Είναι προς τιμήν του Μακιαβέλι πως έθεσε τέλος στην υποκρισία των αισθηματιών της πολιτικής, αναδεικνύοντας τον οξύτατο ανταγωνισμό μεταξύ εγωισμών και φιλοδοξιών.
Αναδημοσίευση από τη Ναυτεμπορική
Είναι προς τιμήν του Μακιαβέλι πως έθεσε τέλος στην υποκρισία των αισθηματιών της πολιτικής, αναδεικνύοντας τον οξύτατο ανταγωνισμό μεταξύ εγωισμών και φιλοδοξιών.
Για όσους, στη ρευστή και πολύπλοκη εποχή μας, επιθυμούν να ακονίσουν το πνεύμα και να ισχυροποιήσουν την κριτική σκέψη, ο Μακιαβέλι προσφέρει μία θαυμάσια ευκαιρία.
Η ανάγνωση του Πρίγκιπα είναι αποκαλυπτική, μπορεί δε να συνδυαστεί και με ματιές στο έργο του Θουκυδίδη. Τι μάς λέει, όμως, ο πλήρως παρεξηγημένος συγγραφέας και σύμβουλος των ισχυρών της εποχής του; Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το πώς λειτουργεί η ψυχολογία αυτών που βρίσκονται ή θέλουν να κατακτήσουν την εξουσία.
Ο Νικολό Μακιαβέλι υπήρξε ο πρώτος που, αδρά και με ειλικρίνεια, περιέγραψε διεξοδικά τις μεθόδους της εξουσίας, η κατάκτηση της οποίας δεν είναι παρά ο οξύτατος ανταγωνισμός μεταξύ εγωισμών και φιλοδοξιών.
Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που η πολιτική ασχολείται με όλους μας, αλλά προσελκύει τους πιο διψασμένους για εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό, ο Μακιαβέλι ασχολείται ελάχιστα με το περιεχόμενο της εξουσίας, γιατί πιστεύει ότι η άνοδος σε αυτήν -άρα και η κατοχή της- είναι αυτοσκοπός.
Πόσο ισχύει αυτό το μήνυμα σήμερα; Αν και η ουσία της πολιτικής παραμένει η ίδια (η κατάκτηση της εξουσίας), άλλαξε το διακηρυγμένο περιεχόμενό της.
Η εξουσία δεν μπορεί πια να εμφανίζεται ως αυτοσκοπός, στην υπηρεσία ορισμένων εγωιστικών συμφερόντων. Ο λαός, που έχει αναδειχθεί στον ύπατο κριτή της, εννοεί να ασκείται η εξουσία υπέρ της ευημερίας του, υπέρ της εξασφάλισης του μέλλοντός του, και όχι υπέρ της ικανοποίησης των ενστίκτων κυριαρχίας όσων την κατέχουν.
Για να γίνει σήμερα η κυριαρχία αποδεκτή, είναι υποχρεωμένη να εμφανίζεται ως υπηρέτης ενός ευγενούς σκοπού, ή ακόμα και κάποιου άπιαστου οράματος.
Συνήθως αυτό γίνεται μόνον επιφανειακά. Στην πραγματικότητα, ακριβώς όπως στην εποχή του Μακιαβέλι, βασιλεύει ο πιο απόλυτος κυνισμός. Στην εποχή μας, οι επικλήσεις στην ηθική συχνά δεν είναι παρά ένα ακόμη όπλο στη μάχη για κυριαρχία -κάτι που βιώνουμε καθημερινά στην Ελλάδα.
Χρησιμοποιούμε το ψέμα. Όσο κι αν ενοχλούνται οι αισθηματίες υποκριτές, η πολιτική και η ηθική βρίσκονταν πάντα σε αντίπαλα στρατόπεδα. Αυτό ίσχυε χθες, ανεξαρτήτως της φύσεως των καθεστώτων, και ισχύει ακόμη περισσότερο σήμερα, υπό διαφορετικές ωστόσο συνθήκες.
Οι τυραννίες διατηρούσαν την κυριαρχία τους τρομοκρατώντας με κάθε μέσον: κακοποιήσεις, σφαγές, εξαπατήσεις -όλα τα μέσα ήταν καλά. Επρόκειτο για ένα παιχνίδι στο οποίο συμμετείχαν αποκλειστικά οι μυημένοι. Στους λαούς επιφυλασσόταν ο ρόλος του θεατή, ίσως και του οπαδού σε κάποιες περιπτώσεις, πάντα όμως του κυριαρχούμενου.
Οι γεμάτες αμέτρητα θύματα δικτατορίες των Λένιν, Στάλιν, Χίτλερ, Μάο, Φράνκο, Μουσολίνι, Σαντάμ και λοιπών Αφρικανών τυράννων και Νοτιοαμερικανών δικτατόρων, στηρίχθηκαν στις προαναφερθείσες «αρχές», χωρίς να συνυπολογίζουν ότι και αυτές έχουν αρχή και τέλος. Και το ερώτημα που τίθεται στα δημοκρατικά καθεστώτα είναι τι άλλαξε στη σχέση εξουσίας και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Αυτό που άλλαξε είναι ότι η χρήση των σύγχρονων μέσων προπαγάνδας -αναντικατάστατων προκειμένου να εξασφαλισθεί η υπακοή των λαών ή, ακόμα καλύτερα, να τους δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση πως υποστηρίζουν αυθορμήτως το καθεστώς- έκανε ακόμα πιο αποτελεσματική τη συστημική χρήση του ψεύδους, ενώ η στέρηση των ατομικών δικαιωμάτων ακύρωνε κάθε δυνατότητα διαμαρτυρίας. Στον αποκαλούμενο ελεύθερο κόσμο ήταν και είναι αυτές ακριβώς οι ατομικές ελευθερίες που δίνουν σάρκα και οστά στη δημοκρατία.
Όπως έγραφε ο Γάλλος πρώην πρωθυπουργός, Εντουάρ Μπαλαντίρ, όταν βασιλεύει η δημοκρατία, η πολιτική δεν αποσκοπεί πλέον στο να τρομοκρατήσει, αλλά στο να γίνει αρεστή, στο να παρασύρει χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, της αποπλάνησης και της πειθούς.
Όμως, η πολιτική δεν επιλέγει αυθορμήτως αυτά τα μέσα. Οι ελευθερίες είναι που την αναγκάζουν να διαλέγεται, να ανέχεται την αντιλογία, να γίνεται αντικείμενο κριτικής, να λογοδοτεί.
Ξέρει πως την εξουσία δεν της την στερεί πλέον η ωμή χρήση βίας που βρίσκεται συγκεντρωμένη στα χέρια μιας μικρής ομάδας ανθρώπων, αλλά η λαϊκή ετυμηγορία: οι καιροί άλλαξαν, πρέπει να προσαρμοστεί.
Διακηρύσσουμε ακούραστα ότι η επικράτηση των δημοκρατιών σε ολόκληρο τον πλανήτη είναι αναπόφευκτη. Ξεχνάμε, όμως, ότι και η δημοκρατική πολιτική χαρακτηρίζεται από επικίνδυνο ωφελιμισμό, έστω και αν το παιχνίδι της είναι πιο σύνθετο, πιο συγκροτημένο, λιγότερο ωμό από ό,τι στις τυραννίες. Πάντως, οι υποτιθέμενες ελεύθερες αποφάσεις του λαού, παρά την επιρροή των ΜΜΕ, δεν έχουν καλύψει το χάσμα μεταξύ πολιτικής και ηθικής.
«Στη δημοκρατία ή στη δικτατορία, ο σκοπός είναι ο ίδιος: η πάση θυσία κατάκτηση της εξουσίας και η όσο το δυνατόν πιο μακροχρόνια παραμονή σε αυτήν.
Σε ό,τι αφορά τη χρήση του ψέματος, ελάχιστες είναι οι διαφορές μεταξύ δημοκρατιών και δικτατοριών -εκτός ίσως από το ότι η ψευδολογία είναι πιο αποτελεσματική στις δημοκρατίες, διότι μεγεθύνει την εκλογική επιρροή, ενώ στις δικτατορίες η βίαιη επιβολή είναι σημαντικότερη από την πειθώ. Στις δημοκρατίες, ο θρίαμβος δεν προκύπτει από την εξαπάτηση πολλών, αλλά όλων», τονίζει ο Εντ. Μπαλαντίρ.
Η θέση του αυτή είναι αξιοσημείωτη. Προσθέτει, όμως, ότι, ευτυχώς, θα υπάρχουν εποχές που η πολιτική ατμόσφαιρα εξαγνίζεται, είτε διότι οι απειλές αυξάνουν, είτε διότι υπάρχει ένα πολιτικό διακύβευμα που εξευγενίζει τις ψυχές παρά τις όποιες ιδιομορφίες του χαρακτήρα των πολιτικών.
Στις περιπτώσεις αυτές, ο λαός συστρατεύεται ψυχή τε και σώματι στο πλευρό ενός ήρωα ηγέτη, ο οποίος κατορθώνει να αρθεί υπεράνω του προσωπικού του συμφέροντος: ο Τσώρτσιλ το 1940, αργότερα οι Ντε Γκωλ και Αντενάουερ, ακόμα και η Μάργκαρετ Θάτσερ -η οποία, έστω και με κάποια αυταρχικά μέσα, μεταρρύθμισε πολλά πράγματα στην χώρα της, αδιαφορώντας για το περίφημο πολιτικό κόστος.
Στη σημερινή εποχή της επικοινωνίας και των αχαλίνωτων, ηλεκτρονικών κυρίως, μέσων, οι πληροφορίες κινούνται με απίστευτη ταχύτητα. Πολιτικές και γεγονότα έχουν αποκτήσει στιγμιαίο χαρακτήρα, με κυρίαρχη την εικόνα εις βάρος της ανάλυσης και της κριτικής σκέψεως.
Διαμορφώνεται έτσι μία παντοδύναμη κοινή γνώμη, η οποία ωστόσο άγεται και φέρεται από τα γούστα και τις επιδιώξεις όσων την διαμορφώνουν -οι οποίοι στο έργο τους θέλουν υποζύγια και τίποτε παραπάνω. Πολιτικοί και πραιτωριανοί δημοσιογράφοι είναι τα εργαλεία υλοποίησης των επιδιώξεων. Είναι οι μοχλοί της «μιντιοεξουσίας».
Μέσα σε αυτό το κλίμα και εν μέσω συχνών εκλογικών αναμετρήσεων και διαρκών δημοσκοπήσεων που καταμετρούν τις επιτυχίες, τις ικανότητες, τη δημοφιλία, το μέλλον τους, οι πολιτικοί υπόκεινται διαρκώς σε αντιφατικές πληροφορίες, σε συμβουλές να είναι προσεκτικοί, σε ενθαρρύνσεις και απειλές, ενώ ταυτοχρόνως τους λείπει το σημαντικότερο: οι ξεκάθαρες ιδέες, οι οποίες να προκύπτουν από σαφείς πεποιθήσεις.
Από εκεί και πέρα, το συναίσθημα της προσωρινότητας της εξουσίας τούς αγχώνει και τούς παραδίδει χωρίς αντιστάσεις στα χέρια των επικοινωνιολόγων και των συμβούλων, οι οποίοι τούς υποδέχονται με ανοιχτές αγκάλες για να τους μάθουν πώς να μεταμφιεστούν για να αρέσουν και να διαρκέσουν -συνήθως επ' ωφελεία των ιδίων μάλλον, παρά των πελατών τους.
Το φαινόμενο αυτό βρίσκεται σε πρωτοφανή επίπεδα ακμής στην Ελλάδα, όπου κυριολεκτικά διαπρέπει ένα κλειστό κύκλωμα το οποίο αποτελεί μία σύγχρονη μορφή φεουδαρχίας.
Θεμελιακό γνώρισμα της εποχής μας είναι και η παγκοσμιοποίηση, η οποία ενδυναμώνει τις δυνάμεις αλλοτρίωσης και αντικαθιστά την κριτική σκέψη από εύπεπτες επικοινωνιακές συνταγές.
Έτσι, η πολιτική μετατρέπεται σε θεατρική σκηνή, όπου ηθοποιοί-πολιτικοί παριστάνουν πως είναι κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι. Συνήθως δε, στο βωμό τού φαίνεσθαι θυσιάζονται η συνέπεια, η πολιτική συνείδηση, η αυτογνωσία.
Προπονητές των πολιτικών είναι τελικώς οι αρχιτέκτονες της κοινής γνώμης, η οποία θεωρείται ότι αποτελεί απλό κοπάδι. Ακόμα κα στις περιπτώσεις που, στην αρχή της σταδιοδρομίας του η θέληση και η φιλοδοξία του πολιτικού περιφρουρείται από διαύγεια, θάρρος, ιδεαλισμό, έρχεται η πολιτική να γκρεμίσει τα προσόντα του αυτά.
Έτσι, ο πολιτικός που θέλει να αναμιχθεί σοβαρά με την πολιτική πρέπει, για να πετύχει κάτι, να μάθει:
* πώς να αγαπιέται, να αρέσει, να γοητεύει, προκειμένου να έρθει στην εξουσία,
* πώς να έχει επιτυχίες, ή να δίνει την εντύπωση πως έχει, πώς να γίνεται σεβαστός, πώς να εντυπωσιάζει -που είναι διαφορετικό από το να αρέσει
* και πώς, όταν έρθει η ώρα να εγκαταλείψει την εξουσία, έχοντας καρφωμένη στον νου την υστεροφημία του, να επιλέξει το λόγο, τη συγκυρία, τον τρόπο, σε μία άσκηση ταπεινότητας που δεν είναι παρά η υψίστη μορφή αλαζονείας. Εδώ, οι επαγγελματίες της επικοινωνίας δεν πολυενδιαφέρονται πλέον, καθώς αναζητούν ήδη τους επόμενους πελάτες.
Ο πολύπειρος Εντουάρ Μπαλαντίρ -πρωθυπουργός την περίοδο 1993-95, υπό την προεδρία Μιτεράν-, έχοντας ζήσει από πολύ κοντά πρόσωπα και καταστάσεις, γράφει τα ακόλουθα αποκαλυπτικά του περιεχομένου της πολιτικής.
Αρχίζει με ένα σοβαρό ερώτημα: Πόσο διαφορετική είναι η εξουσία που κρίνεται από τη βίαιη επιβολή της, από εκείνη που την κρίνει η αποδοχή του λαού, δηλαδή οι εκλογές; Υπάρχει μεταξύ τους αγεφύρωτο χάσμα; Μάλλον όχι.
Η πολυπλοκότητα του κόσμου μας, που είναι γεμάτος κεκαλυμμένες δικτατορίες και εκφυλισμένες δημοκρατίες, το διαψεύδει καθημερινά. Όπως χθες, έτσι και σήμερα, η θέληση για εξουσία κατακυριεύει την πολιτική -έστω και αν έχουν αλλάξει τα μέσα ανόδου στην εξουσία.
Και στην αλλαγή αυτή θα πρέπει να δούμε και το ρόλο του χρήματος. Ποιος δεν ονειρεύτηκε πως η δημοκρατία θα έφερνε και θα ενίσχυε τον ιδεαλισμό στην πολιτική; Ποιος αφελής δεν πίστεψε ότι στην πολιτική παίζουν ρόλο αρετές όπως η ηθική, η υπευθυνότητα, η κοινωνική ευαισθησία; Απέχουμε πολύ απ' όλα αυτά.
Γιατί, λοιπόν, κάποιοι να ενδιαφέρονται για την πολιτική; Απλώς διότι διψούν για εξουσία -αλλά η άσκηση της τελευταίας απέχει παρασάγγας από την ηθική. Πλεονέκτες και άνθρωποι που δεν νοιάζονται παρά για τον εαυτό τους συνθέτουν τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα.
Τελικά, είναι η πολιτική μία αφιέρωση στην υπηρεσία των άλλων, ή μήπως η αναγκαία πρόφαση για την επιδίωξη αποκλειστικά εγωιστικών φιλοδοξιών;
Οι δεύτεροι κυνηγούν τη βραχυπρόθεσμη επιτυχία χωρίς να πολυνοιάζονται ή να γνωρίζουν πού πηγαίνουν. Η πορεία τους απογοητεύει τους άλλους, ακόμα και τον εαυτό τους -αλλά συνεχίζουν να πορεύονται αδιάφοροι για τη δυσαρέσκεια, την περιφρόνηση, ακόμη και το μίσος που σκορπίζουν στο πέρασμά τους.
Όχι σπάνια, ο επιδιωκόμενος θρίαμβος μετατρέπεται σε πανωλεθρία, σε δράμα, ακόμα και σε εξευτελισμό. Η άσκηση της εξουσίας είναι αμείλικτη με όποιον δεν γνωρίζει πώς να τη χειριστεί. Το ζούμε σήμερα στη χώρα μας.
Οι πρώτοι, πάλι, θέλουν η εξουσία να έχει έναν στόχο, η δράση τους να έχει νόημα για τους ίδιους αλλά και τους άλλους, ώστε να μείνουν στην κοινή μνήμη αν όχι ευχάριστες, τουλάχιστον ως χρήσιμες παρουσίες.
Η εξουσία προσφέρει στον πολιτικό νόημα μόνον εφόσον συνδέεται με μία ευγενή επιδίωξη η οποία ξεπερνά τις εγωιστικές του φιλοδοξίες. Βασική του φιλοδοξία είναι να επιβιώσει του θανάτου του.
Γνωρίζει πως η άσκηση της εξουσίας μπορεί να επιφυλάσσει τη δόξα ή την τραγωδία, πως όσοι την κατέχουν απειλούνται από διαρκείς, αμέτρητους και απρόβλεπτους κινδύνους. Αλλά εκείνος επιμένει να συγκαταλέγεται σε όσους έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση της εποχής τους, και πέραν αυτής, σε όσους επηρέασαν τα γεγονότα στην κατεύθυνση των ονείρων τους.
Έτσι μόνον θα μείνει στην Ιστορία. Στη ζωή του γνωρίζει ελάχιστες χαρές, πολλές στιγμές αμφιβολίας και ανησυχίας. Είναι αβέβαιος για τον εαυτό του και δύσπιστος με τους άλλους, αλλά, μη θέλοντας να εγκαταλείψει το ιδανικό του, επιμένει, συνεχίζει. Ορισμένες φορές η μοίρα τον ανταμείβει, όχι όμως πάντα.
Η ιστορία είναι γεμάτη από τυχαίες αποτυχίες και άδικη λήθη -αρκεί να τη γνωρίζει κανείς εις βάθος, για να μην εμπιστεύεται τόσο την κρίση της. Ποιος πολιτικός δεν το ξέρει αυτό; Ποιος είναι βέβαιος για την υστεροφημία του, ποιος γνωρίζει την ετυμηγορία του μέλλοντος; Ποιος δεν είναι αναγκασμένος να ζει μέσα στην αγωνία;
Αξίζει, παρ' όλα αυτά, να συνεχίζει να προσπαθεί να μείνει χαραγμένος στη μνήμη των ανθρώπων; Στο κάτω-κάτω, τι τον νοιάζει, αφού δεν θα βρίσκεται πια ανάμεσά τους; Γιατί δεν είναι καλύτερα να τον καταπιεί η λήθη; Αναρωτιέται συχνά, αλλά δίνει πάντα την ίδια απάντηση: θα συνεχίσει!
Ο Μακιαβέλι μάς έμαθε τον τρόπο λειτουργίας της εξουσίας. Παρά την έλευση της δημοκρατίας, αυτή άλλαξε ελάχιστα. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά στη νομιμοποίηση της εξουσίας έχουμε μία εντελώς διαφορετική περίπτωση, για την οποία ο Μακιαβέλι έδειξε ελάχιστο ενδιαφέρον.
Και όμως, σε αυτό ακριβώς το πεδίο η δημοκρατία έχει το πλεονέκτημα, έχει κάτι να παραθέσει: ποιο είναι το νόημα της εξουσίας; Η δημοκρατική πολιτική είναι η επιθυμία να αλλάξει ο κόσμος.
ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ