Πολιτική
Τετάρτη, 15 Ιουλίου 2009 18:20

Κατά καμερών και τράπεζας DNA ο ΔΣΑ

Την έντονη αντίθεσή του στην επέκταση της χρήσης των καμερών και τη δημιουργία τράπεζας DNA εκφράζει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ) με αφορμή τη συζήτηση των σχετικών τροπολογιών στη Βουλή.

Την έντονη αντίθεσή του στην επέκταση της χρήσης των καμερών και τη δημιουργία τράπεζας DNA εκφράζει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ) με αφορμή τη συζήτηση των σχετικών τροπολογιών στη Βουλή.

«Σε μια εποχή του άσπρου ή του μαύρου, αλλά και του γκρίζου οφείλουμε μακριά από λαϊκισμούς ψύχραιμα και νηφάλια, να αντιμετωπίζουμε τα θέματα, χωρίς να παρασυρόμαστε από τις αρνητικές συγκυρίες, ιδιαίτερα όταν συνδέονται με εγκληματικές ενέργειες, που οδηγούν σε λήψη μέτρων, που μελλοντικά σταδιακά οδηγούν σε περιορισμό ακόμη και την ελεύθερης βούλησης, της ελεύθερης σκέψης, και δη χωρίς επιστροφή», τονίζει στη σχετική ανακοίνωσή του ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών.

Για «ευθεία παραβίαση των άρθρων 11, 9 και 9Α του Συντάγματος» από την ενεργοποίηση των καμερών και του συστήματος C4I κάνει λόγο ο ΔΣΑ, υπογραμμίζοντας ότι «παραβιάζει πρωτίστως το δικαίωμα στον ιδιωτικό βίο (ο ιδιωτικός βίος δεν ταυτίζεται με τον ιδιωτικό χώρο όπως έχει κρίνει και το ΕΔΔΑ – von Hannover κατά Γερμανίας) και τον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό, αλλά και το δικαίωμα στη διαδήλωση (γιΆ αυτό άλλωστε η χρήση των καμερών μετά την Ολυμπιάδα επετράπη μόνο για τη διαχείριση της κυκλοφορίας και υπό αυστηρούς όρους με την απόφαση 63/2004 της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων)».

Σε ό,τι αφορά τη δημιουργία τράπεζας DNA, ο ΔΣΑ τονίζει ότι «το νομοσχέδιο δεν λαμβάνει καμία πρόνοια, ώστε η λήψη των δειγμάτων DNA να γίνεται υπό συνθήκες και προϋποθέσεις σεβασμού της προσωπικότητας του υπόχρεου».

«Η σοβαρότερη αντίρρησή μας, πέραν της αντίθεσής μας στην τήρηση αρχείου, είναι η γενίκευση της λήψης υλικού DNA για οποιοδήποτε αδίκημα, ακόμη και για πλημμελήματα καθαρά τυπικού χαρακτήρα» αναφέρει ο ΔΣΑ.

Καταλήγοντας ο ΔΣΑ σημειώνει: «η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας επιβάλει στο νομοθέτη να περιορίσει τη λήψη υλικού DNA μόνο σε σοβαρά κακουργήματα, όπως ανθρωποκτονία, οργανωμένο έγκλημα, ναρκωτικά κ.λπ., καθώς και σε εκείνα τα αδικήματα που εκ της φύσεώς τους η λήψη, σύγκριση και αξιοποίηση του γενετικού υλικού είναι αναγκαία για την διαπίστωση του δράστη ερευνουμένης τελεσθείσας πράξεως για την οποία ήδη έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, στοιχούμενος και προς την προαναφερθείσα αρχή της αναλογικότητας του Συντάγματος και της προστασίας και σεβασμού της προσωπικότητας του ατόμου».