Την προσφυγή κατά της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για ελλιπή ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της κοινοτικής οδηγίας 97/67/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών αποφάσισε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Την προσφυγή κατά της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για ελλιπή ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της κοινοτικής οδηγίας 97/67/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών αποφάσισε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η απόφαση αυτή αποτελεί συνέχεια της αιτιολογημένης γνώμης που απέστειλε η Επιτροπή στην Ελλάδα τον Ιανουάριο για τη συνεχιζόμενη εφαρμογή της υπουργικής απόφασης Α1/44351 που εκδόθηκε στις 12 Οκτωβρίου του 2005 και αφορά στη χορήγηση αδειών κυκλοφορίας φορτηγών που χρησιμοποιούνται στον ταχυδρομικό τομέα.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι διατάξεις αυτές, και κυρίως αυτή που αφορά την απαγόρευση μεταφοράς φορτίων άνω των 20 κιλών, παραβιάζει τις διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες. Κατά την την Επιτροπή, τα μέτρα που έχει λάβει η Ελλάδα επιβάλλουν περιορισμούς και διοικητικά βάρη στις επιχειρήσεις που ήδη δραστηριοποιούνται στον τομέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών/υπηρεσιών ταχυμεταφορών στην Ελλάδα και συνιστούν εμπόδιο εισόδου στην αγορά για τους παρόχους υπηρεσιών που επιθυμούν να παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες.
Εν τω μεταξύ, με άλλη απόφασή της η Επιτροπή προσέφυγε κατά της Ελλάδας, της Ιταλίας και του Βελγίου κρίνοντας ότι οι χώρες αυτές δεν ενσωμάτωσαν στην εθνική νομοθεσία κοινοτική οδηγία για τις εκθέσεις που αφορούν τις απλουστεύσεις των απαιτήσεων στις συγχωνεύσεις και διαιρέσεις εταιριών. Η προθεσμία για την ενσωμάτωση της σχετικής οδηγίας έληξε το Δεκέμβριο του 2008.
Παράλληλα, η Επιτροπή απηύθυνε δύο αιτιολογημένες γνώμες στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση από την πλευρά της χώρας μας αιτημάτων επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η πρώτη αιτιολογημένη γνώμη αφορά στο γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει εγκρίνει ένα νομικό ή διοικητικό μέσο για τη διασφάλιση της επιστροφής των αχρεωστήτως εισπραχθέντων φόρων σε πρόσωπα που συμπεριέλαβαν στα τιμολόγιά τους κατά λάθος ΦΠΑ (η συγκεκριμένη περίπτωση αφορά μεταφραστές διορισμένους από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών).
Η δεύτερη αιτιολογημένη γνώμη αφορά στο δικαίωμα είσπραξης ΦΠΑ μέσω της ετήσιας συνδρομής στην ΕΛΠΑ. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν έλαβε τα κατάλληλα νομικά και διοικητικά μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή η άσκηση του δικαιώματος επιστροφής του ΦΠΑ που επιβλήθηκε στις υπηρεσίες παροχής οδικής βοήθειας κατά παράβαση της οδηγίας περί του ΦΠΑ.
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ