Κάθε φορά που παρατηρείται τόσο μεγάλη αύξηση της ροής χρήματος, οι συνέπειες για τη σταθερότητα των τιμών, τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και ακόμη και την οικονομική σταθερότητα θα είναι σοβαρές, όπως έδειξε η πρόσφατη κρίση.
Κάθε φορά που παρατηρείται τόσο μεγάλη αύξηση της ροής χρήματος, οι συνέπειες για τη σταθερότητα των τιμών, τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και ακόμη και την οικονομική σταθερότητα θα είναι σοβαρές, όπως έδειξε η πρόσφατη κρίση.
Η σημερινή οικονομική κρίση υπογραμμίζει την ανάγκη για μεγάλες αλλαγές στις κεντρικές τράπεζες. Ηρθε η ώρα για να επιστρέψουμε σε κάποια μορφή μετριοπαθούς μονεταρισμού - προσαρμοσμένου όμως στον 21ο αιώνα. Η σημερινή κρίση σαφώς και έχει κάνει το έργο των κεντρικών τραπεζιτών πολύ πιο περίπλοκο.
Τα τελευταία περίπου 30 έτη, πολλοί κεντρικοί τραπεζίτες πίστευαν ότι το μοναδικό τους μέλημα ήταν να διατηρούν τους στόχους τους απόλυτα προσαρμοσμένους στη σταθερότητα των τιμών. Και κάθε εργαλείο που είχαν στη διάθεσή τους επρόκειτο να εξυπηρετήσει αυτόν ακριβώς το σκοπό. Σήμερα όμως, οι κεντρικοί τραπεζίτες θα πρέπει να στοχεύσουν και στη χρηματοοικονομική σταθερότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι δεν θα συμβεί νέα κρίση. Ομως, η σημερινή θεσμική δομή των κεντρικών τραπεζών θεωρείται εντελώς ανεπαρκής για να ανταποκριθεί σε αυτές τις προκλήσεις.
Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να εξασφαλίσουν επιπλέον εργαλεία για τις νέες τους αρμοδιότητες. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο τα πράγματα γίνονται ιδιαίτερα περίπλοκα. Ο λόγος είναι απλός: σύμφωνα με τον Κανόνα Τίνμπεργκεν - όπως ονομάστηκε από τον Νομπελίστα Ολλανδό Γιαν Τίνμπεργκεν - οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να έχουν ένα ανεξάρτητο εργαλείο για κάθε αρμοδιότητά τους, για παράδειγμα για διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών. Εάν έχουν περισσότερες από μία αρμοδιότητες, θα χρειαστούν και αντίστοιχο αριθμό εργαλείων. Το περίπλοκο στο σημείο αυτό είναι ότι τα συγκεκριμένα εργαλεία διαμόρφωσης πολιτικής θα πρέπει να είναι ανεξάρτητα το ένα από το άλλο.
Ας λάβουμε ως παράδειγμα τα επιτόκια. Αυτό το εργαλείο δεν θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τη σταθερότητα των τιμών και για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, καθώς η προοπτική για τη σταθερότητα των τιμών θα μπορούσε να απαιτήσει υψηλότερα επιτόκια τη στιγμή που η διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας ενδεχομένως να προϋποθέτει χαμηλότερα επιτόκια.
Για παράδειγμα, εάν μία κεντρική τράπεζα, σε περίοδο οικονομικών προβλημάτων για τον τραπεζικό τομέα, διοχετεύσει αφειδώς στις τράπεζες πρόσθετο, φθηνό χρήμα, αυτό θα αυξήσει την προσφορά χρήματος στις χρηματοοικονομικές αγορές και θα οδηγήσει σε πτώση τα διατραπεζικά επιτόκια.
Εάν πάλι ο πληθωρισμός πρόκειται να αυξηθεί στο άμεσο μέλλον, αυτό θα έρθει σε σύγκρουση με το έργο σταθερότητας των τιμών. Οι κεντρικές τράπεζες βρίσκονται συνεχώς αντιμέτωπες με αντιπαλόμενες δυνάμεις μεταξύ σταθερότητας των τιμών και χρηματοοικονομικής σταθερότητας.
Η εύρεση νέων εργαλείων, που να είναι αποτελεσματικά, εύκολα στη χρήση τους και ανεξάρτητα από τα επιτόκια φαίνεται μάλλον απίθανη. Παρ΄ όλ' αυτά, υπάρχει λύση. Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στο ρυθμό αύξησης της προσφοράς χρήματος στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής τους.
Η ΕΚΤ ίσως να έχει ένα πλεονέκτημα. Πολλοί οικονομολόγοι συμφωνούν ότι η σημερινή χρηματοοικονομική κρίση μπορεί να αποδοθεί, τουλάχιστον εν μέρει, στο γεγονός ότι κορυφαίες κεντρικές τράπεζες, όπως η Τράπεζας της Αγγλίας και η Φέντεραλ Ριζέρβ των ΗΠΑ, διατήρησαν τα βασικά επιτόκιά τους σε υπερβολικά χαμηλά επίπεδα για υπερβολικά μεγάλη περίοδο. Αυτό οδήγησε σε μία μακρά περίοδο διψήφιας αύξησης της προσφοράς χρήματος.
Η ΕΚΤ ήταν πιο συγκρατημένη. Ουσιαστικά, η μείωση των premium κινδύνου στις χρηματοοικονομικές αγορές και η ανάπτυξη κάθε είδους εξωτικών παραγώγων «έσπειραν τους σπόρους» της κρίσης, όμως ακόμη και αυτοί οι παράγοντες δεν θα είχαν προκαλέσει την κρίση εάν δεν υπήρχαν «οι πολλές βροχοπτώσεις που βοήθησαν τους σπόρους αυτούς να αναπτυχθούν». Αυτό ήταν αποτέλεσμα της εντυπωσιακής ανάπτυξης της προσφοράς χρήματος σε ΗΠΑ, Βρετανία και στις μεγαλύτερες αναδυόμενες οικονομίες.
Φυσικά και η στόχευση στην προσφορά χρήματος έχει τα δικά της μειονεκτήματα. Για παράδειγμα, η χρηματοοικονομική καινοτομία αποδυνάμωσε τη σχέση μεταξύ αύξησης του χρήματος και πληθωρισμού. Ομως, η σχέση δεν εξαφανίστηκε εντελώς.
Οπως έδειξε ξεκάθαρα η σημερινή κρίση, αργά ή γρήγορα τόσο μεγάλη ρευστότητα θα οδηγήσει σε υπερβολές, εάν όχι σε πληθωρισμό τιμών καταναλωτή, εν συνεχεία σε πληθωρισμό τιμών ενεργητικού και σε εξαφάνιση του premium κινδύνου.
Κάθε φορά που παρατηρείται τόσο μεγάλη αύξηση της ροής χρήματος, οι συνέπειες για τη σταθερότητα των τιμών, την χρηματοοικονομική σταθερότητα και ακόμη και την οικονομική σταθερότητα θα είναι σοβαρές, όπως έδειξε η πρόσφατη κρίση.
Η αποφυγή τέτοιου είδους αποτελεσμάτων απαιτεί από τους κεντρικούς τραπεζίτες πολύ περισσότερες ικανότητες, ενώ εάν η προσφορά χρήματος βαρύνει περισσότερο τις στρατηγικές τους για τη νομισματική πολιτική απ΄ ό,τι συνηθίζεται σήμερα, τότε αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει τις κεντρικές τράπεζες να αποφύγουν όλα τα παραπάνω.
SYLVESTER EIJFFINGER - EDIN MUJAGIC *
* Ο Sylvester Eijffinger είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Tilburg University της Ολλανδίας και μέλος της ομάδας νομισματικών συμβούλων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο Edin Mujagic είναι οικονομολόγος στο Tilburg University και οικονομικός συντάκτης στο ολλανδικό εβδομαδιαία περιοδικό «FEM Business & Finance».
Copyright: Project Syndicate, 2009