Πολιτική
Δευτέρα, 04 Φεβρουαρίου 2008 18:02

Εξεταστική για τις υποκλοπές ζητά το ΠΑΣΟΚ

Πρόταση για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, προκειμένου να διερευνηθεί η υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών, κατέθεσε σήμερα προς τον Πρόεδρο της Βουλής, Δημήτρη Σιούφα, η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ. Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της πρότασης:

Κύριε Πρόεδρε,

Η γνωστή υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών, που έλαβε χώρα από τον Αύγουστο του 2004 μέχρι τον Μάρτιο του 2005, θέτει ζητήματα εθνικής ασφάλειας της χώρας μας, βάναυσης καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προστασίας απορρήτου των επικοινωνιών, αλλά και τεράστιων πολιτικών ευθυνών, εκτός των ποινικών. Η υπόθεση αυτή προκαλεί δικαιολογημένη ανασφάλεια και ανησυχία στους πολίτες. Απασχόλησε και απασχολεί έντονα την Ελληνική κοινή γνώμη, αλλά και τα διεθνή μέσα Ενημέρωσης, έτυχε ευρείας δημοσιότητας και έχει αναδειχθεί σ’ ένα τεραστίων διαστάσεων, αλλά και ειδικό ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, αφού καταγράφεται ως το μεγαλύτερο σκάνδαλο της Μεταπολίτευσης.

Το ζήτημα απασχόλησε πριν τις εκλογές και την Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, η οποία, μετά από δέκα πέντε συνεδριάσεις της, διέκοψε βιαίως, με απόφαση της Κυβερνητικής πλειοψηφίας, τις εργασίες της, χωρίς φυσικά να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα, από ποιους διενεργήθηκαν και σε ποιο σκοπό απέβλεπαν οι υποκλοπές. Κρίσιμοι μάρτυρες που μπορούσαν να συμβάλουν στην ανεύρεση της αλήθειας, αν και νομίμως ζητήθηκε από το σύνολο των Βουλευτών της αντιπολίτευσης, δεν προσκλήθηκαν για ακρόαση, με ευθύνη του Προέδρου και της Κυβερνητικής Πλειοψηφίας της Επιτροπής, αλλά και της τότε Προέδρου της Βουλής. Καταπατήθηκε έτσι, κατά τρόπο πραξικοπηματικό, το δικαίωμα των 2/5 των μελών της Επιτροπής (σύμφωνα με το άρθρο 41Α και 43Α του Κανονισμού της Βουλής) για να καλούν σε ακρόαση, ενώπιόν της, όποιους εκείνοι κρίνουν ότι μπορούν να συμβάλουν στην εξερεύνηση του εγκλήματος, στην ανεύρεση της αλήθειας. Κρίσιμα επίσης έγγραφα, όπως το Πόρισμα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) και το υλικό των υποκλοπών που επεξεργάστηκε, δεν υπεβλήθησαν για αξιολόγηση στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας ύστερα από εντολή του υπουργού Δημόσιας Τάξης προς τον διοικητή της Ε.Υ.Π. και παρά τη δέσμευση του τελευταίου κατά την ακρόασή του ενώπιον της Επιτροπής. Τα γεγονότα αυτά συνιστούν πράξεις προσβολής και υπονόμευσης της λειτουργίας της Βουλής που δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνουν αποδεκτά.

Η εξέλιξη της ως άνω υπόθεσης θα ήταν τελείως διαφορετική, αν η Κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο Πρωθυπουργός ήθελαν από την πρώτη στιγμή να λάμψει η αλήθεια, αν δεν ήσαν, για λόγους που εκείνοι μόνον γνωρίζουν, στη λογική της συσκότισης και της συγκάλυψης. Αν, επίσης, από την πρώτη στιγμή είχαν συμμορφωθεί με τον νόμο και δεν είχαν αδρανοποιήσει, παραβιάζοντας το Σύνταγμα της χώρας, την Ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και δεν είχαν εμπλέξει, με τον τρόπο που ενέπλεξαν, συγκεκριμένους λειτουργούς της, σε μία προδιαγεγραμμένη και αδιέξοδη διαδικασία τη Δικαιοσύνη. Η Κυβέρνηση δείχνει ότι φοβάται την αλήθεια, δεν εξηγεί γιατί δεν θέλει ο λαός να μάθει την αλήθεια και σε κάθε περίπτωση, αν δεν γνωρίζει τι συνέβη όπως ισχυρίζεται, γιατί δεν θέλει να μάθει και η ίδια την αλήθεια!!!

Οι πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης είναι αναμφίβολα πολύ σοβαρές και μεγάλες, φθάνουν προφανώς στον ίδιο τον Πρωθυπουργό, αφού ήταν προσωπικά ενήμερος από την πρώτη στιγμή και άρα γνώριζε και ενέκρινε όχι μόνον τους Κυβερνητικούς αλλά και τους Κοινοβουλευτικούς χειρισμούς.

Πρόσφατα, η υπόθεση των υποκλοπών ετέθη στο Αρχείο όπως, προφανώς, επεδίωξε ευθύς εξαρχής η κυβέρνηση.

Απαράδεκτος και περίεργος ήταν ο τρόπος χειρισμού και διερεύνησης της υπόθεσης κυρίως κατά τις πρώτες ημέρες και εν συνεχεία κατά το πρώτο ενδεκάμηνο της μυστικής «έρευνας», με ευθύνη της κυβέρνησης και ερήμην μάλιστα της ΑΔΑΕ.

Εν ολίγοις, το μέγα σκάνδαλο των υποκλοπών αρχειοθετήθηκε εξ αιτίας των κυβερνητικών επιλογών και πρακτικών, γεγονός που αυξάνει κατακόρυφα τις πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης, καθώς και τα πάσης φύσεως ερωτηματικά της κοινής γνώμης.

Εν όψει αυτών, συντρέχουν οι προϋποθέσεις και είναι αναγκαία η σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, κατά το άρθρο 68 του Συντάγματος και 144 και επ. του Κανονισμού της Βουλής, με σκοπό την πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης, για να λάμψει η αλήθεια. Αυτό επιβάλλει το εθνικό, αυτό επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον.

Ειδικότερα η Επιτροπή πρέπει να διερευνήσει, μεταξύ άλλων, και τα εξής :

1. Ποιοι και με ποιο στόχο έκαναν τις τηλεφωνικές υποκλοπές;

2. Ποια φυσικά πρόσωπα ή υπηρεσίες αφορούσαν οι υποκλοπές; Ποιος είναι, πλήρης, ο κατάλογος των παρακολουθούμενων προσώπων; Υπάρχει και στη διάθεση ποίων είναι το περιεχόμενο των υποκλαπεισών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων;

3. Υπάρχει συμμετοχή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) στην όλη υπόθεση, ή υπάρχει ανικανότητα και επικίνδυνη επιπολαιότητα στη διαχείριση κρίσιμων θεμάτων εθνικής ασφάλειας και προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών;

4. Έχει ερευνήσει η ΕΥΠ πληροφορίες σε σχέση με την ανάμειξη ξένων χωρών στην όλη υπόθεση και γιατί δεν έχουν μέχρι σήμερα αξιοποιηθεί, προς την κατεύθυνση αυτή, τα κρίσιμα ευρήματα της ΑΔΑΕ (αριθμοί τηλεφώνων στο εξωτερικό κλπ)

5. Η Κυβέρνηση γιατί δεν σεβάστηκε τους θεσμούς, γιατί αγνόησε στην όλη υπόθεση την Ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, αλλά και τις λοιπές αρμόδιες ανεξάρτητες αρχές (Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων) και γιατί ενέπλεξε στην όλη υπόθεση την Δικαιοσύνη κατά τρόπο αντισυνταγματικό και αντιθεσμικό;

6. Η Κυβέρνηση γιατί δεν ενημέρωσε την Βουλή, τους αρχηγούς των Κομμάτων και τα θύματα των παρακολουθήσεων ;

7. Ο Πρωθυπουργός, για ένα θέμα υψίστης εθνικής ασφάλειας, γιατί δεν ενημέρωσε τους Υπουργούς Εθνικής ¶μυνας και Εξωτερικών, αλλά ούτε τον αρμόδιο Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών;

8. Ποιες οι ευθύνες της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού για τον τρόπο χειρισμού και διερεύνησης της υπόθεσης κυρίως κατά τις πρώτες ημέρες και εν συνεχεία κατά το πρώτο ενδεκάμηνο;

Επειδή η Πρόταση αυτή υπογράφεται από τον απαιτούμενο αριθμό Βουλευτών (άρθρο 144 παρ. 2 του Κανονισμού της Βουλής) και πληρούνται οι λοιπές απαιτούμενες προϋποθέσεις, ζητάμε να συζητηθεί στην Ολομέλεια της Βουλής προκειμένου να ληφθεί απόφαση για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής.