Σημαντικά ευρήματα προέκυψαν από έρευνα, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στη συμπεριφορά του σύγχρονου Έλληνα καταναλωτή απέναντι στο κρασί, στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος της Αγροτικής Οικονομίας της Γεωπονικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Σημαντικά ευρήματα προέκυψαν από έρευνα, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στη συμπεριφορά του σύγχρονου Έλληνα καταναλωτή απέναντι στο κρασί, στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος της Αγροτικής Οικονομίας της Γεωπονικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Συγκεκριμένα, η συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων (91%) καταναλώνει κρασί, στοιχείο που το αναδεικνύει ως ένα από τα δημοφιλέστερα οινοπνευματώδη. Το 50% των συμμετεχόντων το καταναλώνει σε υψηλή συχνότητα.
Παράλληλα, οι καταναλωτές δείχνουν εμπιστοσύνη στα ελληνικά κρασιά αφού τα προτιμούν σε ποσοστό 64,8%, ενώ αυτοί που προτιμούν αποκλειστικά τα εισαγόμενα είναι ελάχιστοι (0,6%). Ένα στοιχείο που αποδεικνύει ότι η ελληνική αγορά δεν έχει αλωθεί από τα εισαγόμενα στο βαθμό που ισχύει για άλλες ευρωπαϊκές αγορές.
Αυτό δε σημαίνει ότι οι ερωτώμενοι δεν έχουν κατά το πλείστον σχηματίσει γνώμη για τα εισαγόμενα κρασιά, αφού τα έχουν δοκιμάσει σε ποσοστό 74,2%. Όσον αφορά στις προτιμήσεις των συμμετεχόντων στην έρευνα σε σχέση με τα εισαγόμενα κρασιά, τη μερίδα του λέοντος αποσπούν οι υπόλοιπες μεσογειακές χώρες, με τη Γαλλία να κυριαρχεί, ενώ ο «νέος» κόσμος δε φαίνεται, προς το παρόν, να αποτελεί κίνδυνο για τις κατεστημένες, παραδοσιακές δυνάμεις.
Το ποσοστό του δείγματος που καταναλώνει κρασί, πίνει έως και τρία ποτήρια ανά περίσταση (84,1%), με τους περισσότερους να σταματάνε στα δύο ποτήρια (67,6%). Μόνο ένα ποσοστό της τάξης του 15,9% καταναλώνει τέσσερα ποτήρια και άνω.
Όσον αφορά στην προτίμηση των ερωτηθέντων σε σχέση με το είδος του κρασιού φαίνεται να κατέχει ένα προβάδισμα το ερυθρό (48%) σε σχέση με το λευκό (36%). Σημαντικό στοιχείο είναι ότι η ρετσίνα κατέχει προβάδισμα με βραχεία κεφαλή (8%) σε σχέση με το ροζέ (7%). Τα αφρώδη κρασιά έρχονται τελευταία στις προτιμήσεις των καταναλωτών.
Στην ερώτηση “Για ποιους λόγους προτιμάτε να καταναλώνετε κάποιο είδος κρασιού;”, η αίσθηση της γεύσης επικράτησε με ποσοστό 44%. Επίσης, το άρωμα και η γλυκύτητα εμφανίζονται ως σημαντικοί παράγοντες επιλογής συγκεκριμένου είδους κρασιού.
Η προσπάθεια δημιουργίας αγοράς για τους οίνους που προέρχονται από βιολογικούς αμπελώνες έχει καλύψει κατά το ήμισυ το στοχευμένο τμήμα των καταναλωτών. Σίγουρα υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω ανάπτυξη αφού το 44.5% των ερωτηθέντων δεν έχει δοκιμάσει κρασί που προέρχεται από βιολογικούς αμπελώνες.
Παρά τις προσπάθειες ενημέρωσης από τα οργανωμένα οινοπαραγωγεία, το κοινό προτιμά μονό σε ποσοστό 44% τον εμφιαλωμένο οίνο. Ένα ποσοστό της τάξης του 48,4% δεν έχει πρόβλημα να καταναλώσει και εμφιαλωμένο και «χύμα» κρασί, ενώ ένα ποσοστό 7,7% προτιμά αποκλειστικά το «χύμα».
Όσον αφορά στους παράγοντες επηρεασμού των καταναλωτών κατά τη διαδικασία επιλογής κρασιού, η περίσταση για την οποία αγοράζεται και η περιοχή καταγωγής έχουν τη μεγαλύτερη βαρύτητα. Αντίθετα, η τιμή δε φαίνεται να είναι το πρωταρχικό κριτήριο επιλογής κρασιού. Επίσης, το 73,1% των ερωτηθέντων υποστηρίζουν ότι οι τιμές του κρασιού είναι κανονικές.
Όσον αφορά στο τι ακριβώς προσέχουν οι καταναλωτές από το πλήθος των πληροφοριών που αναγράφονται πάνω σε μια ετικέτα, η χώρα προέλευσης (16,6%), η ποικιλία των σταφυλιών (14,6%) και η περιοχή παραγωγής (14%) κατέχουν τις τρεις πρώτες θέσεις ενδιαφέροντος.
Σχεδόν ο ένας στου δύο συμμετέχοντες θεωρούν ότι το σπιτικό κρασί είναι πιο αγνό από το εμφιαλωμένο, το παλιό κρασί είναι πάντα πιο καλό, όπως, επίσης, ότι η χρέωση του στις επιχειρήσεις υγειονομικού χαρακτήρα είναι υπερβολική.
Η ενημέρωση των ερωτηθέντων γύρω από οινικά θέματα γίνεται κυρίως από το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον και κατά δεύτερον από τα περιοδικά και τα ενημερωτικά φυλλάδια των οινοπαραγωγών.
Οι καταναλωτές κρασιού προτιμούν τη μπύρα ως δεύτερη επιλογή οινοπνευματώδους ποτού σε ποσοστό 26,8%, το ούζο σε ποσοστό 24,1%, ενώ το ουίσκι έρχεται τρίτο στη σειρά των προτιμήσεων με ποσοστό 16,5%.
Όσον αφορά στις προτιμήσεις των καταναλωτών σε σχέση με τα σημεία πώλησης, ξεχωρίζουν δυο πόλοι έλξης οι οποίοι διαθέτουν τα δικά τους ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Από τη μια οι πολυεθνικές αλυσίδες των σουπερμάρκετ κερδίζουν τους καταναλωτές παρέχοντας μια πλειάδα καταναλωτικών προϊόντων και αγοραστικών επιλογών, άνετους χώρους στάθμευσης, συνεχές ωράριο και συγκριτικά φιλικές τιμές. Στον αντίποδα των σουπερμάρκετ εμφανίζονται οι κάβες οι οποίες παρέχουν ποικιλία στις ετικέτες των κρασιών, φιλική εξυπηρέτηση, ενώ έχουν χτίσει πολύ καλή φήμη σε σχέση με την παρεχόμενη τεχνογνωσία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το κρασί για τους Έλληνες καταναλωτές συνεχίζει να κατέχει σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες του εορτασμού. Με εξαίρεση τις εθνικές εορτές, σε όλες τις υπόλοιπες εορταστικές περιστάσεις αυξάνεται η κατανάλωση του.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με προσωπικές συνεντεύξεις και συμπληρώθηκαν 400 έγκυρα ερωτηματολόγια από άνδρες, γυναίκες, νέους και ηλικιωμένους, ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές τάξεις, με διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο και διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τον μεταπτυχιακό φοιτητή Νίκο Σαπουντζή και την Αν. Καθηγήτρια του Τομέα Αγροτικής Οικονομίας, της Γεωπονικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, Ειρήνη Τζίμητρα – Καλογιάννη.