Κυριακή, 08 Νοεμβρίου 2009 13:14

Το σουηδικό σχέδιο εξόδου από την κρίση

Παρόλο που η Σουηδία είναι μια μικρή χώρα, η εμπειρία της στη διαχείριση της χρηματοοικονομικής κρίσης στις αρχές της δεκαετίας του '90 θα μπορούσε να προσφέρει πολύτιμα διδάγματα για ανάλογες περιπτώσεις.

Παρόλο που η Σουηδία είναι μια μικρή χώρα, η εμπειρία της στη διαχείριση της χρηματοοικονομικής κρίσης στις αρχές της δεκαετίας του '90 θα μπορούσε να προσφέρει πολύτιμα διδάγματα για ανάλογες περιπτώσεις.

Η σουηδική κρίση άρχισε το 1991, με την πρώτη, μεγάλη χρεοκοπία στη χρηματοοικονομική αγορά. Και επακολούθησαν αρκετές, επιζήμιες εξελίξεις:

Το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζικού συστήματος περιέπεσε σε βαθιά κρίση. Μία τράπεζα τέθηκε υπό καθεστώς εκκαθάρισης, ενώ το υπόλοιπο σύστημα χρειάσθηκε εκτεταμένη, έκτακτη κρατική ενίσχυση. Η αξία των ακινήτων υποχώρησε περίπου κατά 35% μέσα σε τέσσερα χρόνια. Οι μετοχές έχασαν το 55% της αξίας τους μέσα σε τρία χρόνια.

Παρά το επιτόκιο 500% της κεντρικής τράπεζας, ήταν αδύνατο να στηριχθεί η σουηδική κορόνα, η οποία ήταν συνδεδεμένη με τον «προκάτοχο» του ευρώ, το Ecu. Το φθινόπωρο του 1992, ένα χρόνο μετά την έναρξη της κρίσης, η κορόνα υποτιμήθηκε περίπου κατά 25%.

Η κρίση πυροδότησε μια περίοδο μεγάλης οικονομικής επιβράδυνσης. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας συρρικνώθηκε κατά 7% μέσα σε τρία χρόνια και η ανεργία αυξήθηκε κατά 7% μέσα σε μία πενταετία.

Στη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου τριών ετών, το κρατικό χρέος αυξήθηκε κατά περίπου 50%, με το δημόσιο χρέος να ανέρχεται στο 12% του ΑΕΠ. Και η συρρίκνωση του ΑΕΠ οδήγησε σε μειωμένα φορολογικά έσοδα, ενώ η αύξηση της ανεργίας συντέλεσε σε αυτόματη αύξηση των δημοσίων δαπανών.

Παρόλο που η κρίση που άρχισε στις ΗΠΑ το 2007 εξαπλώθηκε σχεδόν σε όλον τον κόσμο, οι προοπτικές για την αμερικανική οικονομία είναι ζωτικής σημασίας για την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας. Εάν υποθέσουμε ότι οι ΗΠΑ βιώνουν μια συνηθισμένη χρηματοοικονομική κρίση, το αμερικανικό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί και φέτος. Η ανεργία ενδεχομένως να κορυφωθεί περίπου στο 12% και το ακαθάριστο, δημόσιο χρέος θα έχει αυξηθεί κατά 50%, ποσοστό που αναλογεί σε περίπου 90% του ΑΕΠ.

Εάν όμως η κρίση στις ΗΠΑ έχει πορεία ανάλογη με τη σουηδική χρηματοοικονομική κρίση, τότε τα χειρότερα στα προβλήματα του χρηματοοικονομικού τομέα ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Όσον αφορά όμως τα δημοσιονομικά προβλήματα και την πραγματική οικονομική εξασθένηση, οι ΗΠΑ έχουν ακόμη μπροστά τους το μεγαλύτερο μέρος της κρίσης.

Στη Σουηδία, η μείωση του ΑΕΠ είχε διάρκεια τρία χρόνια και η οικονομία κατάφερε να ορθοποδήσει χάρη στην εντυπωσιακή αύξηση των εξαγωγών, η οποία οφειλόταν στη μεγάλη υποτίμηση της σουηδικής κορόνας, και με τους ετήσιους ρυθμούς αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής να ανέρχονται στο 10%, κατά μέσο όρο, επί δύο χρόνια.

Για τις ΗΠΑ είναι δύσκολο να επαναλάβουν το παράδειγμα της Σουηδίας. Οι χρηματοοικονομικές κρίσεις συσχετίζονται συχνά με τις νομισματικές κρίσεις, αλλά δεν έχουμε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στις ΗΠΑ. Αντ' αυτού, παραδόξως το δολάριο μέχρι προσφάτως είχε επωφεληθεί της κρίσης, σημειώνοντας κέρδη. Παρόλο που οι ΗΠΑ βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης, τα αμερικανικά «εργαλεία» κρατικού χρέους συνεχίζουν και θεωρούνται μεταξύ των πιο ασφαλών επενδύσεων στον κόσμο.

Μήπως όμως η διεύρυνση του δημοσιονομικού χρέους της Αμερικής αλλάξει την παραπάνω αντίληψη; Μπορεί κανείς να φαντασθεί δύο «σενάρια» για την πορεία του δολαρίου μέσα στα πέντε επόμενα χρόνια. Στο πρώτο σενάριο, το δολάριο διατηρεί τη θέση του ή μπορεί και να ενισχυθεί οριακά. Στο δεύτερο σενάριο, η εξασθένηση της αμερικανικής οικονομίας και η συσσώρευση των δημοσιονομικών προβλημάτων ενδεχομένως να οδηγήσουν σε δραματική υποχώρηση του δολαρίου. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, θα χρειασθεί η υποτίμηση του δολαρίου κατά 40% ώστε να επιτευχθεί ισορροπία στον αμερικανικό εξωτερικό δανεισμό.

Κανένα από τα δύο σενάρια δεν είναι ευνοϊκό για την Ευρώπη -ή για τον υπόλοιπο κόσμο. Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, οι ταχύτατα αναπτυσσόμενες ασιατικές οικονομίες, όπως και οι οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως η Γερμανία και οι σκανδιναβικές χώρες, είχαν ως βασική οικονομική στρατηγική την ανάπτυξη με βάση την εξαγωγική δραστηριότητα. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη σε αυτές τις χώρες εξαρτάται από την αμερικανική ζήτηση και οι βιομηχανικοί τους τομείς έχουν καταστεί υπερβολικά μεγάλοι ώστε να είναι συμβατοί με τη μακροπρόθεσμη εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου.

Έτσι, λοιπόν, και τα δύο αυτά σενάρια φαίνεται να εκλαμβάνουν την ανάπτυξη με βάση τις εξαγωγές ως μια επιτυχημένη στρατηγική. Σε κάθε περίπτωση, οι πλούσιες ευρωπαϊκές οικονομίες θα υποστούν μια μόνιμη, διαρθρωτική επιβράδυνση στο μεταποιητικό τομέα: Και το μεγαλύτερο μέρος των αρνητικών τάσεων που παρατηρούνται στον ευρωπαϊκό μεταποιητικό τομέα δεν απορρέει από προσωρινές οικονομικές εξελίξεις, αλλά εντάσσεται στη μακροπρόθεσμη αναπροσαρμογή του μεγέθους του βιομηχανικού κλάδου.

Παρόλο που οι μεγαλύτερες χώρες-μέλη της Ε.Ε. έχουν αρχίσει να υιοθετούν μέτρα για την προστασία της βιομηχανίας τους ενόσω συνεχίζεται η κρίση, δεν χωρεί αμφιβολία ότι τα μέτρα δεν θα σημειώσουν επιτυχία, διότι καμία χώρα δεν μπορεί να αναστείλει τη διαρθρωτική διαδικασία αναπροσαρμογής με το να προσφέρει επιδοτήσεις. Παράλληλα, τα μέτρα προστατευτισμού θα συντελέσουν σε περισσότερα δημοσιονομικά προβλήματα, τα οποία με τη σειρά τους θα καταστήσουν πιο βαθιά την οικονομική ύφεση, καθυστερώντας την ανάκαμψη.

Αλλά είναι πολύ εύκολο να πει κανείς τι πρέπει να γίνει. Εν τη απουσία μιας «θαυματουργής» θεραπείας, ο μεσοπρόθεσμος στόχος θα πρέπει να είναι η ανανέωση και ενδυνάμωση του πλαισίου που διέπει τη διεθνή οικονομική και εμπορική συνεργασία. Ένα σημαντικό αίτιο της πρόσφατης κρίσης ήταν οι ανισορροπίες στο διεθνές εμπόριο και τη ροή κεφαλαίων, ανισορροπίες που συσσωρεύονταν για πολλά χρόνια, χωρίς κανείς να αναλαμβάνει την ευθύνη για τις συνέπειες.

Η διορθωτική δράση για την Ευρώπη θα πρέπει να περιλαμβάνει την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς. Μόνο όταν η Ευρώπη αποκτήσει μια δυναμική εσωτερική αγορά θα είναι δυνατό να υπάρξει ισορροπημένη ευρωπαϊκή ανάπτυξη. Και η επίτευξη αυτού του στόχου είναι πιο σημαντική από ποτέ, διότι θα χρειασθεί να μεσολαβήσει κάποιο χρονικό διάστημα προτού οι ΗΠΑ είναι και πάλι σε θέση να αναλάβουν το ρόλο της βασικής κινητηρίου δύναμης για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας.

URBAN BACKSTROM, γενικός διευθυντής της Ομοσπονδίας Σουηδικών Επιχειρήσεων και πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών της Σουηδίας, στον οποίο είχε ανατεθεί η διαχείριση της σουηδικής τραπεζικής κρίσης το 1991-1993

Copyright: Project Syndicate, 2009.