Στο χώρο των επιχειρήσεων, τη σπουδαιότερη έκφανση της δημιουργικής λογιστικής συνιστά η χειραγώγηση των κερδών (earnings management).
Τα εταιρικά κέρδη είναι σίγουρα το πιο αξιοπρόσεκτο μέγεθος των οικονομικών καταστάσεων αφού καταδεικνύουν το βαθμό στον οποίο μια επιχείρηση έχει αναμιχθεί με προσθετικές της αξίας της δραστηριότητες και δίνουν το στίγμα που εξυπηρετεί την απευθείας ανακατανομή πόρων στις κεφαλαιαγορές.
Στο χώρο των επιχειρήσεων, τη σπουδαιότερη έκφανση της δημιουργικής λογιστικής συνιστά η χειραγώγηση των κερδών (earnings management).
Τα εταιρικά κέρδη είναι σίγουρα το πιο αξιοπρόσεκτο μέγεθος των οικονομικών καταστάσεων αφού καταδεικνύουν το βαθμό στον οποίο μια επιχείρηση έχει αναμιχθεί με προσθετικές της αξίας της δραστηριότητες και δίνουν το στίγμα που εξυπηρετεί την απευθείας ανακατανομή πόρων στις κεφαλαιαγορές.
Στην πραγματικότητα άλλωστε η θεωρητική αξία της μετοχής μιας εταιρείας δεν είναι παρά η παρούσα αξία των μελλοντικών κερδών. Αυξανόμενα κέρδη αντιπροσωπεύουν αύξηση στην εταιρική αξία, ενώ μειούμενα κέρδη σηματοδοτούν μείωση της εταιρικής αξίας. Δεδομένης της σημασίας των κερδών δεν είναι περίεργο το ενδιαφέρον που εκδηλώνεται από τις διοικήσεις των εταιρειών σχετικά με το πως δημοσιοποιούνται.
Στην Ελλάδα, η εμπειρική διερεύνηση του βαθμού «χειραγώγησης» των κερδών αποτελεί ενδιαφέρον ζήτημα αν λάβει κανείς υπόψη του τα συμπεράσματα πρόσφατων διεθνών μελετών σύμφωνα με τις οποίες, η «ωραιοποίηση» των αποτελεσμάτων είναι συχνότερο φαινόμενο σε χώρες με χαμηλή προστασία των επενδυτών και ασθενή εφαρμογή των νόμων.
Στη βιβλιογραφία χρησιμοποιούνται δύο μέθοδοι όταν πρόκειται για τη διαπίστωση της έκτασης του earnings management: η μέθοδος μέτρησης του ύψους των διαφοροποιούμενων ή μη κανονικών δεδουλευμένων (discretionary or abnormal accruals) μιας επιχείρησης και η μέθοδος εντοπισμού ασυνεχειών στις κατανομές συχνοτήτων των κερδών πλήθους επιχειρήσεων.
Εδώ παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα εφαρμογής της δεύτερης μεθόδου σε ευρύ δείγμα ελληνικών επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με τους Burgstahler και Dichev, που πρώτοι εφάρμοσαν αυτή τη μεθοδολογία, οι managers ωραιοποιούν την εικόνα των εταιρικών αποτελεσμάτων, με κύριο σκοπό να αποφύγουν τη δημοσίευση:
α) ζημιών στο τέλος της εκάστοτε διαχειριστικής χρήσης και
β) αρνητικών μεταβολών στα κέρδη από τη μια διαχειριστική χρήση στην άλλη.
Τούτο δε μπορεί να απεικονιστεί σε ιστογράμματα συχνοτήτων με την καταγραφή ασυνήθιστα μικρού αριθμού επιχειρήσεων με οριακές ζημιές και αρνητικές μεταβολές κερδών σε αντιδιαστολή με την παρουσία ασυνήθιστα μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων με οριακά κέρδη και θετικές μεταβολές αυτών.
Αυτή η κατάσταση ωστόσο δημιουργεί μια ασυνέχεια στις κατανομές των αποτελεσμάτων χρήσης γύρω από το σημείο μηδέν που ερμηνεύεται από τους ερευνητές ως ένδειξη earnings management και του οποίου η έκταση μπορεί να μετρηθεί μέσω ενός απλού τυπικού στατιστικού ελέγχου (t-test).
Θέλοντας να διαπιστώσουμε τι συμβαίνει στην Ελλάδα εξετάσαμε τις κατανομές συχνοτήτων των λειτουργικών αποτελεσμάτων (ΛΑ), των μεταβολών των ΛΑ, των αποτελεσμάτων προ φόρων (ΑΠΦ) και των μεταβολών των ΑΠΦ όλων των ΑΕ και ΕΠΕ για την τριετία 2002-2004.
Τα αποτελέσματα είναι αποκαλυπτικά στο ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις πρωτίστως ενδιαφέρονται για την εικόνα που παρουσιάζουν τα ΑΠΦ και λιγότερο τα ΛΑ. Έτσι, ίσως όχι τυχαία, ενώ ο αριθμός των επιχειρήσεων (5.627) με (οριακές) λειτουργικές ζημιές από -1 ευρώ έως -5.583 ευρώ (για τον προσδιορισμό του εύρους χρησιμοποιήθηκε ο τύπος των Freedman-Diaconis 2(IQR)n-1/3) είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των επιχειρήσεων (4.976) με (οριακά) λειτουργικά κέρδη από 1 ευρώ έως 5.583 ευρώ, η κατάσταση στην περίπτωση των ΑΠΦ αντιστρέφεται, αφού οι επιχειρήσεις με οριακά κέρδη προ φόρων είναι περισσότερες από τις επιχειρήσεις με οριακές ζημίες προ φόρων (5.292 έναντι 5.058).
Όσον αφορά στις μεταβολές των παραπάνω μεγεθών από έτος σε έτος διαπιστώνεται επίσης κάτι που μάλλον αποτελεί κοινό μυστικό: πως οι ελληνικές επιχειρήσεις προσπαθούν να εμφανίζουν διαχρονική αύξηση και όχι μείωση των αποτελεσμάτων τους. Και πάλι λοιπόν ο αριθμός των επιχειρήσεων με οριακά θετικές μεταβολές των ΛΑ (4.714) και των ΑΠΦ (5.712) είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των επιχειρήσεων με οριακά αρνητικές μεταβολές αυτών των μεγεθών (4.581 και 3.741 αντίστοιχα) με τη στατιστικά σημαντικότερη διαφορά να παρατηρείται στην περίπτωση των μεταβολών των ΑΠΦ.
Ύστερα από αυτά, θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει πως πολλές ελληνικές επιχειρήσεις προκειμένου να παρουσιάζουν ωραία εικόνα στον ισολογισμό τους (κερδοφόρες χρήσεις και διαρκώς αυξανόμενο ρυθμό μεταβολής των κερδών) χωρίς όμως να καταβάλλουν υψηλούς φόρους, καταφεύγουν στην άσκηση δημιουργικής λογιστικής δημοσιεύοντας οριακά κέρδη προ φόρων.
Μια δε βαθύτερη ανάλυση των παραπάνω θα οδηγούσε κάποιον στη διαπίστωση πως το βασικό συστατικό στη συνταγή του «μαγειρέματος» αποτελούν οι λογαριασμοί εκτάκτων εσόδων και εξόδων που μεσολαβούν μεταξύ των ΛΑ και των ΑΠΦ, γεγονός που εκτός των άλλων ίσως αξίζει της προσοχής των ρυθμιστικών και ελεγκτικών αρχών της χώρας.
Αρθρο του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Π. ΚΟΥΜΑΝΑΚΟΥ*
* Ο Δρ. Ευάγγελος Κουμανάκος εργάζεται στην Εθνική Τράπεζα, είναι διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και κατέχει διδακτορικό στη Χρηματοοικονομική Λογιστική ([email protected])