Τετάρτη, 30 Ιανουαρίου 2008 12:15

Γνώση και αμοιβή της εργασίας στο πνεύμα της αειφόρου μάθησης

ΤA επίπεδα γνώσεων των εργαζομένων -λιγότερο σήμερα, περισσότερο αύριο- θα καθορίζουν και το ύψος των αμοιβών τους. Πριν από λίγο καιρό είχα τη μεγάλη ευκαιρία και τύχη να παρακολουθήσω στο Παρίσι μια εντυπωσιακή ημερίδα σχετική με την εκπαίδευση και το μέλλον της, αλλά και το ρόλο της γνώσης στις σημερινές και αυριανές κοινωνίες της πολυπλοκότητας και της απίστευτης παραγωγής πληροφοριών.

Η έστω και σιωπηρή συμμετοχή στις εργασίες αυτής της ημερίδας, όπου πήραν το λόγο φιλόσοφοι, επιχειρηματίες, πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι, αλλά και απλοί πολίτες, ήταν μια έξοχη πνευματική γυμναστική τονωτική και αναζωογονητική, η οποία με οδήγησε σε βαθιά απογοήτευση όταν βρέθηκα στην «εθνικά υπερήφανη» πνευματική μας Σαχάρα, λίγες ημέρες αργότερα.

Το να παρακολουθεί κανείς προβληματισμούς και σκέψεις από ανθρώπους όπως ο φιλόσοφος Εντγκάρ Μορέν, ο βιολόγος Ζοέλ ντε Ρονναί, ο καθηγητής γνώσης και παιδείας Χάουαρντ Γκάρντνερ, ο καθηγητής Νικ. Νεγκρεπόντε, ο επιχειρηματίας Μπερτράν Κολόμπ, ο διευθυντής του Ινσιτούτου Χάρβαρντ για την Διεθνή Ανάπτυξη Τζέφρι Σακς, ο πρώην γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Μπούτρος-Μπούτρος Γκάλι και ο κοινωνιολόγος Αλέν Τουρέν, σίγουρα αποτελεί προνόμιο.

Ένα προνόμιο που με οδήγησε σε ένα βασικό συμπέρασμα. Ότι, στο μέτρο που οι ανεπτυγμένες κοινωνίες άνοιξαν τις πόρτες μιας νέας εποχής, στην οποία το τρίπτυχο πληροφορία - γνώση - ευφυία θα αποτελεί την πρώτη οικονομική και κοινωνική κινητήρια δύναμη, υπάρχουν χώρες στις οποίες συνειδητά, άρα σκόπιμα, καλλιεργείται ο μαζικός κρετινισμός ή, πιο επιστημονικά, η «μεθοδική οργάνωση της άγνοιας».

Και στις χώρες αυτές, όπως πολύ εύστοχα υπογράμμισε ο Ε. Μορέν, πολύ σύντομα οι πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις θα αφορούν αυτές τις δύο ομάδες. Δηλαδή, τους φορείς της γνώσης και τους οπαδούς της αμάθειας, οι οποίοι κατά κανόνα προέρχονται και από τους χώρους του φαιοκόκκινου ολοκληρωτισμού, του θρησκευτικού ιντεγκρισμού και της ψευδεπίγραφης κοινωνικής ευαισθησίας.

Ο καθηγητής γνώσης και παιδείας Σ. Γκάρντντερ, από την πλευρά του, υπογράμμισε ότι η επιβίωση μιας κοινωνίας στον 21ο αιώνα εξαρτάται από τους πόρους που θα τοποθετήσει στην εκπαίδευση και ιδιαίτερα στην προτριτογενή. Ωστόσο, κατά τον Αμερικανό καθηγητή, ο προσανατολισμός των εκπαιδευτικών πόρων είναι καθοριστικής σημασίας για την αποτελεσματική αξιοποίησή τους και τούτο διότι υπάρχουν στις σημερινές κοινωνίες ποικίλα εκπαιδευτικά συστήματα που ζητούνται από τους «καταναλωτές παιδείας».

Υπάρχει η φιλολογική εκπαίδευση, με κύριο γνώρισμά της τον γραπτό λόγο, ακολουθεί η τεχνολογική που στηρίζεται στις σύγχρονες τεχνολογίες και έπεται η παιδεία της κριτικής σκέψης. Επίσης, στις αναπτυγμένες χώρες αναπτύσσονται και εκπαιδευτικά συστήματα που προάγουν τη δημιουργικότητα, την αποτελεσματική διαχείριση και αντιμετώπιση των αλλαγών, τη μαθηματική και επιστημονική ικανότητα, την κοινωνία των πολιτών, την ηθική και τις πολιτιστικές αξίες, την οργάνωση του χώρου εργασίας και το επιχειρηματικό πνεύμα.

«Ο σημερινός κόσμος είναι απίστευτα πολύπλοκος, γι αυτό πολλά άτομα, αδυνατώντας να συλλάβουν αυτή την πολυπλοκότητα, εύκολα απογοητεύονται και εγκαταλείπουν κάθε πνευματική τους δυνατότητα στους εχθρούς της γνώσης», είπε ο Ζοέλ ντε Ρονέ.

Παρατήρησε δε ότι ένα από τα σημαντικά γνωρίσματα της εποχής μας στον τρόπο λειτουργίας της σκέψης είναι το πέρασμα από τον αναλυτικό χαρακτήρα της στον συνθετικό. «Πρόκειται για τραγικό λάθος», είπε ο Γάλλος επιστήμονας και γνωστός συγγραφέας. «Ο διαλογισμός μας απέναντι στην πολυπλοκότητα παραμένει αναλυτικός, οι γνώσεις μας είναι εγκυκλοπαιδικές και η θεώρησή μας για τον κόσμο άκαμπτη. Χρησιμοποιούμε έτσι με γραμμικό τρόπο τα δεδομένα του παρελθόντος για να ερμηνεύσουμε το μέλλον.

Συμβαίνει όμως οι εξελίξεις που σημαδεύουν το περιβάλλον μας να είναι εκθετικές, ταχύτατες και άτακτες. Απαιτούν συνεπώς για την ερμηνεία και κατανόησή τους μια συμβατή με το περιεχόμενό τους μέθοδο που είναι αυτή της επιστήμης της πολυπλοκότητας.

Μια επιστήμη που στηρίζεται στην αυτο-οργάνωση και αυτορύθμιση των πολύπλοκων συστημάτων, γεγονός που μας οδηγεί και σε νέους τρόπους ζωής. Αυτούς της μακρο-ζωής, στην οποία και συμμετέχουμε ενεργά ως ζώντα κύτταρα».

Στο πλαίσιο αυτό, ο Ζοέλ ντε Ρονέ μίλησε για το κυβερνο-όν, δηλαδή έναν άνθρωπο που θα έχει ξεφύγει από τον Κοπέρνικο και τον Καρτέσιο και θα συμβιώνει με ένα νέο περιβάλλον πολύ πιο οικείο, παγκόσμιο. Θα πρόκειται για τον «συμβιωτικό ανθρωπισμό», ο οποίος θα γνωρίζει την οργάνωση της απόκτησης γνώσεων και βέβαια την αξιοποίηση των τελευταίων σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο.

«Ο σκοπός της εκπαίδευσης», τόνισε ο Γάλλος επιχειρηματίας Μπ.Κολόμπ, «δεν έγκειται στο να γεμίζει τα μυαλά με πληροφορίες και στοιχεία. Ο ρόλος της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι να βοηθά τους φοιτητές να μετατρέπουν τις πληροφορίες σε γνώση και τη γνώση σε κουλτούρα. Μόνον οι διαφορετικές κουλτούρες δίνουν περιεχόμενο αξίας στην προσωπική και επαγγελματική ζωή.

Κατά συνέπεια, το σχολείο είναι η μία πλευρά του εκπαιδευτικού νομίσματος. Υπάρχει όμως και η άλλη, που είναι η γενική παιδεία αλλά και η γνώση του τι είναι μια επιχείρηση ή μία νέα τεχνολογία. Κρίνεται έτσι απαραίτητο να μάθουν οι φοιτητές, πώς θα μπορούν μονίμως να μαθαίνουν». Η τελευταία αυτή επισήμανση είναι μεστή σε περιεχόμενο, γιατί όλο και περισσότερο στους ασχολούμενους με τα εκπαιδευτικά θέματα κυριαρχεί η άποψη ότι η παιδεία δεν είναι μια απλή συλλογή γεγονότων.

«Είναι προτιμότερο να γνωρίζει κανείς σε βάθος μια συγκεκριμένη πτυχή της θεωρίας της εξέλιξης, παρά να είναι ημιμαθέστατος σε παν το επιστητό. Μια τέτοια εξέλιξη είναι πολύ επικίνδυνη και στις σημερινές συνθήκες μπορεί να αποβεί καταστροφική για μια κοινωνία», τόνισε ο Γάλλος κοινωνιολόγος Αλέν Τουρέν.

Επεσήμανε δε κάτι το ιδιαιτέρως σημαντικό. Αναφέρθηκε στην εξουσία του δασκάλου και στη δυναμική των σχέσεων. Είπε ότι, στη σημερινή εποχή της μάθησης, ο δάσκαλος -υπό την ευρεία έννοια του όρου- θα πρέπει να θεμελιώνει την εξουσία του στο ακαδημαϊκό κύρος του και, μέσω αυτού και σε συνδυασμό με το επίπεδο των γνώσεών του, θα μπορεί να πείθει.

Έτσι, οι γνώσεις του θα αναγνωρίζονται ως πολύτιμες από τους μαθητές του και το γεγονός αυτό αφ' εαυτό θα τούς ωθεί προς μεγαλύτερη απόκτηση γνώσεων. Θα προστατεύεται έτσι η μόνιμη μάθηση, η οποία ήδη αποτελεί σημαντικό γνώρισμα των κοινωνιών μας. Είναι σαφές, συνεπώς, ότι η παιδαγωγική επίδραση του δασκάλου παίζει καθοριστικό ρόλο στην πορεία μιας κοινωνίας και στις επιδόσεις της.

Ο Αμερικανός καθηγητής Τζέφρι Σακς, ο οποίος εδώ και χρόνια ασχολείται με τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα των αναπτυσσομένων χωρών, τόνισε με έμφαση, από την πλευρά του, την ανάγκη να αποφευχθεί όσο είναι καιρός ένα «μαθησιακό ρήγμα» μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσομένων χωρών.

Το ρήγμα αυτό θα είχε και δραματικές πολιτικές επιπτώσεις. Για το ενδεχόμενο αυτό μίλησε και ο Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι και αναφέρθηκε στην περίπτωση της Ινδίας και τον τρόπο με τον οποίον η χώρα αυτή προσπαθεί να διαδώσει τη γνώση σε όλες τις κοινωνικές της αρθρώσεις. Επίσης, ο πρώην γενικός γραμματέας του ΟΗΕ συνέδεσε το θέμα της διάδοσης της γνώσης με τη διαμόρφωση των αμοιβών της εργασίας και επέμεινε στη θέση του περί αποφυγής «μαθησιακού ρήγματος».

Συμπληρώνοντας, ο Τζ. Σακς είπε ότι, μέσω των γνώσεων, ανοίγονται απίστευτες νέες ευκαιρίες και δυνατότητες δημιουργίας νέων επιχειρήσεων, καθώς και θέσεων εργασίας εξαιρετικά αποδοτικών σε αμοιβή.

Έτσι, για κάθε νέο της εποχής μας, και όχι μόνον, το γενικό συμπέρασμα που βγαίνει από τη συνοπτική κατ` ανάγκη παρουσίαση που κάναμε, είναι η ανάγκη να δημιουργηθεί ένα εκπαιδευτικό πλαίσιο που να καλλιεργεί τον πειθαρχημένο τρόπο σκέψης. Οι επιχειρήσεις, από την πλευρά τους, είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένες να δημιουργήσουν δομές μόνιμης κατάρτισης και επιμόρφωσης, ώστε να ευνοηθεί στο εσωτερικό τους η τάση για αλλαγές, κάθε φορά που οι τελευταίες είναι απαραίτητες.

Τα συμπεράσματα αυτά, όπως πολύ εύκολα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης μας, βρίσκονται σε διαμετρική αντίθεση με την κρατούσα κατάσταση στην Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Διεθνούς Εκπαιδευτικής Μελέτης TIMSS. Μια μελέτη που μετρά την ποιότητα και την υποδομή των εκπαιδευτικών συστημάτων 41 χωρών, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα κατέχει την 33η θέση.

Σε ευρωπαϊκό δε επίπεδο προηγείται μόνον της Κύπρου, της Λιθουανίας και της Πολωνίας. Αυτό και μόνον θα πρέπει να προβληματίσει την πολιτεία, από τη μια μεριά, αλλά και όλους αυτούς που χειροκροτούν όταν οι εχθροί της γνώσης στη χώρα μας προετοιμάζουν, μια ελληνική εκδοχή οργάνωσης της άγνοιας και της ημιμάθειας.

ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ