ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ την ευρεία συζήτηση που προκλήθηκε γύρω από το θέμα της ύπαρξης ενεργού ρήγματος κοντά σε κατοικημένες περιοχές, προέκυψαν γενικότερα ερωτήματα σχετικά με τις επιπτώσεις των σεισμών σε κατασκευές κοντά σε ρήγμα, καθώς και τα σχετικά μέτρα τα οποία πρέπει να λαμβάνει η Πολιτεία και ο πολίτης που έχει ακίνητο κοντά σε περιοχή με ενεργό ρήγμα.
Με την αύξηση του πληθυσμού και την επέκταση των πόλεων πολλές κατασκευές σήμερα είναι δομημένες κοντά σε ενεργά τεκτονικά ρήγματα. Δεν είναι λίγες οι πόλεις στη Ελλάδα, μη εξαιρουμένης και της Αθήνας, που γειτνιάζουν με τέτοιες σεισμικές εστίες.
Λόγω της έλλειψης χωροταξικού σχεδιασμού το πρόβλημα αυτό είναι βέβαιο ότι θα επιδεινώνεται. Γεγονός, πάντως, είναι ότι οι επιστήμες που σχετίζονται αφενός με τον εντοπισμό και τη δραστηριότητα των ρηγμάτων και αφετέρου με το σχεδιασμό των κατασκευών, ώστε να μειώνεται η πιθανότητα απώλειας ανθρώπινης ζωής και να περιορίζονται οι βλάβες σε ενδεχόμενο σεισμό, συνεχώς αναπτύσσονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς.
Είναι πλέον σήμερα γνωστό, από την εμπειρία μας, ότι οι σημαντικότερες καταστροφές παρατηρούνται στην πλειονότητά τους σε μια σχετικά περιορισμένη σε έκταση περιοχή κοντά στο ρήγμα. Για σεισμούς της τάξης των 5,0 έως 6,5 Ρίχτερ, που είναι οι συνήθεις στη χώρα μας, οι περιοχές αυτές είναι της τάξης των 10 ~ 50 χιλιομέτρων περί το επίκεντρο.
Στις περιοχές αυτές κυριαρχούν φαινόμενα «εγγύς-πεδίου» που παρουσιάζουν χαρακτηριστικά πολύ διαφορετικά από εκείνα τα οποία μέχρι πρότινος γνωρίζαμε και λαμβάναμε υπόψη μας στο σχεδιασμό των κατασκευών. Τα φαινόμενα αυτά με την ιδιαίτερη καταστρεπτικότητά τους, η οποία ενισχύεται σημαντικά σε ορισμένες κατηγορίες εδαφών, συνήθεις στη χώρα μας, αποτελούν μία από τις κύριες αιτίες του ότι ακόμη και καλά δομημένες κατασκευές έχουν παρουσιάσει μεγάλες βλάβες κοντά σε ρήγματα.
Είναι τεκμηριωμένο ότι βλάβες σε κτήρια σε πρόσφατους σεισμούς στη χώρα μας, όπως ο σεισμός των Αθηνών του 1999, της Λευκάδας του 2003 και του Αιγίου του 1995 αποδίδονται στα φαινόμενα «εγγύς πεδίου». Η ιδιαιτερότητα αυτών των φαινόμενων είναι ότι προκαλούν βλάβες σε ευρείας κατηγορίας κατασκευές, ανεξαρτήτως της ποιότητας του εδάφους.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ότι κατά το σεισμό των Αθηνών του 1999 εκτεταμένες βλάβες παρουσίασε ευρεία κατηγορία κτηρίων στις περιοχές των ¶νω Λιοσίων, Μενιδίου και Θρακομακεδόνων λόγω των φαινομένων «εγγύς πεδίου».
Ιδιαίτερα σημαντικό επίσης είναι το γεγονός ότι τέτοια φαινόμενα με δυσμενή δράση στις κατασκευές δεν προκαλούνται μόνο από μεγάλους σεισμούς, με μέγεθος μεγαλύτερο των 6,5 Ρίχτερ, αλλά και από σεισμούς μικρού μεγέθους, δηλαδή της τάξης των 5,0 Ρίχτερ, οι οποίοι είναι συνήθεις στη χώρα μας. Μάλιστα, οι επιφανειακοί σεισμοί με μικρό μέγεθος, ακόμη και 5 Ρίχτερ, επηρεάζουν κατασκευές μικρού ύψους με 3 ή 4 ορόφους, δηλαδή κτήρια τα οποία αποτελούν την πλειονότητα των κατασκευών σε περιοχές με πυκνή δόμηση στη χώρα μας. Οι υψηλότερες κατασκευές επηρεάζονται από τα φαινόμενα «εγγύς πεδίου» σεισμών με μεγαλύτερο μέγεθος.
Αυτός είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίον αντισεισμικοί κανονισμοί, ο ελληνικός και ξένοι, συνιστούν την αποφυγή της δόμησης κοντά σε ενεργά ρήγματα. Σημειωτέον ότι δεν απαγορεύουν τη δόμηση κοντά, ακόμη και πάνω σε ρήγματα, με την προϋπόθεση όμως ότι θα έχουν εκπονηθεί οι κατάλληλες μελέτες. Για παράδειγμα, κατασκευές, όπως η σιδηροδρομική και η οδική γέφυρα στον Ισθμό της Κορίνθου είναι κατασκευασμένες επάνω σε ρήγμα.
Σύγχρονοι κανονισμοί χωρών με υψηλή σεισμικότητα αναγνωρίζουν την επιπλέον επιβάρυνση των κατασκευών κοντά σε ενεργά ρήγματα και παρέχουν τρόπο θεώρησής τους για ασφαλή οικοδόμηση. Ο ελληνικός αντισεισμικός κανονισμός παρέχει κατάλληλες διατάξεις και καθορίζει τις προϋποθέσεις για οικοδόμηση στην άμεση γειτονία ενεργών ρηγμάτων, χωρίς όμως να καθορίζει τα όρια της γειτονίας.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος δόμησης κοντά σε ενεργό ρήγμα, πάντως, είναι ιδιαίτερα δυσχερής, όχι όμως αδύνατη. Το πρόβλημα απαιτεί αντιμετώπιση και στη χώρα μας, μια και στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές αστικές περιοχές με πυκνή δόμηση κοντά σε ενεργά ρήγματα, στις οποίες ένα μέρος των παρατηρουμένων βλαβών αποδίδεται στα φαινόμενα του «εγγύς πεδίου», πάντοτε σε συνδυασμό με την τρωτότητα των κτηρίων, δηλαδή την αντοχή τους σε σεισμό.
Μέτρα πρόληψης έχουν ήδη αρχίσει να λαμβάνονται σε χώρες με έντονο σεισμικό πρόβλημα, όπως ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ταϊβάν, και περιλαμβάνουν την τοποθέτηση δικτύων με κατάλληλα όργανα για την παρακολούθηση της δραστηριότητας των ρηγμάτων καθώς και της συμπεριφοράς των κατασκευών, τη διενέργεια ειδικών μετρήσεων και μελετών με τη συνεργασία επιστημόνων και φορέων της Πολιτείας και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Επομένως, πριν ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση για οικιστική ανάπτυξη ή επιβολή μέτρων για την ενίσχυση των υφιστάμενων κατασκευών, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι επιπτώσεις από τη γειτνίαση με ενεργά ρήγματα τα οποία και για σεισμούς μικρού μεγέθους δύνανται να προκαλέσουν μεγάλες βλάβες στις κατασκευές, υπό το πρίσμα της γνώσης που έχει προκύψει μετά τις πρόσφατες εμπειρίες στη χώρα μας (σεισμοί των Αθηνών, Λευκάδας, Αιγίου), αλλά και σε άλλες σεισμογενείς χώρες (Ιαπωνία - σεισμός του Κόμπε, Ταϊβάν - σεισμός του Chi-Chi, Τουρκία σεισμοί του ρήγματος της Ανατολίας).
Ενδεχομένως σε ορισμένες περιοχές να επιβληθούν αυστηρότεροι περιορισμοί όσον αφορά στους όρους δόμησης, όπως ήδη προβλέπεται λόγω φαινόμενων «εγγύς πεδίου» σε κανονισμούς άλλων χωρών. Ίσως ακόμη πρέπει να εξεταστεί η λήψη περαιτέρω μέτρων για την ενίσχυση υφιστάμενων κατασκευών οι οποίες βρίσκονται στο εγγύς πεδίο γνωστών ενεργών ρηγμάτων. Το πρόβλημα είναι υπαρκτό, αφορά αστικές περιοχές και σχετίζεται με τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρα μας.
Κ. ΣΠΥΡΑΚΟΣ, καθηγητής στο ΕΜΠ, διευθυντής του Εργαστηρίου Αντισεισμικής Τεχνολογίας.