Δευτέρα, 09 Νοεμβρίου 2009 07:00

«Στο Κρεμλίνο νιώσαμε ανακούφιση όταν μάθαμε ότι έπεσε το Τείχος του Βερολίνου»

Χωρίς μεγάλη έκπληξη, αλλά με αίσθημα ανακούφισης, υποδέχθηκαν στο Κρεμλίνο την είδηση της πτώσης του Βερολίνου την ιστορική νύχτα της 9ης Νοεμβρίου του 1989, όπως λέει μιλώντας στο naftemporiki.gr ο Αντρέι Γκρατσόφ, σύμβουλος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ εκείνη την εποχή.

Χωρίς μεγάλη έκπληξη, αλλά με αίσθημα ανακούφισης, υποδέχθηκαν στο Κρεμλίνο την είδηση της πτώσης του Βερολίνου την ιστορική νύχτα της 9ης Νοεμβρίου του 1989, όπως λέει μιλώντας στο naftemporiki.gr ο Αντρέι Γκρατσόφ, σύμβουλος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ εκείνη την εποχή. «Ψυχολογικά, το τείχος είχε πέσει με το νέο κλίμα στις σχέσεις Ανατολής και Δύσης» που έφερε ο Γκορμπατσόφ, όπως λέει χαρακτηριστικά.

Ο κ. Γκρατσόφ μας εξηγεί ότι η επανένωση της Γερμανίας δεν ήταν απαραίτητο να ακολουθήσει την πτώση του τείχους, χαρακτηρίζοντας «θαύμα» το ότι δεν υπήρξε ένοπλη σύγκρουση.

Σχετικά με το κατά πόσο ήταν αναπόφευκτα τα γεγονότα, επισημαίνει ότι «πάντα υπάρχουν επιλογές», τονίζοντας τη σημασία των πράξεων των ανθρώπων που ενεπλάκησαν και συγκεκριμένα του Γκορμπατσόφ.

Σε ποιο βαθμό αποτελούσαν έκπληξη για εσάς στο Κρεμλίνο τα γεγονότα της 9ης Νοεμβρίου του 1989; Ποια ήταν η άμεση αντίδραση της σοβιετικής πλευράς όταν είδατε τι συνέβαινε;

«Κατά παράδοξο τρόπο, η πτώση του τείχους την 9η Νοεμβρίου ήταν μία τεράστια είδηση, ένα μεγάλο γεγονός, ένα big bang που σηματοδοτούσε το τέλος μιας εποχής και την απαρχή μιας άλλης, ταυτόχρονα όμως ήταν ένα επεισόδιο σε μία μεγάλη αλυσίδα γεγονότων που προηγήθηκαν. Η πιθανότητα αυτή πλανιόταν στον αέρα εκείνο το χρόνο, με τις εκλογές στη Σοβιετική Ένωση, τις εκλογές στην Πολωνία, το άνοιγμα των συνόρων μεταξύ Ουγγαρίας και Αυστρίας. Ψυχολογικά, το τείχος είχε πέσει ήδη με το νέο κλίμα στις σχέσεις Ανατολής και Δύσης που επήλθε με την άνοδο στην εξουσία του Γκορμπατσόφ. Οπότε από πολιτικής σκοπιάς ήταν μία λογική επίπτωση, αλλά την ίδια στιγμή, κανείς δεν ήξερε πότε θα συνέβαινε και αυτό εξηγεί γιατί ήταν και μια μεγάλη έκπληξη για όλους. Όταν μάθαμε τα γεγονότα, τόσο εγώ όσο και πολλά μέλη της σοβιετικής ηγεσίας και της πολιτικής ομάδας που περιέβαλε τον Γκορμπατσόφ, νομίζω ότι η γενική αντίδραση ήταν μία ανάσα ανακούφισης».

Πότε, κατά τη διάρκεια αυτής της αλυσίδας γεγονότων, άρχισε να διαφαίνεται η πιθανότητα ότι μπορεί να πέσει το τείχος και να επανενωθεί η Γερμανία;

«Με το πέρασμα του χρόνου, το τείχος είχε γίνει το σύμβολο, το άσχημο σύμβολο, του διχασμού της Ευρώπης και του γερμανικού έθνους, όπως και του Ψυχρού Πολέμου. Την ίδια ώρα, πρέπει να θυμόμαστε ότι το τείχος δεν κατασκευάστηκε το 1945, κατασκευάστηκε το 1961 και πριν από αυτό υπήρχαν τα δύο γερμανικά κράτη. Οπότε κατά κάποιο τρόπο, η ιδέα της κατάρρευσης του τείχους δεν σήμαινε αυτόματα την ένωση της Γερμανίας. Στο μυαλό πολλών σοβιετικών και δυτικών ηγετών, όπως του Κολ και του Γκέντσερ, υπήρχε η σκέψη της παράλληλης ύπαρξης Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας, που θα ήταν ενωμένες σε ένα είδος συνομοσπονδίας, τουλάχιστον για μερικούς μήνες μετά την πτώση του τείχους».

Σε ποιο βαθμό πιστεύετε ότι αυτά τα γεγονότα ήταν αναπόφευκτα, ότι αποτελούσαν μία ιστορική αναγκαιότητα;

«Πάντα υπάρχει ο πειρασμός όταν κοιτάμε το παρελθόν με τη γνώση που έχουμε αποκτήσει στη συνέχεια, να θεωρούμε ότι τα γεγονότα συνέβησαν με τον τρόπο που έπρεπε να συμβούν. Ποτέ όμως δεν ισχύει αυτό. Στην περίπτωση που συζητάμε, είχαν ζωτική σημασία οι πράξεις των ανθρώπων, τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Πρέπει να θυμηθούμε ότι εκείνη την εποχή υπήρχε συγκέντρωση τεράστιων στρατιωτικών δυνάμεων και στις δύο πλευρές. Μία σπίθα αρκούσε για να φέρει την έκρηξη και ήταν θαύμα που όλα αυτά συνέβησαν χωρίς σύγκρουση και κατά κάποιον τρόπο λόγω ατυχήματος»…

Ο κ. Γκορμπατσόφ δήλωσε πρόσφατα ότι αν δεν το είχε θελήσει η σοβιετική πλευρά, δεν θα είχε πέσει το τείχος και δεν θα είχε υπάρξει επανένωση της Γερμανίας. Είχατε πραγματική επιλογή τότε;

«Πάντα υπάρχει επιλογή και, όπως είπα και πριν, αυτό που εξηγεί γιατί ήρθαν έτσι τα πράγματα είναι οι πράξεις των ανθρώπων. Αν υπήρχε άλλος άνθρωπος στη θέση του Γκορμπατσόφ και στο Κρεμλίνο, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ διαφορετικά. Ο διχασμός της Γερμανίας και της Ευρώπης θα μπορούσε να είχε κρατήσει ποιος ξέρει για πόσο ακόμα. Ακόμα και η πτώση θα μπορούσε να είχε γίνει με διαφορετικό τρόπο, δείτε για παράδειγμα τι συνέβη στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Υπάρχουν λοιπόν πάντα επιλογές και τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν πάρει μια τελείως διαφορετική ή και πιθανώς επικίνδυνη τροπή».

Κοιτώντας σε ένα πιο βαθύ επίπεδο, πέρα από τα άμεσα ιστορικά γεγονότα, γιατί οδηγηθήκαμε σε αυτήν την πτώση;

«Θα έλεγα ότι η κατάσταση παρέμενε ανώμαλη από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ένας από τους τρόπους να δούμε την πτώση του τείχους είναι ως το τέλος του πολέμου, τουλάχιστον για τη Γερμανία, γιατί αυτή η χώρα παρέμενε για 40 χρόνια διχασμένη και όχι απόλυτα κυρίαρχη. Η Γερμανία εξακολουθούσε να είναι θύμα του πολέμου που είχε η ίδια προκαλέσει. Ήταν λοιπόν απαραίτητο να τελειώσει κάποια στιγμή ο πόλεμος γι΄ αυτή τη χώρα. Ωστόσο η λογική της αντιπαράθεσης ανάμεσα στα δύο κυρίαρχα συστήματα θα μπορούσε να είχε κρατήσει για ακόμα μια δεκαετία ή και περισσότερο. Ένας από τους βασικούς λόγους που φτάσαμε εκεί που φτάσαμε ήταν η επανάσταση στο εσωτερικό του ανατολικού μπλοκ και κυρίως στη Σοβιετική Ένωση. Οι προηγούμενες προσπάθειες των δυνάμεων της αντιπολίτευσης σε χώρες του ανατολικού μπλοκ δεν ήταν επιτυχημένες, για παράδειγμα τα γεγονότα του Ά56 στην Ουγγαρία ή του Ά68 στην Τσεχοσλοβακία. Έπρεπε να περιμένουμε ώστε η εξέλιξη της σοβιετικής κοινωνίας να παράξει τα φαινόμενα της περεστρόικα, της αναζήτησης του εκσυγχρονισμού και της ανάδειξης ενός ηγέτη σαν τον Γκορμπατσόφ».

Για να πάμε στις επιπτώσεις αυτού του γεγονότος, η επανένωση της Γερμανίας είχε οδηγήσει σε προβλέψεις, που αποδείχθηκαν λανθασμένες, για το «τέλος της ιστορίας» και την επικράτηση ενός μονοπολικού συστήματος. Πού πιστεύετε ότι στεκόμαστε τώρα;

«Αυτά που συνέβησαν την 9η Νοεμβρίου και οι επιπτώσεις τους ταρακούνησαν όχι μόνο τον ανατολικό μπλοκ αλλά και το δυτικό και οδήγησαν τη Σοβιετική Ένωση σε κατάρρευση δύο χρόνια μετά το σοκ του 1989. Είκοσι χρόνια αργότερα, θα το συνέκρινα με μία άλλη κατάρρευση που παρατηρούμε σήμερα, την αποτυχία της απόπειρας να παραμείνει μονοπολικός ο κόσμος υπό την κυριαρχία της εναπομείνασας υπερδύναμης. Βρισκόμαστε λοιπόν σε ένα “έτος μηδέν” στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και αντιμετωπίζουμε την αναγκαιότητα να χτίσουμε πάλι μέσα από τα συντρίμμια της παλιάς τάξης πραγμάτων, τη στιγμή που δεν έχουμε πολλά σχέδια για τη νέα»…

ΑΛΙΝΑ ΣΑΡΑΝΤΗ