Καθώς η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση εξελίσσεται σε αδυσώπητη οικονομική κρίση και επεκτείνεται, πλέον, και στη βιομηχανία, η κραυγή «πού είναι η Ευρώπη;» ακούγεται σε ολόκληρη την ΕΕ. Προς το παρόν, κάθε άλλο παρά καθησυχαστική είναι η απάντηση των Βρυξελλών.
Του Giles Merritt*
Καθώς η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση εξελίσσεται σε αδυσώπητη οικονομική κρίση και επεκτείνεται, πλέον, και στη βιομηχανία, η κραυγή «πού είναι η Ευρώπη;» ακούγεται σε ολόκληρη την ΕΕ. Προς το παρόν, κάθε άλλο παρά καθησυχαστική είναι η απάντηση των Βρυξελλών.
Πάγια θέση της Κομισιόν είναι η προάσπιση της ακεραιότητας της ενιαίας αγοράς με κάθε κόστος, η οποία είναι αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει τις ισχυρές νομικές της εξουσίες, προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα σχέδια διάσωσης και τα υπόλοιπα μέτρα ενίσχυσης που έχουν εκπονήσει οι κυβερνήσεις της ΕΕ δεν θα απειλήσουν την αρχή του θεμιτού ανταγωνισμού. Αυτή δεν είναι, όμως, παρά μια στερεότυπη θέση η οποία στους κύκλους των βιομηχάνων έχει αρχίσει πλέον να φαίνεται ανεπαρκής.
Με την ανησυχία ότι οι απολύσεις στη βιομηχανία συνεπάγονται το κλείσιμο μεγάλων εργοστασίων προκαλώντας ντόμινο απολύσεων σε χιλιάδες μικρότερες επιχειρήσεις να κορυφώνεται στην Ευρώπη, οι εθνικές κυβερνήσεις έρχονται σε σύγκρουση με την ΕΕ –παρότι γνωρίζουν ότι περισσότερες πιθανότητες σωτηρίας προσφέρει η συντονισμένη δράση των μελών της ΕΕ. Στις Βρυξέλλες είναι γνωστό ότι η κρίση προσφέρει ουσιαστικές πολιτικές ευκαιρίες –έστω εάν η Κομισιόν δεν τις έχει αδράξει ακόμη.
Ήρθε η στιγμή για τη θέσπιση ενός νέου κανονιστικού πλαισίου στη βιομηχανία, το οποίο θα δώσει στις Βρυξέλλες τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν την ιδιότητα του «έντιμου διαμεσολαβητή» για τη διαχείριση των συμφερόντων του ανταγωνισμού. Οι ευρωκράτες της Κομισιόν θα πρέπει να ξεσκονίσουν τους φακέλους που συντάχθηκαν πριν από 30 χρόνια για να ξαναθυμηθούν πώς χειρίστηκαν οι προκάτοχοί τους την κρίση του χάλυβα που απειλούσε να οδηγήσει σε ενδοευρωπαϊκό εμπορικό πόλεμο.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1970, η Κομισιόν είχε αποφανθεί ότι υπάρχει «έκδηλη κρίση» και κατάληξε από κοινού με τα κράτη μέλη στις επιμέρους παραμέτρους του λεγόμενου «σχεδίου Davignon». Πολλές διατάξεις του σχεδίου που καταρτίστηκε από έναν Βέλγο –μέλος της Κομισιόν που ήταν αρμόδιος για τον τομέα της βιομηχανίας– εμφανίζουν μεγάλη συσχέτιση με τη σημερινή κατάσταση, και όχι μόνο με τον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Βάσει του σχεδίου Davignon δρομολογήθηκαν έλεγχοι στην παραγωγή και την τιμολόγηση σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι κρατικές ενισχύσεις των εθνικών κυβερνήσεων βρέθηκαν στο μικροσκόπιο, επιβλήθηκε το κλείσιμο των εργοστασίων ξεπερασμένης τεχνολογίας, δόθηκαν κίνητρα για συγχωνεύσεις και χρηματοδοτήθηκαν με κεφάλαια της ΕΕ προγράμματα μετεκπαίδευσης των πλεονασματικών εργαζομένων στον κλάδο του χάλυβα. Τελικός στόχος του σχεδίου ήταν ο κλάδος της βαριάς βιομηχανίας που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της Ευρώπης να γίνει πιο ανταγωνιστικός σε διεθνές επίπεδο.
Ο Ετιέν Νταβινιόν, εμπνευστής του σχεδίου, αρθρογράφησε πρόσφατα στο βελγικό Τύπο λέγοντας ότι δεν μπορεί να καταλάβει γιατί η Κομισιόν δεν κάνει κάτι ανάλογο σήμερα. «Αυτό θα σήμαινε νομιμοποίηση των εθνικών ενισχύσεων (στις αυτοκινητοβιομηχανίες) –ωστόσο, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι [οι ενισχύσεις αυτές] βασίζονται σε μια ενιαία ευρωπαϊκή στρατηγική», έγραψε ο Νταβινιόν.
* Ο Giles Merritt είναι γενικός γραμματέας της «δεξαμενής σκέψης» Friends of Europe με έδρα τις Βρυξέλλες και εκδότης του περιοδικού πολιτικής Europe's World.
Copyright: Project Syndicate, 2009.
www.project-syndicate.org