Πολιτιστικά
Παρασκευή, 26 Ιουνίου 2009 16:48

Συνεχίζονται τα διεθνή δημοσιεύματα για τα Γλυπτά του Παρθενώνα

Τα επιχειρήματα υπέρ του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα ενισχύει η ολοκλήρωση του νέου Μουσείου της Ακρόπολης, ωστόσο το ελληνικό αίτημα για μόνιμο επαναπατρισμό τους κινδυνεύει να υπονομεύσει την ιδέα της ελεύθερης διακίνησης των εκθεμάτων των μουσείων, υποστηρίζει σε δημοσίευμά του ο βρετανικός Economist.

Την ιδέα της ελεύθερης διακίνησης των εκθεμάτων των μουσείων κινδυνεύει να υπονομεύσει το ελληνικό αίτημα για επαναπατρισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα, υποστηρίζει σε δημοσίευμα του ο βρετανικός Economist.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το ελληνικό αίτημα «θα εμπνεύσει ευρεία συμπάθεια, ακόμα και μεταξύ αυτών που αποδέχονται τα επιχειρήματα του Βρετανικού Μουσείου. Με το άνοιγμα ενός εντυπωσιακού νέου μουσείου στην Αθήνα, τα γλυπτά του Παρθενώνα έχουν τώρα σημαντικό λόγο για να επανενωθούν, ακόμα και μόνο με καλλιτεχνική αιτιολογία».

Ωστόσο, αναφέρει το περιοδικό, η υιοθέτηση μιας πιο αυστηρής γραμμής από το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού σχετικά με το ερώτημα σε ποιον ανήκουν τα μάρμαρα κινδυνεύει να αποβεί ολέθρια. «Προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση ήταν διατεθειμένη να “προσπεράσει” το ερώτημα της ιδιοκτησίας και να συνεργαστεί με το Βρετανικό Μουσείο για μία από κοινού έκθεση των γλυπτών. Σκληραίνοντας τη στάση της, υπάρχει ο κίνδυνος η ελληνική κυβέρνηση να οδηγήσει τα μουσεία παντού να προσκολληθούν στα κτήματά τους από φόβο μην τα χάσουν. Αν στόχος είναι ο μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων να δει το μεγαλύτερο αριθμό θησαυρών, πρέπει να βρεθεί καλύτερος τρόπος».

Σύμφωνα με τον Economist, αυτοί που ζητούν τη μόνιμη επιστροφή των Μαρμάρων «ζητούν να αδειάσουν τα παγκόσμια μουσεία» και τη δημιουργία ενός «Γόρδιου δεσμού αιτημάτων για επαναπατρισμό».

Το δίλημμα είναι το εξής: «Έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα στην ελεύθερη κυκλοφορία των θησαυρών και ενός τέλματος στο οποίο κάθε μουσείο θα προσκολλάται πεισματικά σε όσα πιστεύει ότι του ανήκουν».

Έτσι, αντί να επιχειρεί εντυπωσιασμούς, «ο Έλληνας υπουργός Πολιτισμού θα έπρεπε να αποδεχθεί την πρόκληση του Βρετανικού Μουσείου και να ζητήσει δάνειο. Οι νευρικοί Βρετανοί θα έπρεπε τότε να δοκιμάσουν τις διαθέσεις, στέλνοντας, για παράδειγμα, στην Αθήνα ένα κομμάτι της ζωφόρου. Αν αυτό το κομμάτι δεν επιστρεφόταν ποτέ, ας μην επιστρεφόταν. Αλλά αν την ημέρα που έληγε το δάνειο, οι Έλληνες εξέπλητταν τους πάντες επιστρέφοντας το γλυπτό, τότε το πρόγραμμα δανεισμού σίγουρα θα διευρυνόταν. Κάνοντας μικρά βήματα, οι Έλληνες ίσως να ενθάρρυναν τους Βρετανούς να κάνουν ένα μεγάλο άλμα».

Σε άλλο άρθρο για το μουσείο στο ίδιο τεύχος, το περιοδικό αναγνωρίζει ότι η λύση της προσωρινής ανταλλαγής των Γλυπτών με άλλα εκθέματα που θα γέμιζαν την αίθουσα του Βρετανικού Μουσείου είναι μάλλον απίθανο να εφαρμοστεί όσο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου παραμένει ο Νιλ ΜακΓκρέγκορ, ένας άνθρωπος που «έχει το ίδιο πάθος με τους Έλληνες για τα Γλυπτά». Αλλά ακόμα και αυτή η λύση απαιτεί οι Έλληνες να αναγνωρίσουν ότι τα γλυπτά ανήκουν στους Βρετανούς, κάτι που ο κ. Σαμαράς έχει πει ότι είναι «αδύνατο».

Berliner Zeitung: «Η Ελλάδα δεν έχει το δικαίωμα να διεκδικεί τα γλυπτά»

Εν τω μεταξύ, άρθρο με τίτλο «Σε ποιόν ανήκει ο Παρθενώνας;» που δημοσιεύει η γερμανική εφημερίδα Berliner Zeitung, υποστηρίζει ότι η Ελλάδα δεν έχει το δικαίωμα να τα διεκδικεί τα γλυπτά, καθώς δεν υπήρχε ως κράτος ή ως ολοκληρωμένο έθνος όταν ο λόρδος Έλγιν πήρε την άδεια της Υψηλής Πύλης να τα αφαιρέσει από την Αθήνα. Προσθέτει επίσης ότι επηρέασαν την πνευματική ζωή της Ευρώπης και ενέπνευσαν τον φιλελληνισμό όντας εκτεθειμένα στο Βρετανικό Μουσείο και όχι στην Αθήνα. Το δημοσίευμα καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ότι τα Ελγίνεια είναι περισσότερο πολιτιστική κληρονομιά του Λονδίνου και λιγότερο πολιτιστική κληρονομιά της σύγχρονης ελληνικής εθνικής ιστορίας.

Πηγή: economist.com, dw-world.de