Στις 11 και 12 Νοεμβρίου θα πραγματοποιηθεί στο Βρετανικό Εφετείο η ακροαματική διαδικασία για την υπόθεση Αποστολίδη εναντίον Οραμς, όπως έκανε γνωστό ο δικηγόρος του Μελέτη Αποστολίδη, Κωνσταντής Καντούνας. Ενδεχομένως πριν το τέλος του έτους η απόφαση.
Στις 11 και 12 Νοεμβρίου θα πραγματοποιηθεί στο Βρετανικό Εφετείο η ακροαματική διαδικασία για την υπόθεση Αποστολίδη εναντίον Οραμς. Αυτό δήλωσε ο δικηγόρος του Μελέτη Αποστολίδη, Κωνσταντής Καντούνας, σημειώνοντας πως το αν το δικαστήριο θα εκδώσει την απόφασή του αμέσως μετά ή σε μεταγενέστερο χρόνο, είναι κάτι που δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς. Πρόσθεσε ωστόσο πως «ελπίζουμε ότι θα είναι πριν το τέλος του χρόνου».
Στην υπόθεση αυτή, ο κ. Αποστολίδης επιδιώκει την εκτέλεση στην Αγγλία απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που διατάσσει τους Τσαρλς και Λίντα Οραμς, οι οποίοι κατέχουν παράνομα τεμάχιο γης στη Λάπηθο που ανήκει στον κ. Αποστολίδη, να κατεδαφίσουν την οικία την οποία ανήγειραν στο εν λόγω τεμάχιο, να παραδώσουν ελεύθερη κατοχή του τεμαχίου στον κ. Αποστολίδη και να καταβάλουν σε αυτόν αποζημιώσεις. Ο κ. Αποστολίδης είχε υποβάλει αίτηση όπως εγγραφεί σε βρετανικό δικαστήριο η απόφαση του κυπριακού δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), στο οποίο το Εφετείο της Βρετανίας είχε παραπέμψει συνολικά πέντε ερωτήματα, αποφάνθηκε στις 28 Απριλίου ότι η απόφαση ενός Δικαστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να αναγνωρίζεται και να εκτελείται από τα άλλα κράτη μέλη ακόμη και όταν αφορά περιουσίες στα κατεχόμενα.
Όπως επεσήμανε ο κ. Καντούνας η απόφαση αυτή του ΔΕΚ είναι δεσμευτική.
Με την απόφαση άνοιξε ο δρόμος για την απόδοση στους Ελληνοκυπρίους εκατοντάδων ιδιοκτησιών που βρίσκονται στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο.
Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, η αναστολή της εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου στις περιοχές στις οποίες η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο και το γεγονός ότι η απόφαση δεν μπορεί στην πράξη να εκτελεστεί στον τόπο όπου βρίσκεται το ακίνητο, δεν εμποδίζουν την αναγνώριση και την εκτέλεσή της σε άλλο κράτος μέλος.
Υπενθυμίζεται ότι η γενική εισαγγελέας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Juliane Kokott είχε εκτιμήσει πως μία απόφαση Δικαστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να αναγνωρίζεται και να εκτελείται σε άλλα κράτη – μέλη της Ε.Ε. ακόμη και όταν αφορά ακίνητο στη Βόρειο Κύπρο καθώς κάτι τέτοιο δεν εμποδίζεται από το γεγονός ότι μέχρι τη διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου έχει ανασταλεί στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις οποίες η κυβέρνησή της δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο της Λευκωσίας με δύο αποφάσεις του στις 9 Νοεμβρίου 2004 και στις 19 Απριλίου 2005 έκρινε ότι οι Οραμς θα πρέπει να σταματήσουν την καταπάτηση του οικοπέδου Αποστολίδη, να το παραδώσουν στον κ. Αποστολίδη, να καταβάλουν ενοίκιο σε αυτόν για την περίοδο που το κατείχαν, να κατεδαφίσουν το κτίσμα και την περίφραξη, καθώς και να καταβάλουν μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος.
Ο κ. Αποστολίδης απευθύνθηκε ακολούθως στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας ζητώντας βάσει του Κανονισμού 44/2001 της ΕΕ την εκτέλεση των δύο αποφάσεων, όμως οι Οραμς κατέθεσαν έφεση, η οποία έγινε δεκτή από τη βρετανική Δικαιοσύνη με το σκεπτικό ότι αφενός αμφισβητείται ο αποτελεσματικός έλεγχος που ασκεί η Κυπριακή Δημοκρατία στα Κατεχόμενα, παρά τις προβλέψεις του Πρωτοκόλλου 10 και αφετέρου ότι οι Οραμς δεν μπόρεσαν να υπερασπιστούν επαρκώς τα δικαιώματά τους ενώπιον της κυπριακής Δικαιοσύνης.
Πιο αναλυτικά:
Το αγγλικό Court of Appeal επιλήφθηκε, κατόπιν αιτήσεως του Μ. Αποστολίδη, Κυπρίου υπηκόου, της διαφοράς μεταξύ του ιδίου και του ζεύγους Orams, Βρετανών υπηκόων, με αντικείμενο την αναγνώριση και την εκτέλεση δύο αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Το ως άνω δικαστήριο, το οποίο εδρεύει στο νότιο τμήμα της Κύπρου, υποχρέωσε το ζεύγος Orams να εγκαταλείψει ένα ακίνητο το οποίο βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της νήσου και να καταβάλει διάφορα ποσά ως αποζημιώσεις. Το ζεύγος Orams είχε αγοράσει το ως άνω ακίνητο από τρίτον προκειμένου να αναγείρει σε αυτό εξοχική κατοικία. Σύμφωνα με τα όσα διαπίστωσε το κυπριακό δικαστήριο, ο Μ. Αποστολίδης, η οικογένεια του οποίου εκδιώχθηκε από το βόρειο τμήμα της νήσου κατά τον χρόνο της διχοτομήσεώς της, είναι ο νόμιμος κύριος του ακινήτου. Η πρώτη απόφαση, η οποία εκδόθηκε ερήμην, επικυρώθηκε με έτερη απόφαση επί της εφέσεως την οποία άσκησε το ζεύγος Orams.
Το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε στο ΔΕΚ σειρά ερωτημάτων σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του κανονισμού Βρυξέλλες I . Ερωτά ιδίως αν η αναστολή της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου στο βόρειο τμήμα της Κύπρου (η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στο βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ανεστάλη με πρωτόκολλο που προσαρτήθηκε στην Πράξη Προσχωρήσεως) και το γεγονός ότι το εν λόγω ακίνητο βρίσκεται σε περιοχή στην οποία η κυβέρνηση της Κύπρου δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο έχουν επίπτωση επί της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως της αποφάσεως, ιδίως από την άποψη της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση της οποίας ζητείται η αναγνώριση και η εκτέλεση, της δημοσίας τάξεως του κράτους μέλους αναγνωρίσεως και της εκτελεστότητας της αποφάσεως. Επιπλέον, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν χωρεί άρνηση αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως μιας ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως λόγω του ότι το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης δεν επιδόθηκε ή δεν κοινοποιήθηκε στον εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιον τρόπον ώστε να μπορεί να αμυνθεί, όταν αυτός μπόρεσε να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως αυτής.
Καταρχάς, το ΔΕΚ διαπιστώνει ότι η αναστολή την οποία προβλέπει η Πράξη Προσχωρήσεως της Κύπρου περιορίζεται στην εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στο βόρειο τμήμα. Ωστόσο, οι επίμαχες αποφάσεις, την αναγνώριση των οποίων ζήτησε ο Μ. Αποστολίδης, εκδόθηκαν από δικαστήριο εδρεύον στο υπό κυβερνητικό έλεγχο τμήμα. Το γεγονός ότι οι αποφάσεις αυτές αφορούν ακίνητο το οποίο βρίσκεται στο βόρειο τμήμα δεν αντιτίθεται στην ερμηνεία αυτή, καθόσον, αφενός, δεν εξαλείφει την υποχρέωση εφαρμογής του κανονισμού στο υπό κυβερνητικό έλεγχο τμήμα και, αφετέρου, δεν συνεπάγεται ότι ο κανονισμός έχει γι’ αυτόν τον λόγο εφαρμογή στο εν λόγω βόρειο τμήμα. Το Δικαστήριο καταλήγει επομένως στο συμπέρασμα ότι η αναστολή της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου στο βόρειο τμήμα, την οποία προβλέπει το πρωτόκολλο που προσαρτήθηκε στην Πράξη Προσχωρήσεως, δεν εμποδίζει την εφαρμογή του κανονισμού Βρυξέλλες I επί αποφάσεως η οποία εκδόθηκε από κυπριακό δικαστήριο εδρεύον στο υπό κυβερνητικό έλεγχο τμήμα, αλλά αφορά ακίνητο το οποίο βρίσκεται στο βόρειο τμήμα.
Εν συνεχεία, το ΔΕΚ διαπιστώνει αφενός ότι η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I και αφετέρου ότι το γεγονός ότι το εν λόγω ακίνητο βρίσκεται σε περιοχή στην οποία η κυβέρνηση δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο και ότι, κατά συνέπεια, οι επίμαχες αποφάσεις δεν μπορούν στην πράξη να εκτελεστούν στον τόπο όπου βρίσκεται το ακίνητο δεν εμποδίζει την αναγνώριση και την εκτέλεση των εν λόγω αποφάσεων σε άλλο κράτος μέλος.
Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι το ακίνητο βρίσκεται στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ότι, ως εκ τούτου, το κυπριακό δικαστήριο είχε διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της υποθέσεως, δεδομένου ότι η οικεία διάταξη του κανονισμού Βρυξέλλες I αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία των κρατών μελών και όχι την εσωτερική δωσιδικία τους.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης, όσον αφορά τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνωρίσεως, ότι το δικαστήριο ενός κράτους μέλους δεν μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση αποφάσεως που προέρχεται από άλλο κράτος μέλος για τον μοναδικό λόγο ότι θεωρεί ότι εφαρμόστηκε εσφαλμένα το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, διότι διαφορετικά θα διακυβευόταν ο σκοπός του κανονισμού Βρυξέλλες I. Το εθνικό δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση μόνον αν το νομικό σφάλμα έχει ως συνέπεια ότι η αναγνώριση ή η εκτέλεση της αποφάσεως θεωρείται ως κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ουσιώδους για την εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους. Στην υπόθεση της κύριας δίκης, το Court of Appeal δεν έκανε μνεία καμίας θεμελιώδους αρχής της εννόμου τάξεως του Ηνωμένου Βασιλείου την οποία θα μπορούσε να θίξει η αναγνώριση ή η εκτέλεση των επίμαχων αποφάσεων.
Επιπλέον, σε σχέση με την εκτελεστότητα των επίμαχων αποφάσεων, το ΔΕΚ διαπιστώνει ότι το γεγονός ότι ο Μ. Αποστολίδης ενδέχεται να συναντά δυσκολίες στην εκτέλεση των εν λόγω αποφάσεων δεν τους στερεί την εκτελεστότητά τους. Έτσι, η κατάσταση αυτή δεν εμποδίζει τα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους να κηρύξουν εκτελεστές τις ως άνω αποφάσεις.
Τέλος, το ΔΕΚ διαπιστώνει ότι δεν χωρεί άρνηση αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως μιας ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως όταν ο εναγόμενος μπόρεσε να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως αυτής και το ως άνω ένδικο μέσο τού παρέσχε τη δυνατότητα να ισχυριστεί ότι το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή το ισοδύναμο έγγραφο δεν του είχε επιδοθεί ή κοινοποιηθεί εγκαίρως και κατά τέτοιον τρόπον ώστε να μπορεί να αμυνθεί. Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι το ζεύγος Orams άσκησε ένα τέτοιο ένδικο μέσο. Κατά συνέπεια, δεν χωρεί άρνηση αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αποφάσεων του κυπριακού δικαστηρίου στο Ηνωμένο Βασίλειο για τον λόγο αυτό.