Τρίτη, 22 Ιανουαρίου 2008 12:31

Νέος ρόλος για το ΔΝΤ

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ οικονομία απειλείται ολοένα και περισσότερο από τις ασταθείς αντιδράσεις των αγορών στις διεθνείς ανισορροπίες σε μία περίοδο κατά την οποία το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει εν πολλοίς απολέσει το λόγο ύπαρξής του ως παγκόσμιου οργανισμού νομισματικής πολιτικής. Οι δύο αυτές εξελίξεις θα έπρεπε να συνιστούν κίνητρο διεκδίκησης μίας νέας αποστολής για το ΔΝΤ.

Τη δεκαετία του 1960, το ΔΝΤ διαχειριζόταν τα προβλήματα όλων των μεγάλων οικονομιών, ενώ τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 αναδείχθηκε σε διαχειριστή κρίσεων για τις αναδυόμενες αγορές. Η δουλειά αυτή όμως είναι πολύ πιο δύσκολη σήμερα, εξαιτίας του μεγέθους ορισμένων αναδυόμενων οικονομιών.

Και σε κάθε περίπτωση η ανησυχία εστιάζεται εκ νέου στις ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου, όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστραλία, οι οποίες χρηματοδοτούν τα τεράστια ελλείμματά τους με πλεονάσματα πολύ φτωχότερων χωρών.

Αυτά τα πλεονάσματα αντανακλούν τα υψηλά ποσοστά αποταμίευσης τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα των πετρελαιοπαραγωγών και αναδυόμενων ασιατικών οικονομιών, τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση αποθεμάτων ξένου συναλλάγματος. Δεν πρόκειται όμως για ευλογία για αυτές τις χώρες.

Τα αποθέματά τους έχουν γιγαντωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμη και η ανακοίνωση της παραμικρής μεταβολής στο ενεργητικό- για παράδειγμα από ευρώ σε δολάρια- μπορεί να δημιουργήσει αναταράξεις και κρίσεις πανικού στις αγορές. Όπως συνέβαινε με το παλαιό καθεστώς αποθεμάτων, το οποίο επέτρεπε επιλογή ενεργητικού (για παράδειγμα, δολάριο, στερλίνα και χρυσό την περίοδο του μεσοπολέμου) η αστάθεια είναι εγγενής.

Η προσπάθεια των χωρών αυτών να εντοπίσουν εναλλακτικές για τα αποθέματά τους έχει αποδειχθεί προβληματική. Η προσοχή εστιάζεται, κυρίως, στα αποθέματα της Κίνας, τα οποία αγγίζουν τα 1 τρισ. δολάρια, και στις προσπάθειες της χώρας να διατηρήσει την αξία του ενεργητικού αυτού. Η προσπάθεια για διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου, που περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο αμερικανικά κυβερνητικά ομόλογα, μέσω της επένδυσης 3 δισ. δολαρίων στον όμιλο διαχείρισης ιδιωτικού μετοχικού κεφαλαίου Blackstone αυτό το καλοκαίρι συνοδεύθηκε από επώδυνη απώλεια της αξίας τους.

Από την άλλη, οι κυβερνήσεις των βιομηχανικών κρατών ανησυχούν ότι τα νέα αυτά εθνικά ταμεία διαχείρισης πλούτου χρησιμοποιούνται περισσότερο ως εργαλείο πολιτικής στρατηγικής, παρά δρουν βάσει της λογικής της αγοράς. Ακόμη και το επιτυχημένο παράδειγμα της Temasek, κρατικού επενδυτικού ταμείου της Σιγκαπούρης, το οποίο για μακρά περίοδο είχε περάσει απαρατήρητο, σήμερα προσελκύει υπερβολική προσοχή, την οποία οι ιδιοκτήτες και οι διαχειριστές του δεν επιθυμούσαν.

Οι αυξανόμενες ανησυχίες είναι κατανοητές. ¶λλωστε, δεδομένου ότι οι κεντρικές τράπεζες και τα επενδυτικά ταμεία των αναδυόμενων αγορών κυριαρχούν σήμερα στις αγορές κεφαλαίου, τα αποτελέσματα δεν παράγονται πλέον από τη διάδραση εκατομμυρίων ανεξάρτητων κινήσεων, αποφάσεων ή στρατηγική. Όταν οντότητες τέτοιου μεγέθους λαμβάνουν αποφάσεις είναι υποχρεωμένες να δρουν βάσει στρατηγικής. Όλες οι πλευρές αρχίζουν να υποπτεύονται πολιτική χειραγώγηση.

Οι αντιπαραθέσεις, που προκύπτουν όμως, θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν και οι ενέργειες πολιτικής εμπάθειας να απουσιάσουν, εάν υπήρχαν πολυμερείς οργανισμούς παρακολούθησης, που θα δεσμεύονταν στο να υπηρετήσουν το κοινό καλό. Αυτή θα έπρεπε να είναι η βασική αποστολή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σήμερα.

Παρακολούθηση σήμερα σημαίνει ουσιαστικά παροχή συμβουλών. Το 1960- όταν το ΔΝΤ επόπτευε την εφαρμογή του συστήματος του Μπρέτον Γουντς πριν την κατάλυσή του το 1971 - η παρακολούθηση συνδεόταν με την αποτελεσματικότητα του Ταμείου ως μεγάλου οικονομικού διαμεσολαβητή.

Η δυνατότητα του ΔΝΤ να δίνει κατευθύνσεις σε σημαντικές οικονομίες, όπως αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου, έχει ενισχυθεί και από την εξάρτηση των χωρών αυτών από τους πόρους του διεθνούς οργανισμού. Ήταν η οικονομική δύναμη του ΔΝΤ, που του έδωσε από την πρώτη στιγμή ώθηση- μία δύναμη που ενισχύθηκε και από το δανεισμό του Ταμείου.

Τα χρόνια που ακολούθησαν την κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς, το ΔΝΤ επανεφηύρε εαυτόν ως ένα βασικό όχημα για τη διαχείριση των πλεονασμάτων, που προέκυψαν από την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του '70. Δανειζόταν από τις χώρες με τα πλεονάσματα, οι οποίες έτσι εν μέρει διαχειρίζονταν το νέο αυτό ενεργητικό με διαμεσολάβηση του ΔΝΤ.

Το Ταμείο από την πλευρά του μπορούσε να δανείσει τις χώρες εκείνες, που είχαν πληγεί από την αύξηση στις τιμές του πετρελαίου.

Πράγματι, ένας μεγάλος παίχτης στο χρηματοοικονομικό σύστημα, μπορεί να διαδραματίσει σταθεροποιητικό ρόλο. Κατά το παρελθόν, οι μεγάλοι ιδιωτικοί οργανισμοί μπορούσαν να σταθεροποιήσουν τις αγορές σε περιόδους πανικού.

Ο όμιλος Rothschild προσέφερε σταθερότητα στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Σε περιόδους πανικού τη διετία 1895-6 και το 1907, η J.P. Morgan ήταν εκείνη, που επανέφερε την ηρεμία στην αμερικανική οικονομία. Το 1930, την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης, δεν υπήρξε κάποια δύναμη, που να δράσει αντίστοιχα. Σήμερα υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ότι η Goldman Sachs αισθάνεται υποχρεωμένη να σταθεί απέναντι στο γενικό ρεύμα.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα μπορούσε να είναι μία ισχυρή δύναμη σταθεροποίησης εάν διαχειριζόταν μέρος των αποθεμάτων των πλεονασματικών οικονομιών, καθώς οι τοποθετήσεις του θα αντιστάθμιζαν τις κινήσεις των κερδοσκόπων. Αυτό θα σήμαινε οφέλη και για τις χώρες που διατηρούν τα τεράστια αποθέματα σε ξένο συνάλλαγμα, οι οποίες ενδιαφέρονται για τη σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας και των διεθνών αγορών.

Την ίδια ώρα, η διαχείριση αποθεμάτων από έναν διεθνώς ελεγχόμενο «διευθυντή» θα ήρε τις υποψίες και τις αμφιβολίες για τη χρήση του ενεργητικού αυτού για προώθηση πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Προκειμένου ωστόσο να φέρει εις πέρας μία τέτοια αποστολή, το ΔΝΤ θα πρέπει να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των μελών του. Η ενίσχυση των αποθεμάτων σε πολλές ασιατικές χώρες ήταν απάντηση στην κρίση του 1997.

Πριν λοιπόν το ΔΝΤ αναλάβει το ρόλο του διαχειριστή τους, οι ασιατικές και άλλες χώρες θα πρέπει να δουν τη συμμετοχή τους στη διακυβέρνηση του οργανισμού να ενισχύεται. Μόνο σε αυτή την περίπτωση θα μπορούν να είναι σίγουρες, ότι δεν θα πέσουν θύμα πολιτικής χειραγώγησης.

ΧΑΡΟΛΝΤ ΤΖΕΙΜΣ, καθηγητής Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο πανεπιστήμιο Πρίνστον.