σημείωσε ότι «αντιμετωπίζουμε τη μεγαλύτερη μεταπολεμική οικονομική κρίση εδώ και ενάμιση χρόνο. Μέσα στη δύσκολη αυτή συγκυρία, η κυβέρνησή μας στην κυριολεξία εξαντλεί τα περιθώρια που υπάρχουν, ώστε να διευρύνουμε και να ενισχύσουμε το δίχτυ κοινωνικής προστασίας που παρέχει το κράτος. Θεωρώ ότι ενόψει της σοβαρότερης χρηματοπιστωτικής κρίσης των τελευταίων χρόνων, δεν υπάρχουν περιθώρια για μικροκομματικές σκοπιμότητες και λαϊκιστικές συμπεριφορές. Οφείλουμε όλοι, με τη δράση μας και τη στάση μας να στηρίξουμε την κυβέρνηση στο δύσκολο έργο που έχει αναλάβει, να βγάλει τη χώρα από την κρίση με συγκροτημένο σχέδιο και στρατηγική. Εμείς, η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, δεσμευτήκαμε να παρέχουμε τη μέγιστη δυνατή στήριξη ιδιαίτερα σε εκείνους τους πολίτες που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στις συνέπειες της κρίσης. Δεν μπορούμε όμως να υπερβούμε τις αντοχές της Οικονομίας. Γιατί έτσι θέτουμε σε κίνδυνο όλα όσα μέχρι σήμερα πετύχαμε. Πρέπει να διατηρήσουμε την ισορροπία ανάμεσα στις παροχές που μπορούμε να δώσουμε και στη διασφάλιση της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας για τα χρόνια που έρχονται. Αυτή είναι η υπεύθυνη, ουσιαστικά φιλολαϊκή πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση. Και σε αυτόν το δρόμο θα συνεχίσουμε».

Σε ερώτηση για τις «εσωκομματικές διαφωνίες» εντός της ΝΔ, είπε: «Κοιτάξτε, οι απόψεις των βουλευτών της ΝΔ ακούγονται και πρέπει να συνεχίσουν να ακούγονται. Όλοι έχουν το δικαίωμα να εκφράσουν την άποψή τους και να συμβάλουν με τον τρόπο τους στον εποικοδομητικό διάλογο. Δεν θεωρώ, λοιπόν, ότι οι απόψεις των βουλευτών μας συνιστούν απειλή για τη συνοχή της κοινοβουλευτικής μας ομάδας. ¶λλωστε, πιστεύω ότι η πλειοψηφία των 151 εδρών είναι ισχυρότερη μιας περισσότερο διευρυμένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Και αυτό γιατί έχουμε όλοι επίγνωση ότι στο τέλος, θα κριθούμε από το έργο μας, από την αποτελεσματικότητα στην πολιτική μας, από τις λύσεις που θα δώσουμε στα προβλήματα των πολιτών. Και το βάρος αυτής της ευθύνης είναι ήδη πολύ μεγάλο, κυρίως λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης».

Για την ψήφο των ομογενών τόνισε: «Ο Πρωθυπουργός, εγώ ως υπουργός Εξωτερικών και η κυβέρνηση της ΝΔ αναλάβαμε τη ρητή δέσμευση να εξασφαλίσουμε για τους Έλληνες της Διασποράς τη δυνατότητα να συμμετέχουν στις εθνικές εκλογές από τους τόπους διαμονής τους. Πιστεύουμε ότι με τον τρόπο αυτό θα εκπληρώσουμε ένα σημαντικό χρέος της ελληνικής Πολιτείας απέναντί τους, καθώς η δυνατότητα αυτή αποτελεί επιθυμία και αίτημα όλων των αποδήμων, σε όποια γωνιά της Γης και αν ζουν. Δυστυχώς, η αξιωματική αντιπολίτευση συστηματικά βρίσκεται αντίθετη σε οποιαδήποτε προσπάθεια έχουμε κάνει μέχρι τώρα προς αυτή την κατεύθυνση. Στη βάση μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων παραμερίζουν την ουσία: ότι οι Έλληνες απόδημοι αποτελούν ένα πολύ ισχυρό πλεονέκτημα για τη χώρα μας και για το λόγο αυτό πρέπει να ακούγονται πίσω στην πατρίδα τους».

Τέλος, η κ. Μπακογιάννη μέσω της ομογενειακής εφημερίδας εξέφρασε την ανησυχία και τον προβληματισμό της για τις πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις στην Αθήνα, σημειώνοντας: «Εκτιμώ ότι έχουμε μπροστά μας ένα καινούργιο φαινόμενο, ένα νέο μοντέλο δράσης, το οποίο προβάλλει μια επιχειρηματολογία η οποία είναι ακραία φασιστική. Η μόνη απάντηση που μπορεί να υπάρξει είναι μια ευρεία πολιτική και κοινωνική συμμαχία, όπως έγινε και στο παρελθόν, από όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας, από το σύνολο των κοινωνικών εταίρων. Μια συμμαχία η οποία θα απομονώσει όλους αυτούς που θεωρούν ότι οι βόμβες, οι πυροβολισμοί, τα γκαζάκια αποτελούν πολιτική δράση και δήθεν επαναστατική έκφραση. Είναι εγκληματική δράση του κοινού Ποινικού Δικαίου και έτσι πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα και αποτελεσματικά. Χωρίς ανοχές και χωρίς παλινωδίες. Κανείς στην Ελλάδα δεν έχει το άλλοθι της αγνοίας. Σας θυμίζω ότι τα 20 χρόνια δράσης της '17 Νοέμβρη' τα πληρώσαμε πολύ ακριβά. Δεν πρέπει με τίποτα να επιτρέψουμε να γιγαντωθεί ξανά ένα τέτοιο φαινόμενο στη χώρα μας».

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ