Την αντίθεσή της στη γνωμοδότηση του πρώην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γ. Σανιδά, σύμφωνα με την οποία το απόρρητο των επικοινωνιών δεν καλύπτει την επικοινωνία μέσω Διαδικτύου, εκφράζει η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, σε επιστολή της προς στον Πρόεδρο της Βουλής, Δημήτρη Σιούφα.
Την αντίθεσή της στη γνωμοδότηση του πρώην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γ. Σανιδά, σύμφωνα με την οποία το απόρρητο των επικοινωνιών δεν καλύπτει την επικοινωνία μέσω Διαδικτύου, εκφράζει η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, σε επιστολή της προς στον Πρόεδρο της Βουλής, Δημήτρη Σιούφα.
Στην επιστολή, η οποία απεστάλη και στον πρόεδρο της Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας του Κοινοβουλίου, Α. Σταύρου, η ΑΔΑΕ εκτιμά πως το απόρρητο των επικοινωνιών στο Διαδίκτυο, κατοχυρώνεται τόσο από το άρθρο 19 του Συντάγματος, («το οποίο έχει απόλυτο χαρακτήρα και η εφαρμογή του δεν εξαρτάται από την έκδοση εκτελεστικού νόμου»), όσο και από την Κοινοτική Οδηγία 2002/58ΕΚ, που ορίζει στα κράτη-μέλη να «κατοχυρώνουν μέσω της εθνικής νομοθεσίας το απόρρητο των επικοινωνιών που διενεργούνται μέσω δημοσίου δικτύου επικοινωνιών και των διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών».
Ακόμα και στην περίπτωση των ιστοσελίδων ή των ιστολογίων «το περιεχόμενό τους το οποίο ενδεχομένως προορίζεται για το κοινό και χαίρει της προστασίας του άρθρου 14 του Συντάγματος (σ.σ. το άρθρο που αναφέρεται στην ελευθερία του Τύπου), δεν θα πρέπει να συγχέεται με την επικοινωνία που πραγματοποιείται προκειμένου να δημοσιευθεί το περιεχόμενο της ιστοσελίδας, ή να πραγματοποιηθεί η πρόσβαση των τρίτων σε αυτή. Η εν λόγω επικοινωνία, ουδόλως προκύπτει ότι προορίζεται να είναι δημόσια και άρα, ότι δεν προστατεύεται από το απόρρητο των επικοινωνιών κατΆ άρθρο 19 του Συντάγματος» αναφέρεται στην επιστολή.
Η ΑΔΑΕ υπενθυμίζει δε πως ο νομοθέτης έχει προβλέψει τη δυνατότητα άρσης του απορρήτου «μόνο για λόγους εθνικής ασφαλείας, ή για ιδιαιτέρως σοβαρά εγκλήματα (Ν. 2225/1994) και όχι για κάθε εγκληματική πράξη, ασχέτως του χαρακτήρα αυτής ως ιδιαιτέρως σοβαρής».
Οπως επισημαίνει, αυτό δεν σημαίνει ότι οι εγκληματικές πράξεις για τις οποίες δεν είναι επιτρεπτή η άρση του απορρήτου πρέπει να μείνουν ατιμώρητες και να μην ισχύει γιΆ αυτές το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κάθε θιγόμενου πολίτη, αλλά ότι «οι συνταγματικές διατάξεις έχουν μεταξύ τους την ίδια τυπική ισχύ - και πως η όποια μεταξύ τους «σύγκρουση», θα πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τα δεδομένα, της διεθνούς εμπειρίας και των τεχνολογικών εξελίξεων.
Εμμέσως η ΑΔΑΕ υποδεικνύει ως λύση, τη διεύρυνση του καταλόγου των εγκλημάτων που θεωρούνται «ιδιαιτέρως σοβαρά», ώστε να δικαιολογείται η εκκίνηση διαδικασίας άρσης του απορρήτου εκ μέρους των δικαστικών αρχών.
Τέλος, στην κρίση του κ. Σανιδά, ότι η ΑΔΑΕ δεν δικαιούται να ελέγχει τις δικαστικές αρχές για το σύννομο ή μη, της αξίωσής τους για άρση του απορρήτου, η Αρχή απαντά πως η ίδια δεν εξετάζει τις αξιώσεις αυτές στην ουσία τους - δικαιούται ωστόσο να ελέγχει την τήρηση των όρων και της διαδικασίας αυτής, από τους παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ