Πέρα από τις πρόσφατες αποφάσεις του G20 στο Λονδίνο, η μάχη για το μέλλον του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος θα είναι σκληρή. Η δε έκβασή της θα επηρεάσει τον κόσμο για κάποιες δεκάδες χρόνια. Οι χρηματοοικονομικές λειτουργίες επηρεάζουν τις ιδέες, τις εξουσίες τις επιρροές. Συνεπώς, η ριζική αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης είναι ζωτική, παρά τις περί του αντιθέτου κυνικές απόψεις.
Πέρα από τις πρόσφατες αποφάσεις του G20 στο Λονδίνο, η μάχη για το μέλλον του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος θα είναι σκληρή. Η δε έκβασή της θα επηρεάσει τον κόσμο για κάποιες δεκάδες χρόνια. Οι χρηματοοικονομικές λειτουργίες επηρεάζουν τις ιδέες, τις εξουσίες τις επιρροές. Συνεπώς, η ριζική αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης είναι ζωτική, παρά τις περί του αντιθέτου κυνικές απόψεις.
Από την άποψη αυτή, έχει δίκιο ο γενικός διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) κ. Ντομινίκ Στρος-Καν, όταν υπογραμμίζει ότι επίκειται η δημιουργία ενός παγκόσμιου ρυθμιστικού χρηματοοικονομικού οργάνου χωρίς το οποίο είναι αδύνατον να μπει κάποια τάξη στο μελλοντικό χρηματοοικονομικό σύστημα.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής του Χάρβαρντ Κένεθ Ρογκόφ γράφει ότι οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) επιθυμούν την εγκατάσταση ενός συστήματος το οποίο δεν θα ακυρώνει τη διεθνή χρηματοοικονομική ηγεμονία τους. Έτσι, προσφάτως, ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τίμοθι Γκάϊτνερ ιχνογράφησε ένα μάλλον συντηρητικό χρηματοοικονομικό ρυθμιστικό σύστημα, το οποίο σε κάθε περίπτωση περιέχει αρκετές καλές ιδέες. Μία από αυτές είναι η επάνοδος της λειτουργίας του μηχανισμού της ρευστότητας στη διατραπεζική αγορά, ώστε να εξασφαλισθεί η επανακυκλοφορία του χρήματος και η συναφής ρευστότητα των διατραπεζικών σχέσεων.
Ωστόσο, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η παράλυση του συστήματος και να επιτευχθεί η επανεκκίνησή του, χρειάζεται εκείνοι που εισφέρουν ρευστότητα στο σύστημα να στραφούν και πάλι σε τοποθετήσεις σε τράπεζες, αντί να περιορίζονται μόνον σε κρατικά ομόλογα. Χρειάζεται οι θεσμικοί επενδυτές που παρεμβαίνουν στην ασφάλιση, στα συνταξιοδοτικά ταμεία και στα αμοιβαία κεφάλαια -και οι οποίοι εξασφαλίζουν την ταμιακή ρευστότητα του συστήματος αγοράζοντας και πουλώντας βραχυπρόθεσμους τίτλους επειδή διαθέτουν κεφάλαια προς τοποθέτηση- να επαναφέρουν χρήμα στη διατραπεζική αγορά.
Για να συμβεί, όμως, κάτι τέτοιο, πρέπει οι διατραπεζικές πιστώσεις να είναι εγγυημένες και οι πιστωτές να αισθανθούν την ασφάλεια ότι θα πάρουν πίσω τα κεφάλαιά τους. Αυτή ακριβώς η ασφάλεια είναι που θρυμματίστηκε με την πτώση της Lehman Brothers.
Στο επίπεδο αυτό, οι θέσεις και απόψεις των 20 ισχυρότερων κρατών στον κόσμο διαφέρουν σε αρκετά σημεία. Κυρίως, όμως, χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία αμφισβητούν το ρόλο του δολαρίου ως στηρίγματος του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος. Η αμφισβήτηση αυτή εκφράστηκε ανοικτά από τον Κινέζο πρόεδρο στο Λονδίνο και κάθε άλλο παρά αθεμελίωτη είναι. Διότι είναι σήμερα γνωστό ότι, αν κρίση έγινε πλανητική -όπως πολύ σωστά υποστηρίζει και ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος και συγγραφέας Μισέλ Αλιετά- αυτό οφείλεται και στο ότι η φάση ευφορίας της πιστωτικής επέκτασης υπήρξε ταυτοχρόνως φάση ιδιαιτέρως ισχυρής νομισματικής επέκτασης σε ορισμένες αναδυόμενες χώρες όπως η Κίνα, ή πάλι στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες που εξήγαν τις αποταμιεύσεις τους. Τα νομίσματά τους είχαν ισοτιμία ρυθμιζόμενη έναντι του δολαρίου. Προκειμένου να διατηρηθεί η ισοτιμία αυτή, που εξασφάλιζε ταχύρρυθμη ανάπτυξη ωθούμενη από τις εξαγωγές, οι Κεντρικές Τράπεζες απορροφούσαν δολάρια τα οποία τους τα πωλούσαν οι εξαγωγείς.
Μέσα από ένα αντίστροφο σοκ, η ταχύρρυθμη ανάπτυξη αυτών των χωρών συνέβαλε στην απογείωση των τιμών του αργού, όπως και των πρώτων υλών που χρειάζονταν οι βιομηχανίες στις χώρες αυτές για να λειτουργήσουν. Καθώς οι μεγάλοι εξαγωγείς βιομηχανικών προϊόντων, όπως η Κίνα, εισήγαγαν πρώτες ύλες σε μεγάλες ποσότητες, οι τιμές των πρώτων υλών -και ιδίως του πετρελαίου- απογειώθηκαν κατά τη διάρκεια του 2007 και στο πρώτο εξάμηνο του 2008, με την κερδοσκοπία να επιτείνει την εξέλιξη αυτή. Το αποτέλεσμα υπήρξε μία πληθωριστική έξαρση ακόμη ισχυρότερη στις χώρες με αναδυόμενες οικονομίες -οι οποίες παρουσιάζουν μικρότερη εξοικονόμηση ενέργειας και είναι περισσότερο εξαρτημένες από τα αγροτικά προϊόντα από ό,τι οι ανεπτυγμένες χώρες.
Προκειμένου να τιθασσευθεί αυτή η πλημμυρίδα ρευστότητας και να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός, οι αναδυόμενες χώρες της Ασίας αποδέχθηκαν ανατίμηση των νομισμάτων τους αφότου εκδηλώθηκε στις ΗΠΑ η χρηματοπιστωτική κρίση. Την ίδια στιγμή, η Κίνα προέβη σε επανειλημμένες αυξήσεις των υποχρεωτικών αποθεματικών, προκειμένου να επιτευχθεί περιορισμός των πιστώσεων -και τούτο με στόχο να μειωθεί ο πληθωρισμός, αλλά ο χειρισμός αυτός απέτυχε. Στην Ινδία και στην Ρωσία, για να σταθούμε στο παράδειγμα άλλων αναδυόμενων μεγάλων δυνάμεων, η πάλη κατά του πληθωρισμού υπήρξε λιγότερο επιτυχημένη πριν από την γενίκευση της οικονομικής επιβράδυνσης.
Καθώς διαθέτουν υπεράφθονα συναλλαγματικά αποθέματα, οι χώρες της ανατολικής Ασίας έχουν τα μέσα για να δημιουργήσουν κοινό Ταμείο, προκειμένου να αποτρέψουν κάθε ενδεχόμενη συναλλαγματική κρίση που θα ανέκυπτε από τραπεζικές δυσχέρειες στην μία ή στην άλλη χώρα (όπως η Κορέα). Πρόκειται για κατάσταση ριζικά διαφορετική από εκείνη που οδήγησε στην κρίση του 1997-98. Γι αυτό και το ΔΝΤ προβλέπει αισθητή επιβράδυνση της ανάπτυξής τους, όχι όμως και ύφεση.
Με βάση τα δεδομένα αυτά, επόμενο είναι οι χώρες αυτές, με πρώτη την Κίνα, να θέλουν επαναθεώρηση του διεθνούς νομισματικού συστήματος, διότι μία διάσταση της παγκοσμιοποιημένης σημερινής κρίσης είναι αυτή της ύπαρξης στις αναδυόμενες χώρες κυβερνητικών επενδυτικών ταμείων, των περίφημων sovereign funds.
Κατά τον καθηγητή Κ. Ρογκόφ, στις χώρες όπου, με βάση τις εξαγωγές τους, προέκυψαν μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα, τα κράτη μεταβίβασαν μέρος των κεφαλαίων αυτών σε ταμεία, με στόχο να επενδυθούν και να αποδώσουν τα χρήματα αυτά. Όμως, στα τέλη του 2007, οι οργανισμοί αυτοί εκτίμησαν -εσφαλμένα- ότι η κρίση δεν θα διαρκούσε πολύ. Επέλεξαν λοιπόν να προβούν σε ριψοκίνδυνες τοποθετήσεις στις αμερικανικές τράπεζες.
Αποτέλεσμα: κατέγραψαν έκτοτε σημαντικές ζημιές. Σήμερα, λοιπόν, βρίσκονται σε αμυντική στάση και επανατοποθετούν -μαζικά- στοιχεία του ενεργητικού τους σε έντοκα γραμμάτια του αμερικανικού Δημοσίου -πράγμα που εξηγεί πώς τα επιτόκιά τους έπεσαν πολύ χαμηλά. Αυτό προκάλεσε, φυσικά, μεγάλες στρεβλώσεις στην πιστωτική αγορά των ΗΠΑ.
Όμως, τα ίδια αυτά κυβερνητικά funds θα μπορούσαν, υπό ορισμένες συνθήκες, να αναλάβουν σημαντικό ρόλο στην ανακεφαλαιοποίηση των δυτικών τραπεζών. Το δημόσιο χρέος των δυτικών χωρών θα σημειώσει μεγάλη αύξηση, καθώς τα κράτη ήδη προστρέχουν σε βοήθεια τόσο των τραπεζών τους όσο και της πραγματικής τους οικονομίας. Έτσι, για τον σκοπό αυτόν, εκδίδονται τίτλοι για τους οποίους τα προαναφερόμενα κυβερνητικά επενδυτικά ταμεία θα μπορούσαν να εγγραφούν.
Για την ώρα, η κρίση δεν έχει οδηγήσει ακόμη σε σημαντική επιβράδυνση της ανάπτυξης στις χώρες αυτές. Αν, αντιθέτως, η ανάπτυξη σημείωνε σημαντική πτώση στην Ανατολή, πράγμα ορατό, τότε θα είχαμε μία ακόμη βαρύτερη σειρά συνεπειών: η αποταμίευση θα μειωνόταν στις χώρες αυτές, η συναλλαγματική ισοτιμία του εγχώριου νομίσματος θα αυξανόταν εις βάρος του δολαρίου, ενώ η ροή χρηματοδοτήσεων προς τις ΗΠΑ θα ανακοπτόταν.
Σε μία τέτοια περίπτωση, η Αμερική θα ήταν πλέον υποχρεωμένη να αναχρηματοδοτήσει μόνη της μεγαλύτερο μέρος του αυξανόμενου χρέους της, πράγμα που θα προξενούσε ταυτοχρόνως υποτίμηση του δολαρίου έναντι του γιεν -που έχει γίνει νόμισμα-καταφύγιο- και αύξηση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων. Θα ήταν μία κατάσταση ακριβώς στον αντίποδα εκείνης που είχε διαμορφωθεί στις αρχές του 2000, όταν το γιεν είχε αδυνατίσει, όταν υπήρχε μαζικός δανεισμός σε γιεν και όταν η ελκυστικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών στις ΗΠΑ κρατούσε τα επιτόκια πολύ χαμηλά.
Ούτως ή άλλως, η έξοδος από την κρίση θα μεταφρασθεί σε ενίσχυση της σχετικής θέσης ορισμένων αναδυόμενων χωρών, κυρίως δε της Κίνας. Τα κυβερνητικά funds τους σχεδιάστηκαν για να πετυχαίνουν αποδόσεις πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που μπορούσαν να εξασφαλίσουν οι Κεντρικές Τράπεζές τους. Στόχος είναι να διαφοροποιούνται οι σχετικές τοποθετήσεις, ώστε να αντισταθμίζεται ενδεχόμενη υποτίμηση της αξίας των συναλλαγματικών αποθεμάτων των Κεντρικών Τραπεζών σε περίπτωση πτώσης του δολαρίου.
Λόγος ύπαρξης των μακροπρόθεσμων επενδυτών είναι ακριβώς αυτός: αγοράζουν τίτλους που θα μπορούσαν να ανατιμηθούν και να εξασφαλίσουν υψηλές αποδόσεις, ενώ την ίδια στιγμή θα περιοριζόταν ο κίνδυνος των τοποθετήσεων χάρη σε ευρεία διαφοροποίησή τους. Αποστολή τους είναι να αγοράζουν στοιχεία ενεργητικού που αποδίδουν περισσότερο από τα κρατικά ομόλογα. Σήμερα, παραμένουν σε φάση προσδοκιών, καθώς περνάμε μία γενική κρίση μείωσης της αξιών. Μόλις όμως οι τιμές των στοιχείων ενεργητικού φθάσουν στο κατώτατο επίπεδό τους και μόλις καταστεί δυνατή μία πρόβλεψη της μακροπρόθεσμης αξίας τους, τα ταμεία αυτά θα επενδύσουν μαζικά στις δυτικές οικονομίες.
Οι κυβερνήσεις των σταθερότερων από τις αναδυόμενες χώρες θα επιλέξουν επίσης να ενισχύσουν τα κεφάλαια των δικών τους επιχειρήσεων προκειμένου να τους δώσουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε πολυεθνικές επιχειρήσεις -και τούτο είτε αγοράζοντας επιχειρήσεις στο εξωτερικό, είτε αποκτώντας τεχνολογίες τις οποίες δεν διαθέτουν. Μέχρι σήμερα, οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στις χώρες αυτές από δυτικές επιχειρήσεις δεν μεταφράσθηκαν σε κάτι περισσότερο από μεταφορά μεσαίων τεχνολογιών.
Κατά συνέπεια, σήμερα είναι επιτακτική ανάγκη να αποκτήσουν οι κινεζικές και ινδικές επιχειρήσεις τις πιο προωθημένες τεχνολογίες, τις οποίες έχουν ήδη στην διάθεσή τους οι Αμερικανοί ή και οι Ευρωπαίοι. Ειδικότερα στην περίπτωση της Κίνας, η αναβάθμιση αυτή της χρηματοπιστωτικής δύναμης θα έπρεπε να δώσει σε μεγάλες επιχειρήσεις της τη δυνατότητα να γίνουν συντελεστές του παγκόσμιου συστήματος.
Έχει λοιπόν κάθε λόγο να πιστεύει κανείς ότι η έξοδος από την κρίση θα μεταφρασθεί, τελικά, σε σημαντικές άμεσες επενδύσεις και σε ροή επενδύσεων χαρτοφυλακίου των αναδυομένων χωρών προς τον δυτικό κόσμο, μέσω των κυβερνητικών funds -συνεπώς, σε μετακίνηση της οικονομικής καρδιάς του πλανήτη προς την Ανατολή. Τούτο το πολύ ορατό φαινόμενο αποτελεί, κατά την γνώμη μας και όχι μόνον, το μεγάλο και ιστορικό ίσως συμπέρασμα της συνάντησης κορυφής των Είκοσι στο Λονδίνο. Όσο για τη συνέχεια, θα την παρακολουθήσουμε τον προσεχή Σεπτέμβριο, με τη νέα συνάντηση του G20.
ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ