Τετάρτη, 02 Ιανουαρίου 2008 11:06

Η γνώση ως παραγωγική επένδυση

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ χρόνια, οι επενδύσεις σε γνώση υπερτερούν των αντίστοιχων σε μεταποιητικές δραστηριότητες. Πριν εξήντα χρόνια, ο μεγάλος -αλλά άγνωστος στη χώρα μας- Αυστριακός οικονομολόγος Λούντβιχ Έλντερ φον Μίζες (1881-1973), στο μνημειώδες έργο του «Η Ανθρώπινη Δράση» έγραφε ότι, αν δώσει κανείς σε κάποιον ένα ψάρι, θα φάει για μια-δυο ημέρες. Όμως, αν τού μάθει να ψαρεύει, θα τρώει σε όλη του τη ζωή.

Στην άποψη αυτή, η οποία αποτελεί και ένα από τα χαρακτηριστικά της ελεύθερης οικονομίας, θα μπορούσαμε σήμερα να προσθέσουμε την ανακάλυψη νέων μεθόδων αλιείας, τις ιχθυοκαλλιέργειες, το μάρκετινγκ αλιευμάτων, τη γενετική ψαριών, καθώς και την προστασία από την υπεραλιεία. Με τους τρόπους αυτούς, πολλοί άνθρωποι μπορούν να σιτιστούν με ψάρια, χωρίς κόστος και σε ευρύτατη κλίμακα. Ασφαλώς δε, όλες οι παραπάνω εφευρέσεις μπορούν να κάνουν κάποιους πλούσιους.

Διότι, στην εποχή που διανύουμε, οι νέες ιδέες, περισσότερο από τις αποταμιεύσεις ή τις επενδύσεις, αποτελούν το κλειδί για την ευημερία και για τη δημιουργία μικρού ή μεγάλου ιδιωτικού πλούτου. Δικαιώνεται, έτσι, ο Πωλ Ρόμερ, Αμερικανός οικονομολόγος του πανεπιστημίου του Σικάγου, ο οποίος το 1990 δημοσίευσε σε γνωστό περιοδικό ένα οικονομικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης στο οποίο η οικονομία της γνώσης έπαιζε τον πρώτο ρόλο, ύστερα από διακόσια και πλέον χρόνια αφάνειας.

Με τίτλο «Ενδογενείς Τεχνολογικές Αλλαγές», το άρθρο του Πολ Ρόμερ προκάλεσε αίσθηση τόσο στους οικονομολόγους, όσο και στους ειδικούς του μάνατζμεντ.

Στο τριαντασέλιδο άρθρο του στην αμερικανική Επιθεώρηση Πολιτικής Οικονομίας, ο Πολ Ρόμερ κατέθετε μία νέα αντίληψη για την τεχνολογία, τονίζοντας ότι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμά της αποτελεί το ότι δεν πρόκειται ούτε για δημόσιο, ούτε για ιδιωτικό αγαθό. Είναι ένα αγαθό με μερικώς αποκλειστικό χαρακτήρα και χωρίς αντίπαλο. Κατά το συγγραφέα, τα χωρίς αντίπαλο αγαθά μπορούν να αντιγράφονται και να χρησιμοποιούνται ταυτοχρόνως από πάρα πολύ κόσμο.

Επίσης, είναι μερικώς αποκλειστικά διότι, έως κάποιον βαθμό, η πρόσβαση σε αυτά μπορεί να ελέγχεται. Τα αντίπαλα αγαθά είναι αντικείμενα, ενώ τα χωρίς αντίπαλο είναι ιδέες. Λόγου χάρη, ένα κονσέρτο τζαζ, το λογισμικό ενός προσωπικού υπολογιστή, το ντιζάιν ενός καινούργιου τσιπ για κομπιούτερ, ένας δίσκος των Μπιτλς, είναι -μεταξύ άλλων- αγαθά χωρίς αντίπαλο, τα οποία εξαρτώνται από τη γνώση, τη φαντασία και τη δημιουργική ικανότητα. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, αγαθά τα οποία προέρχονται από άυλους συντελεστές, τους οποίους η οικονομική επιστήμη δεν είχε ποτέ λάβει υπ' όψιν της μέχρι το 1960.

Συνεπώς, με την εις βάθος ανάλυσή του, ο Πολ Ρόμερ έριξε νέο φως στον πανταχού παρόντα ρόλο των ιδεών στην οικονομική δραστηριότητα και ανέδειξε ως παράγοντες δημιουργίας πλούτου τις πατέντες, τα επιχειρηματικά μυστικά, τους αλγόριθμους, τις συνταγές, τις διαδικασίες, τις επιχειρηματικές μεθόδους, τα πνευματικά δικαιώματα, τους επιστημονικούς κανόνες και άλλα διάφορα άυλα στοιχεία, τα οποία συνολικά αποκάλεσε: οικονομία της γνώσης.

Παράλληλα, έριξε άπλετο φως και στην αναπόφευκτη ένταση που υπάρχει μεταξύ της υιοθετήσεως κινήτρων για την παραγωγή νέων ιδεών και τη διατήρηση κινήτρων για τη διασπορά και χρήση της υπάρχουσας γνώσης, η οποία είναι συνυφασμένη με την πνευματική ιδιοκτησία. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Πολ Ρόμερ υποστηρίζει ότι, σε κοινωνίες στις οποίες η παραγωγή νέων ιδεών δεν λαμβάνεται σοβαρότατα υπ' όψιν από τις κυβερνήσεις ως νομισματικό και φορολογικό στοιχείο, τότε παρατηρείται υπανάπτυξη στην εφευρετικότητα, η οποία φαλκιδεύει την πρόοδο και, τελικώς, πλήττει τα πτωχότερα στρώματα.

Από τη δημοσίευσή του και μετά, το άρθρο του έγινε αντικείμενο επεξεργασίας στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία και η γνώση μπήκε πλέον για καλά στην οικονομική και επιχειρηματική ζωή. Ταυτοχρόνως, οι κυβερνήσεις των δύο χωρών άρχισαν να λαμβάνουν σοβαρά υπ' όψιν τους και το ρόλο των επιχειρηματιών και του επιχειρείν στον τομέα αυτόν. Έτσι, πολλές μεγάλες επιχειρήσεις σε Αμερική και Ιαπωνία άρχιζαν να επενδύουν μαζικά τόσο στην παραγωγή και αξιοποίηση γνώσεων, όσο και στην προσέλκυση ταλέντων στους κόλπους τους.

Οι επενδύσεις στους τομείς αυτούς έτυχαν ειδικών κινήτρων, με αποτέλεσμα σήμερα στις δύο αυτές χώρες να αντιπροσωπεύουν ποσοστό 30% του συνόλου των παραγωγικών τους επενδύσεων. Στους δε τομείς της πληροφορικής, της βιοτεχνολογίας και της γενετικής, οι επενδύσεις γνώσεων καλύπτουν το 90% του συνόλου.

Αρκεί να σημειώσουμε ότι η Microsoft απασχολεί στην παραγωγή νέων ιδεών 1.600 άτομα, ισχυρώς αμειβόμενα, από τα οποία αντλεί κάθε χρόνο περί τις 21.000 νέες ιδέες επί παντός του επιστητού. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι από το τμήμα νέων ιδεών της Microsoft έφυγαν 160 άτομα, για να δημιουργήσουν τις δικές τους επιχειρήσεις σε είκοσι διαφορετικές χώρες του κόσμου.

Το τμήμα ιδεών της Toyota ήταν αυτό που συνέβαλε αποφασιστικά στο να εκτοπίσει η ιαπωνική εταιρεία, το 2007, την αμερικανική General Motors (GM) από την πρώτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη αυτοκινητοβιομηχανιών. Το γεγονός αυτό θεωρείται ιστορικό, διότι η GM κατείχε τα σκήπτρα της παγκόσμιας βιομηχανίας αυτοκινήτων 60 και πλέον χρόνια. Κύρια πλεονεκτήματα της Toyota στην ανοδική της πορεία υπήρξαν το ντιζάιν, τα υβριδιακά αυτοκίνητα, οι καινοτομίες στο μάρκετινγκ και, βεβαίως, το βάρος που έριξε σε έρευνα και ανάπτυξη, προδικάζοντας τις σημερινές υψηλές τιμές των υγρών καυσίμων. Σήμερα, τα κέντρα ιδεών της επιχείρησης μελετούν τις αυριανές καταναλωτικές συμπεριφορές στις αναπτυγμένες χώρες και προσπαθούν να ανιχνεύσουν ποιες θα είναι οι επιπτώσεις τους στις αποφάσεις για αγορά αυτοκινήτου.

Παρόμοιες έρευνες στον τομέα των ειδών άμεσης κατανάλωσης κάνει και η Procter & Gamble, μία εταιρεία η οποία διατηρείται παγκοσμίως στην πρώτη θέση ακριβώς επειδή παράγει καινοτόμες ιδέες σε όλα τα επίπεδα της δραστηριότητάς της.

«Είτε αυτό αρέσει σε κάποιους πολιτικούς και επιχειρηματίες είτε όχι, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι βιώνουμε τον παγκόσμιο πόλεμο της φαιάς ουσίας. Γι αυτό και οι επενδύσεις στον τομέα αυτόν διπλασιάζονται κάθε τρία χρόνια. Η φαιά ουσία είναι το κλειδί του μέλλοντος για τον κόσμο μας και δεν αποκλείω σε λίγα χρόνια η αξία της να βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με τα αντίστοιχα του πετρελαίου. Στη μάχη αυτή δεν υπάρχουν περιθώρια για ολιγωρίες. Όποιος προλάβει, τον Κύριο θα δει. Πολύ σύντομα, ο χώρες και οι επιχειρήσεις θα κρίνονται από την ποιότητα της φαιάς ουσίας τους. Αυτό σημαίνει ότι θα κρίνονται από το επίπεδο των Πανεπιστημίων τους (με κεφαλαίο Π), υπό την ευρεία έννοια του όρου».

Αυτά μάς λέει ο κ. Κλοντ Αλέγκρ -Γάλλος πρώην υπουργός Παιδείας επί σοσιαλιστικής κυβερνήσεως Λιονέλ Ζοσπέν- ο οποίος παραιτήθηκε από τη θέση του όταν διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε ήταν αναποφάσιστη μπροστά στις μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν με στόχο την τόνωση της γαλλικής παιδείας, σε ένα περιβάλλον ανάδειξης της γνώσης.

Ο Αμερικανός σύμβουλος επιχειρήσεων Λάρι Μπόσιντι πολύ σωστά επισημαίνει, από την πλευρά του, ότι για να δημιουργηθούν, να προχωρήσουν και να γίνουν πράξη οι νέες ιδέες στις επιχειρήσεις, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εκπόνηση ενός νέου επιχειρηματικού σχεδίου και η ύπαρξη νέας ίσως ηγεσίας, που να είναι ανοικτή στις νέες ιδέες, στη γνώση και στις αλλαγές. «Είναι γεγονός ότι οποιαδήποτε επιχείρηση προσδοκά να επιβιώσει στο νέο επιχειρηματικό περιβάλλον, θα πρέπει να ανεβάσει τον πήχη ως προς την ηγεσία της.

Κάποια προσόντα θα είναι πάντοτε σημαντικά -όπως η πειθαρχία, η ακεραιότητα, η ωριμότητα, η αυτοσυγκράτηση. Κάποια μειονεκτήματα, για τα οποία υπήρχε ανοχή στο παρελθόν, όπως η ανικανότητα να ακούς νέες απόψεις, δεν θα είναι πλέον ανεκτά. Ορισμένα προσόντα τα οποία δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία για την επιλογή των ηγετών, τώρα βρίσκονται ψηλά στον κατάλογο των κριτηρίων για την ηγεσία. Δύο ηγετικά προσόντα, απολύτως απαραίτητα σήμερα, δεν περιλαμβάνονται στις συνηθισμένες λίστες προσόντων. Το πρώτο είναι η επιχειρηματική ευφυΐα -περισσότερο γνωστή ως επιχειρηματικό δαιμόνιο. Το δεύτερο είναι η ανάγκη για γνώση -ή, για να το διατυπώσουμε αλλιώς, η άρνηση να θεωρείς ο,τιδήποτε ως δεδομένο και η ακόρεστη περιέργεια για ο,τιδήποτε καινούργιο και διαφορετικό», επισημαίνει.

Στο επίπεδο αυτό, ωστόσο, τίθεται και ένα άλλο πολύ σοβαρό θέμα. Όπως τονίζει ο Λάρι Μπόσιντι, «οι εταιρείες είναι γεμάτες από ανθρώπους με ικανότητες, άνδρες και γυναίκες, που δουλεύουν σκληρά και τα δοκιμασμένα στο χρόνο ηγετικά τους προσόντα τούς έφεραν στην κορυφή μιας επιχείρησης. Παρόλα αυτά, όμως, δεν είναι κατάλληλοι για τα νέα καθήκοντα που προκύπτουν. Θα πρέπει να το πούμε ωμά και σκληρά: μόνον οι ηγέτες που έχουν την ικανότητα να βλέπουν την πραγματικότητα όπως είναι έχουν πιθανότητα να πετύχουν στο νέο περιβάλλον. Αυτοί που δεν μπορούν, θα πρέπει να ξανασκεφθούν τα σχέδια που έχουν για την καριέρα τους, πριν κάποιοι άλλοι αποφασίσουν γι αυτούς».

Είναι συνεπώς κατάδηλο ότι, στο νέο περιβάλλον που δημιουργείται για τις επιχειρήσεις, αναδεικνύονται και νέες κατηγορίες προσόντων για στελέχη και επιχειρηματίες, με το επιχειρηματικό δαιμόνιο να παίζει σημαίνοντα ρόλο.

Αυτό, εξάλλου, αναγνωρίζει -και διατυμπανίζει προς κάθε κατεύθυνση- και ο Γουόρεν Μπάφετ, ο τρίτος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, του οποίου το επιχειρηματικό δαιμόνιο είναι θρυλικό. «Οι άνθρωποι με επιχειρηματικό δαιμόνιο γνωρίζουν πώς να κερδίζουν χρήματα, γιατί μπορούν να γεννούν και να αξιοποιούν ιδέες.

Οι άνθρωποι αυτοί έχουν μία εσωτερική αίσθηση για το εξωτερικό τους περιβάλλον και μπορούν έτσι να εντοπίζουν και να γνωρίζουν τις τάσεις που θα επηρεάσουν τις επιχειρήσεις τους. Κατανοούν τις δυνατότητες και τις αδυναμίες των εσωτερικών δραστηριοτήτων των επιχειρήσεών τους. Ψάχνουν συνεχώς για τον συνδυασμό των οικονομικών τους στόχων που θα τους κάνει συνεπείς μεταξύ τους, αλλά και με τα υπόλοιπα συστατικά του επιχειρηματικού μοντέλου.

Ωθούνται να επιλύουν τα προβλήματα και να εντοπίζουν τις ευκαιρίες. Στο τέλος της ημέρας, μετρούν την επιτυχία τους όχι με τη δύναμη που απέκτησαν ή με τους επαίνους που απέσπασαν, αλλά με την ικανοποίηση που νοιώθουν από την επίτευξη των οικονομικών τους στόχων», λέει ο Αμερικανός δισεκατομμυριούχος, ο οποίος σήμερα ασχολείται με φιλανθρωπικά έργα.

«Οι άνθρωποι με επιχειρηματικό δαιμόνιο», επισημαίνει ο Γ. Μπάφετ, «γνωρίζουν, επίσης, ότι, κάτω από όλες αυτές τις λεπτομέρειες, υπάρχει ουσιαστική απλότητα. Ωστόσο, για να επιβιώνουν σε μεταβαλλόμενες καταστάσεις, το ένστικτο που ίσως καλλιεργεί το επιχειρηματικό δαιμόνιο δεν αρκεί. Απαιτείται και γνώση. Είναι ανάγκη, μάνατζερ και επιχειρηματίες να μάθουν να γνωρίζουν.

Πρόκειται για μία αδιάκοπη αναζήτηση, για το 1% της πληροφορίας που θα μπορούσε να κάνει όλη τη διαφορά για τις προοπτικές μιας επιχείρησης. Συνεπώς, επιχειρηματίες και στελέχη είναι ανάγκη να βλέπουν τι υπάρχει στον ορίζονται και, στο βαθμό που είναι δυνατόν, και πέρα από αυτόν. Οι ηγέτες με αυτό το προσόν κοιτάζουν πάντα στο βάθος του δρόμου για να δουν τι υπάρχει μπροστά τους -και ποτέ πάνω από τον ώμο τους, για να δουν τι έρχεται πίσω τους.

Έχουν έτσι τη δυνατότητα να βλέπουν τον κόσμο όπως πραγματικά είναι και άρα μπορούν να ελέγχουν το πεπρωμένο της επιχείρησής τους πολύ καλύτερα από αυτούς που δεν το κάνουν».

Και ο νοών νοείτω.

ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ