Πέμπτη, 16 Ιουλίου 2009 14:08

Ο ΟΗΕ αναλαμβάνει τα ηνία (του Τζόζεφ Στίγκλιτζ)

Την ώρα που οι συζητήσεις περί των πρώτων ενδείξεων οικονομικής ανάκαμψης συνεχίζουν με αμείωτη ένταση στις ΗΠΑ, σε πολλές χώρες και ειδικότερα στον αναπτυσσόμενο κόσμο, τα πράγματα βαίνουν προς το χειρότερο.

Του Τζόζεφ Στίγκλιτζ*

Την ώρα που οι συζητήσεις περί των πρώτων ενδείξεων οικονομικής ανάκαμψης συνεχίζουν με αμείωτη ένταση στις ΗΠΑ, σε πολλές χώρες και ειδικότερα στον αναπτυσσόμενο κόσμο, τα πράγματα βαίνουν προς το χειρότερο.

Η παρακμή στις ΗΠΑ άρχισε με την κρίση στο χρηματοοικονομικό σύστημα, η οποία γρήγορα εξελίχθηκε σε επιβράδυνση της πραγματικής οικονομίας. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο όμως, συνέβη ακριβώς το αντίθετο: ο περιορισμός της εξαγωγικής δραστηριότητας, η μείωση των εμβασμάτων, χαμηλότερες ξένες, άμεσες επενδύσεις και δραματική πτώση της εισροής ξένων κεφαλαίων συνέβαλαν στην οικονομική εξασθένηση. Κατά συνέπεια, ακόμη και χώρες με σωστά ρυθμιστικά συστήματα αντιμετωπίζουν πλέον προβλήματα στο χρηματοοικονομικό τομέα.

Στις 23 Ιουνίου, σε συνέδριο των Ηνωμένων Εθνών με βασικό θέμα την παγκόσμια οικονομική κρίση και τις συνέπειές της στις αναπτυσσόμενες χώρες, υπήρξε σύμπνοια απόψεων ως προς τα αίτια της επιβράδυνσης, αλλά και ως προς το γιατί είχε τόσο έντονο αρνητικό αντίκτυπο στις αναπτυσσόμενες χώρες. Στο συνέδριο αναφέρθηκαν ορισμένα από τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, ενώ συστήθηκε μια ομάδα εργασίας που θα μελετούσε τα μελλοντικά «σενάρια», ενδεχομένως υπό την καθοδήγηση ενός νεοσυσταθέντος πάνελ ειδικών.

Η συμφωνία ήταν μείζονος σημασίας: παρέχοντας μια πιο ξεκάθαρη και ολοκληρωμένη εικόνα της κρίσης και αυτών που πρέπει να γίνουν έναντι των στοιχείων που είχε συγκεντρώσει ο Όμιλος των Είκοσι περισσότερο ανεπτυγμένων και αναπτυσσομένων χωρών (G20), τα Ηνωμένα Έθνη έδειξαν ότι η λήψη αποφάσεων δεν χρειάζεται να περιορίζεται σε έναν όμιλο που στερείται πολιτικής νομιμότητας και αποτελείται κυρίως από εκείνους που φέρουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τη χρηματοοικονομική κρίση. Πράγματι, η συμφωνία απέδειξε την αξία μιας περισσότερο περιεκτικής και ολοκληρωμένης προσέγγισης -για παράδειγμα, αναζητώντας απαντήσεις σε μείζονα ερωτήματα τόσο μεγάλης πολιτικής ευαισθησίας για τις αρχές μεγαλυτέρων χωρών, ή εστιάζοντας σε προβληματισμούς που αφορούν τους φτωχότερους, παρόλο που θα μπορούσαν να είναι λιγότερο σημαντικά για τους πλουσίους.

Θα μπορούσε κάποιος να σκεφθεί ότι οι ΗΠΑ ενδεχομένως να αναλάβουν ηγετικό ρόλο, από τη στιγμή που η κρίση είχε τις «ρίζες» της στις ΗΠΑ. Πράγματι, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών (συμπεριλαμβανομένων κάποιων αξιωματούχων που έχουν διορισθεί στο οικονομικό επιτελείο του προέδρου Ομπάμα) προωθούσαν την απελευθέρωση των κεφαλαιαγορών και χρηματαγορών, συντελώντας στην ταχεία μετάδοση των προβλημάτων της Αμερικής στον υπόλοιπο κόσμο. Και παρόλο που η αμερικανική ηγεσία δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων -γεγονός αναμενόμενο, υπό τις παρούσες συνθήκες- πολλοί ήταν εκείνοι που απλώς αναστέναξαν με ανακούφιση που η Αμερική δεν ύψωσε εμπόδια στις προσπάθειες για την επίτευξη διεθνούς ομοφωνίας, κάτι που θα συνέβαινε εάν ήταν ακόμη στη προεδρία ο Τζορτζ Μπους.

Και θα μπορούσε κάποιος να ελπίζει ότι η Αμερική θα ήταν η πρώτη που θα προσέφερε μεγάλα χρηματικά ποσά για τη βοήθεια και στήριξη πολλών, αθώων θυμάτων της πολιτικής που η ίδια πρέσβευε. Αλλά δεν έκανε κάτι τέτοιο, και ο πρόεδρος Ομπάμα έπρεπε να πασχίσει σκληρά ώστε να αποσπάσει έστω και περιορισμένα ποσά προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με τις προσπάθειές του να «σκοντάφτουν» σε ένα απρόθυμο Κογκρέσο.

Αλλά πολλές αναπτυσσόμενες χώρες μόλις έχουν καταφέρει να περιορίσουν τα τεράστια χρέη τους. Και δεν θέλουν να βρεθούν ξανά σε ανάλογη θέση. Αυτό, δηλαδή που εννοούν εμμέσως είναι ότι δεν θέλουν δάνεια, αλλά εγγυήσεις. Ο όμιλος G20, ο οποίος στράφηκε προς το ΔΝΤ για να χορηγήσει το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που χρειάζονται οι αναπτυσσόμενες χώρες ώστε να αντεπεξέλθουν της κρίσης, φαίνεται ότι δεν έχει καταλάβει την πραγματική πρόθεση των αναπτυσσομένων χωρών, εν αντιθέσει με τη σύνοδο του ΟΗΕ.

Το πιο ευαίσθητο ζήτημα που έθιξαν οι συμμετέχοντες στη σύνοδο του ΟΗΕ -τόσο ευαίσθητο, που δεν συζητήθηκε από τα μέλη του G20- ήταν η μεταρρύθμιση του διεθνούς αποθεματικού συστήματος. Η συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων συμβάλλει στη δημιουργία διεθνών ανισορροπιών αλλά και σε ανεπαρκή, παγκόσμια ζήτηση, καθώς οι χώρες αποταμιεύουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, ως προληπτικό μέτρο για την αντιμετώπιση των έντονων διακυμάνσεων στις διεθνείς αγορές. Και δεν είναι απορίας άξιον που η Αμερική, η οποία επωφελείται με το να λαμβάνει δάνεια αρκετών τρισ. δολαρίων από τις αναπτυσσόμενες χώρες -και τώρα σχεδόν χωρίς τόκο- δεν ενθουσιάστηκε και τόσο από τη συγκεκριμένη συζήτηση.

Αλλά, είτε αρέσει στις ΗΠΑ είτε όχι, το αποθεματικό σύστημα που έχει ως βάση το δολάριο αρχίζει και παρουσιάζει «ρωγμές». Και το ερώτημα που ανακύπτει αφορά τη μετάβαση από το ισχύον σύστημα σε ένα εναλλακτικό είτε μέσω μιας διαδικασίας που εγκυμονεί πολλούς κινδύνους είτε μέσω προσεκτικών χειρισμών. Εκείνες οι χώρες με μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα γνωρίζουν καλά ότι δεν είναι και τόσο καλή ιδέα το να έχουν συγκεντρώσει τόσα πολλά δολάρια: καμία ή πολύ χαμηλή απόδοση και υψηλό ρίσκο πληθωρισμού ή νομισματικής υποτίμησης, δύο παράμετροι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη μείωση της πραγματικής αξίας των τοποθετήσεών τους.

Κατά την τελευταία ημέρα του συνεδρίου και την ώρα που η Αμερική εξέφραζε τις επιφυλάξεις της στην προοπτική του έστω και να συζητηθεί (σε επίπεδο ΟΗΕ) το συγκεκριμένο ζήτημα που επηρεάζει όλες τις χώρες, η Κίνα επαναλάμβανε για μία ακόμη φορά ότι έχει έλθει ο καιρός να αρχίσουν οι συζητήσεις και ενέργειες για την υιοθέτηση ενός υπερεθνικού αποθεματικού νομίσματος.

Από τη στιγμή που η ισοτιμία μιας χώρας μπορεί να αναδειχθεί σε αποθεματικό νόμισμα μόνον εάν οι άλλες χώρες είναι πρόθυμες να αποδεχθούν κάτι τέτοιο, τα χρονικά περιθώρια για το δολάριο ενδεχομένως να στενεύουν.

Ενδεικτική των διαφορών μεταξύ της συνόδου του ΟΗΕ και των αντίστοιχων του G20 ήταν η συζήτηση για το τραπεζικό απόρρητο: Την ώρα που το G20 εστίαζε στη φοροδιαφυγή, οι συμμετέχοντες στο συνέδριο του ΟΗΕ έθιξαν και το ζήτημα της διαφθοράς, το οποίο, όπως παραδέχονται ορισμένοι ειδικοί αποτελεί παράγοντα εκροής κεφαλαίων από τις φτωχότερες χώρες, εκροές μεγαλύτερες από την ξένη βοήθεια που λαμβάνουν.

Οι ΗΠΑ και άλλες ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες προώθησαν την παγκοσμιοποίηση. Αλλά αυτή η κρίση κατέδειξε ότι δεν χειρίσθηκαν την παγκοσμιοποίηση τόσο καλά όσο θα έπρεπε. Εάν η παγκοσμιοποίηση ενέχει πλεονεκτήματα για όλους, τότε οι αποφάσεις για το χειρισμό της θα πρέπει να λαμβάνονται με δημοκρατικό και περιεκτικό τρόπο -με τη συμμετοχή τόσο των υπευθύνων όσο και των θυμάτων από τα λάθη.

Ο ΟΗΕ, παρά τις όποιες ελλείψεις, αποτελεί τον μοναδικό, καθολικό διεθνή οργανισμό. Αυτό το συνέδριο των Ηνωμένων Εθνών, όπως και ένα προηγούμενο με κύριο ζήτημα τη χρηματοδότηση προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, απέδειξε το μείζονα ρόλο που θα πρέπει να διαδραματίσει ο ΟΗΕ σε οποιαδήποτε παγκόσμια συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος.

*Ο Joseph E. Stiglitz, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, προεδρεύει της επιτροπής ειδικών -που συστήθηκε από τον πρόεδρο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ- για τις μεταρρυθμίσεις του διεθνούς νομισματικού και χρηματοοικονομικού συστήματος. Η σύσταση ενός νέου, υπερεθνικού αποθεματικού νομίσματος συζητήθηκε στο βιβλίο του με τίτλο «Making Globalization Work» (2006).

Copyright: Project Syndicate, 2009

www.project-syndicate.org